Με εκκίνηση το “Into the Void” των Black Sabbath, σύμφωνα με τον αστικό μύθο τελοσπάντων, εκείνο που εν καιρώ ονοματίστηκε doom metal και οι μετεξελίξεις αυτού,  συνεχίζουν την αργόσυρτη πορεία τους προς το πουθενά μέχρι και τα σήμερα. Αυτό το «πουθενά», βέβαια, δύναται να μεταφραστεί ποικιλοτρόπως.  Στασιμότητα; Μακαριότητα, συνεπώς γοητεία; Διαλέγεις και παίρνεις.

Σε επίπεδο αρχικής σύλληψης, λοιπόν, η παρούσα συλλογή προοριζόταν για doom/stoner/sludge μπουκέτο της εγχώριας παραγωγής των καιρών μας. Δεν είναι και πολλές οι μπάντες που ασκούν αυτού του τύπου τη μαύρη τέχνη απ' τα underground μετερίζια των ελληνικών πόλεων. Στην πορεία, βέβαια, η ιδέα διευρύνθηκε, εξελίχθηκε σε κάτι άλλο, δίχως να λησμονήσει τα πρώτα της πατήματα.  

Σε τι; Ας αποφύγουμε τα συνήθη περί εναλλακτικότητας και ας πούμε πως εξελίχθηκε σε σοβαρή προσπάθεια ηχητικής απεικόνισης μιας άγουρης μεταλλικής σκηνής, η οποία μεταχειρίζεται τις φόρμες του σκληρού ήχου σε πλαίσια (και) πέραν εκείνων του παραδοσιακού ξεκαυλώματος (χωρίς την παραμικρή διάθεση μομφής προς το τρισεύγενο σπορ). Μιας σκηνής η οποία έχει πάρει χαμπάρι την εκφραστική διάνοιξη του metal, αφουγκράζεται τις διεθνείς εξελίξεις και λειτουργεί αναλόγως.

Για των λόγων το αληθές, στάσεις στο “Stoner City Dub” των Nechayevschina και στο “Rashidun Caliphate Surf” των Circassian. Η ονοματοδοσία των ασμάτων μιλάει από μόνη της, πριν καν αναλάβει το ηχητικό περιεχόμενο. Ο ά-λογος οδυρμός των Yassa, οι οποίοι ανοιγοκλείνουν και τα δυο σι ντι του Miss Fortune Was A Henhouse Manager της Spinalonga, επίσης.

Ως επί το πλείστον, εδώ θα συναπαντηθείτε με μπάντες στα πρόθυρα της δισκογραφίας. Ένα βήμα πριν. Μικρό, λόγω νεότητας, φόρας, όρεξης, ταλέντου πολλές φορές. Μαζί και τεράστιο, λαμβάνοντας υπ’ όψη το δεδικασμένο του εντός των τειχών σκηνικού (εταιρείες, ακροατήριο, καθείς με τις ευθύνες του). Χαρακτηριστική εξαίρεση οι Sun Of Nothing, με κάμποσα χρόνια στην πλάτη και νέο φουλ πόνημα πρόσφατα ελεύθερο εκεί έξω –το πιο ώριμο τους, παρεμπιπτόντως.     

Εικάζω, βέβαια, ότι, τουλάχιστον προς το παρόν, το σαράκι των περισσότερων εκ των συμμετεχόντων είναι η σκηνή: το τρίψιμο στον πραγματικό χρόνο του live με ό,τι συνεπάγεται η διαδικασία. Ούτε η κοινωνική δικτύωση, ούτε η ευρύτερη δημοσιοσχετίστικη εναλλακτικότητα (λέγε με και indie), αλλά το αληθές της διάδρασης με όσους (λίγους) είναι διατεθειμένοι να στήσουν αυτιά. Η συλλογή μοιάζει με ιδανική αφορμή σύναψης γνωριμίας...

Όχι πως το πρόθεμα underground αποτελεί θεραπεία για πάσα νόσο. Ναι μεν όλοι τους στέκονται άνετα ως άξιοι ασκητές της μουσικής φόρμας της αρεσκείας τους, ωστόσο συνήθως είναι η φόρμα που τους χρησιμοποιεί αντί για το ανάποδο. Κι όταν ο κανόνας σπάει, τούτο συνήθως συμβαίνει μέσω ηχητικών προσμίξεων, όχι δια μέσου της σύνθεσης –είτε αυτό αφορά στην ηχοπλασία, είτε στην ίδια τη γραφή.  

Προς το τέλος είθισται να εκθειάζουμε το ανεξάρτητο πνεύμα της κυκλοφορίας, τις αγνές προθέσεις των συντελεστών, το χαμηλό αντίτιμο του προϊόντος, παρέα με προτροπές για τη σχετική υποστήριξη της προσπάθειας. Ποσώς με ενδιαφέρουν όλα αυτά, αν και ομολογουμένως ισχύουν. Ή μάλλον με ενδιαφέρουν καθαρά προσωπικά, γιατί σε δημόσιο επίπεδο –σε επίπεδο πρότασης δηλαδή– πάντα θα καταλήγουμε στο περιεχόμενο. Κι εδώ οφείλω να ομολογήσω πως κάτι συμβαίνει, κάτι βρίσκεται σε κίνηση…

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured