Η κουβέντα για το νέο δίσκο της Αλεξίου είχε αρχίσει πολύ πριν την κυκλοφορία ή -αν θέλετε- την ακρόασή του. Στοιχείο απόλυτα δικαιολογημένο για την αρκούντως αφοριστική μας κουλτούρα, αλλά και μια ήδη διαμορφωμένη κι αέναη μάχη των "ποιοτικών", της "έντεχνης" πλευράς του ελληνικού μας τραγουδιού και των "σουξεδιάρικων" υπηρετών. Ταμπέλες που, παρά την αλήθεια τους (δεν υπάρχει άλλωστε καπνός χωρίς φωτιά), κρύβουν -καθώς κατά βάση χρησιμοποιούνται από την πρώτη κατηγορία- ένα άγχος μίας "επικίνδυνης επιμειξίας" (για τους πρώτους πάλι) που τόσο αναζητούν και τα μουσικά μέσα για να επιβιώσουν και να κάνουν την εκλεκτική τους φύση μαζική. Αφορμή για όλες αυτές τις συζητήσεις είναι, αν δεν διαθέτετε ραδιόφωνο, τηλεόραση, αλλά και αποφεύγετε όπως ο διάολος το λιβάνι τις πολιτιστικές στήλες των εφημερίδων ή τα περιοδικά, η "εμπλοκή" του Γιώργου Θεοφάνους στη νέα δισκογραφική δουλειά της Χαρούλας Αλεξίου. Ενός συνθέτη/στιχουργού/παραγωγού που ανήκει σε μία ολόκληρη φουρνιά υπηρετών μουσικών αναγκών, χάρις σε ένα πολύ βασικό προτέρημα που διαθέτουν: Να προσαρμόζονται στις ανάγκες του καλλιτέχνη (ή τραγουδιστή, τέλος πάντων) με τον οποίο συνεργάζονται και να γράφουν τραγούδια που μονίμως κάτι θυμίζουν, αλλά από την άλλη -εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού τους- τόσο γνώριμα και άμεσα απορροφήσιμα από μία μεγάλη μερίδα του κοινού. Γράφοντας μια για τους One και μια για τη Νατάσα Θεοδωρίδου, μία για τον Αντώνη Ρέμο και την επόμενη (πλέον) για τη Χαρούλα Αλεξίου, ο Γιώργος Θεοφάνους, αλλά και οι υπόλοιποι που βρίσκονται στο επίκεντρο της εγχώριας βιοτεχνίας (γιατί με τέτοια μεγέθη θα ήταν λίγο παράδοξο να την αποκαλούσαμε βιομηχανία), διαθέτουν πολλά κοινά με τις διεθνείς ομάδες παραγωγών hits και δεν αποτελούν κάτι ξεκομμένο από τη διεθνή πραγματικότητα και πρακτική. Επιπρόσθετα, καλύπτουν την εγχώρια ανυπαρξία αυτή τη στιγμή μεγάλων δημιουργών που θα φτιάξουν κάποιο έργο ολοκληρωμένο, μ' ενιαίο ύφος, δομή, αρχή, τέλος και νόημα και θα το κάνουν ταυτόχρονα μαζικό. Οι αιτίες πολλές για το τελευταίο και θα θέλαμε παραγράφους επί παραγράφων για το αναλύσουμε. Εν συντομία, οι δίσκοι πλέον δημιουργούνται μέσα σε ένα άγχος για να πουλήσουν όσο οι εταιρίες κλαίγονται στην κυριολεξία για την πτώση των πωλήσεων, και η μοναδική διέξοδος που έχουν βρει μέχρι στιγμής είναι η πρόσβαση σε όσο το δυνατόν περισσότερα γούστα και διαθέσεις. Έτσι, ο ρόλος του παραγωγού είναι πλέον ο ρόλος εκείνου που θα συλλέξει το ζειμπέκικο, το χασάπικο, το ηλεκτρονικό, τη μπαλλάντα και το κιθαριστικό, χωρίς κάποια ιδέα και όραμα. Ειδικά στο λαϊκό κομμάτι της μουσικής μας, η λύση αυτή μοιάζει με μονόδρομο και δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η έννοια του παραγωγού χάνει όλο και περισσότερο το νόημά της. Επιπρόσθετα, το κοινό πλέον έχει απομακρυνθεί από τη συνήθεια της αγοράς ενός "νέου δίσκου", θεωρείται πλέον μία πολυτέλεια που απευθύνεται σε μια μικρή μερίδα μουσικόφιλων. Έτσι η δυναμική ενός δίσκου εξαντλείται στις πόσες επιμέρους στιγμές διαθέτει για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, μετατρέπεται δηλαδή σε μία συλλογή από singles που ο κόσμος έχει απορροφήσει κατά κόρον από τα μέσα στα οποία έχει πρόσβαση και που όλως τυχαίως βρίσκονται μέσα στο ίδιο άλμπουμ. Όπως λοιπόν λειτουργεί μία best of συλλογή, η μοναδική σχεδόν σανίδα των δισκογραφικών σήμερα. Καθόλου περιέργως, η προ γιορτών, είναι και η περίοδος των πολλών κυκλοφοριών.Έτσι λοιπόν το ανησυχητικό όσον αφορά τους οιωνούς που φέρει για το μέλλον, δεν είναι τόσο η ύπαρξη αυτού του άγχους και των συνεπειών του. Δεν είναι η ύπαρξη αυτής της μερίδας των ευέλικτων και πανέξυπνων συνθετών, που στο κάτω κάτω γράφουν και ορισμένα πολύ ωραία τραγούδια, μέσα στο γενικό σωρό των δήθεν νοημάτων και προσχολικής ηλικίας ακουσμάτων, για να πάρουμε τα δύο άκρα. Είναι το ότι το πνεύμα εκείνων και της μουσικής μας βιοτεχνίας έχει περάσει σε καλλιτέχνες που πραγματικά δεν έχουν καμία ανάγκη. Ναι μεν οι μεγάλοι μας τραγουδιστές είναι εγκλωβισμένοι από την ανυπαρξία μεγάλων παραγωγών και δημιουργών, αλλά από την άλλη ούτε βιοποριστικό στρες διαθέτουν, ούτε αυτό των πωλήσεων. Και, για να γίνουμε ακόμα πιο συγκεκριμένοι, το πρόβλημα του "Ως την άκρη του ουρανού σου" δεν έγκειται στην παρουσία του Θεοφάνους. Έγκειται στη φιλοσοφία αυτή της δημιουργίας του που λες και την περνάει και στην παραγωγή ενώ δεν την επιμελείται, δηλαδή σ'εκείνη των ατάκτως ερριμένων singles, σ' ένα δίσκο, μαζί με 5-6 γεμίσματα (μιας και πάνω από 6-7 καλά κομμάτια δεν μπορεί να αντέξει ούτε το ραδιόφωνο) και καθαρίσαμε. Μάλιστα, τα "Κύμα","Η χαρά φέρνει χαρά", "Τα καλύτερα θα 'ρθουν", παρά τα στιχουργικά τους κλισέ ("τα καλύτερα θα 'ρθουν μάτια μου δεν ανησυχώ / φτάνει το δικό σου πρόσωπο να βλέπω όταν ξυπνώ") στηρίζονται σε αρκετά αξιόλογες συνθέσεις. Και το κυριότερο, αυτή τη φορά ο Θεοφάνους δεν επιχείρησε να γράψει ως Λοίζος ας πούμε, όπως έκανε στην περίπτωση της Πρωτοψάλτη, όπου τα έκανε στην κυριολεξία σαλάτα γράφοντας "Κραουνακικά", αλλά έγραψε όπως θα έγραφε για τη Νατάσα Θεοδωρίδου. Μάλιστα, η μοναδική φωνή της Χαρούλας και μόνο τα φτάνει ένα επίπεδο πιο πάνω από την ήδη καλή τους πάστα. Είναι ότι μπλέκονται εκεί οι μάλλον μέτριοι Εκείνος + Εκείνος, σε στίχους Τάσου Βουγιατζή, στο γνωστό τους στυλ, ένα ξέμπαρκο "Να με λένε Μαρία", όπου ασυνάρτητοι στίχοι ("Παράδειγματος χάρη να με λένε Μαρία, να 'χω μια φιλενάδα κόκκινη αλεπού, να με παίρνουν τ'αστέρια στη δική τους πορεία, να μιλάω με τους γλάρους και τα μαραμπού" - προς Θεού, δηλαδή) συναντούν ψευτολάτιν ενορχήστρωση αλά "Γυναίκες" του Βλάσση Μπονάτσου. Στη μέση κι ο Μανώλης Φάμελλος με την ευγενική ποπ γραφή του στο "όλα είναι στο μυαλό", ένα συμπαθητικό μεν τραγούδι που η Χαρούλα ερμηνεύει ντουέτο με τον Γιάννη Κότσιρα, αλλά που μοιάζει ξεκρέμαστο επίσης. Τέλος, κάποιες ψευτοηλεκτρονικές ανησυχίες ντύνουν απλώς ανεκτές συνθέσεις, αν μας αρκεί αυτό. Ολοκληρώνοντας αυτόν τον άχαρο αυτό απολογισμό, σημειώνουμε ότι εκτός από τα 2-3 καλά τραγούδια του Θεοφάνους, βρίσκουμε ένα βαρύ ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Αντώνης Βαρδής, στα πρότυπα των "ασήκωτων" του Πασχάλη Τερζή, μόνο που, πέρα από τις αποκαρδιωτικές περιγραφές που σας κάνει ο γράφων, είναι απρόσμενα καλό, κι έχει το ειδικό βάρος που είχαν τα καλά της τραγούδια, ίσως και λόγω παθιασμένης ερμηνείας. Άλλωστε μην ξεχνούμε ότι το είδος αυτό του λαϊκού είναι μέσα στο πετσί της, άσχετά αν προ πολλού το έχει αφήσει. Τέλος, το κερασάκι στην τούρτα έρχεται με δύο δικές της συνθέσεις: Το "Οι φίλοι μου χαράματα" είναι ένα από τα πιο άμεσα, αλλά και ταυτόχρονα πιο όμορφα και πραγματικά ικανά να μείνουν κλασικά, τραγούδια των τελευταίων χρόνων, κάτι που αυτόματα δίνει πόντους στο συγκεκριμένο δίσκο, παρά την ανισότητά του, ενώ οι ηλεκτρονικές παρεμβολές του "Εσύ με ξέρεις πιο πολύ" είναι καθόλα ταιριαστές. Στο συγκεκριμένο τραγούδι η επιλογή του Φίλιππου Πλιάτσικα είναι ιδανική, αφού έτσι κι αλλιώς υφολογικά θυμίζει τα mid tempo τραγούδια των Πυξ Λαξ, με γνώριμο το νοσταλγικό και μοναχικό αίσθημά τους.Εν κατακλείδι, το "Ως την άκρη του ουρανού σου", παρά τις αδυναμίες που επισημάναμε αλλά και τις σπουδαίες στιγμές που περιέχει, δεν είναι ούτε "Δι' Ευχών" και "Απρόβλεπτα", ούτε όμως έχει σχέση με την αμηχανία των τελευταίων δισκογραφικών χρόνων. Είναι κατά βάση ένα άλμπουμ που φτιάχτηκε χρησιμοποιώντας τρέχουσες μεθόδους και άγχη προσέγγισής του νεανικού κοινού (και δεν εννοούμε φυσικά αλλαγές στον ήχο), χωρίς ωστόσο να υπάρχει και ιδιαίτερη ανάγκη. Πέραν αυτών, είναι καταδικασμένο να πουλήσει και -σε όσα έχουμε ήδη επισημάνει- να τραγουδηθεί.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured