Πως γίνεται ένας δίσκος -χωρίς τα ρηξικέλευθα ευρήματα και που (επιφανειακώς και μπροστά ας πούμε στο πανστυλιστικό σύμπαν που περιτριγυρίζει την περί του εντέχνου άποψη του Θανάση Παπακωνσταντίνου) δεν μπορεί παρά να ανεχτεί εκφράσεις όπως "στυλιστική μονομέρεια"- όχι μόνο να εκπληρώνει ικανοποιητικά τις εκφραστικές ανάγκες του είδους, αλλά με κάθε ακρόαση να μοιάζει όλο και πιο κοντά στις ξεχωριστές δισκογραφικές στιγμές της περσινής χρονιάς; Δεν είναι εύκολο να το εξηγήσει κανείς (όπως και να περιγράψει ένα άρωμα), αλλά θα το επιχειρήσουμε. Στη νέα του δισκογραφική δουλειά δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ακριβώς ότι τόλμησε, μα σίγουρα έκανε για άλλη μία φορά το προσωπικό του κέφι, μην ασχολούμενος με το περιτύλιγμα και προσπαθώντας να κρατήσει τα τραγούδια στα βασικά τους θεμέλια. Εδώ θα βρείτε δύο κιθάρες (τη δική του και του πανταχού παρόντα Μπάμπη Παπαδόπουλου -με τη συμμετοχή του Μανώλη Πάππου σε ένα τραγούδι) και μία φωνή. Ένα πλήρως ακουστικό και λιτό set, στο οποίο προστέθηκε σε δύο τραγούδια το κοντραμπάσο του Κώστα Θεοδώρου και το πιάνο του Αντώνη Ανισένγκου, με ένα άκρως ενδιαφέρον κι αντισυμβατικό όμως παίξιμο. Ένας βιαστικός ακροατής θα μπορούσε να προσπεράσει το 'Ενα' ως άλλον ένα από τους ένθερμους εκπροσώπους της μίζερης πλευράς του λεγόμενου σύγχρονου ελληνικού εντέχνου, ενός έτσι κι αλλιώς παραφουσκωμένου από δισκογραφικές και όπως συμβαίνει συνήθως στα πρόθυρα του μπουχτίσματος πλέον μουσικού ρεύματος, με δημιουργούς ανακύκλωσης (γνέθοντας το νήμα των λέξεων χωρίς νόημα, αναπαράγοντας τις μουσικές φόρμες και όχι μόνο, κρατώντας απόσταση από την ενορχηστρωτική φαντασία και ενθαρρύνοντας και ένα lifestyle φοιτητομιζέριας και δήθεν ξεχωριστής ταυτότητας -αρρώστιες βέβαια που συναντούμε παντού, αλλά όχι σε τόσο μεγάλο σημείο), αλλά παράλληλα -για να προλάβουμε τους "βιαστικούς"- με καλλιτέχνες πραγματικής μουσικής παιδείας, αναζητήσεων και υπαρκτού ταλέντου, τους οποίους κατά καιρούς και, όποτε μας επιτρέπει η δισκογραφική τους κατάθεση, επισημαίνουμε. Ίσως να μην έβρισκε και το λόγο για να ξεχωρίσει αυτή τη δουλειά από τις "Ασπρόμαυρες Ιστορίες" κι άλλες καλές, παρόμοιες δουλειές του Σωκράτη Μάλαμα. Και θα ήταν κρίμα να χαθεί μια πιο βραδυφλεγής δουλειά στο βωμό της έλλειψης χρόνου που έχουμε όλοι μας και της βιαστικής κρίσης.Ένας άλλος, με σφαιρικότερη ας πούμε μουσική ενημέρωση, θα μπορούσε -όπως έκανε ο Σάκης Μαντζάνας στην κριτική του στο περιοδικό Δίφωνο- να κάνει ακόμη πιο τραβηγμένες συγκρίσεις με το "Nebraska", τον ήρεμο και πίσω-στα-βασικά δίσκο του Bruce Springsteen (το μυαλό μας πάει και στην "Οδό Νεφέλης '88" της Χ. Αλεξίου) ή -φανταζόμαστε- να αναφερθεί συγκριτικά στον τρόπο που Βρετανοί μουσικοί των τελών των 60s αντλούσαν την έμπνευσή τους από παλιά folk τραγούδια. Ίσως όμως να χάναμε το νόημα του τρόπου δημιουργίας -τα παραπάνω δεν είναι παρά τυχαίοι παράλληλοι δρόμοι κι όχι επιρροές. Το "Ενα" είναι δίσκος πρωταρχικά ελληνικός που κουβαλά πληθώρα αναμνήσεων μουσικών, στιχουργικών και υφολογικών, ζυμώνοντάς τις στον ήχο της ακουστικής κιθάρας. Έτσι ακούμε την κιθάρα ως κάτι ενδιάμεσο ενός blues οργάνου κι ενός πειραγμένου μπαγλαμά (στο "Νεράιδα"), ενώ το ρεμπέτικο "Του έρωτα" παραδίδεται μπαλλαντοειδές, το οποίο μάλιστα δεν ανοίγει μια πενιά όπως θα περίμενε κάποιος, αλλά ένα ...κοντραμπάσο, ενώ προς το τέλος κυριαρχείται από ένα σόλο που αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν -άκρως λιτά- ένα πιάνο, το κοντραμπάσο που αναφέραμε και η κιθάρα. Φτερουγίσματα παιχνιδιάρικου μινιμαλισμού έχουμε πάλι με τη χρήση του πιάνου στο "Έφτασες Ήδη", αλλά το κύριο μέρος είναι μπαλλάντες ελληνικού χρώματος και ρυθμών, χωρίς ιδιαίτερες πειραματικές διαθέσεις, για να μη δώσουμε λάθος εντύπωση. Απλά στα συγκεκριμένα απεγκλωβίζει τις έτσι κι αλλιώς δυνατές απλές κι άμεσες συνθέσεις τους που είναι βουτηγμένες στη θλίψη και ταιριάζουν απόλυτα με τους στίχους.Οι τελευταίοι (του Άλκη Αλκαίου, του Άλκη Αλκαίου, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, της Πηγής Καφετζοπούλου και του ίδιου του Σωκράτη) είναι πραγματικά υπέροχοι και το βασικό είναι ότι χτυπούν τον καθένα διαφορετικά αφού και ιδιαίτερα νοήματα έχουν και ουσία και δεν χάνονται -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- σε μανιέρες κι ανύπαρκτα νοήματα. Η ευαισθησία που κρύβεται σε γραμμές όπως "oμορφα θαύματα ζεστά για τα μάτια είναι τα δάκρυα" ("Νοτιάς") ή "Όποιος φοράει τη θλίψη στέμμα / ίσως ποτέ του δεν θα μάθει / τι δρόμο ανοίγει ένα ψέμα / τι μέλι κρύβει το αγκάθι" ("Το αγκάθι") προέρχεται από τις αστείρευτες πηγές ποιητικού λόγου της πατρίδας μας. Ο Σωκράτης Μάλαμας (ένας δημιουργός με πανέμορφες, αλλά και μέτριες δισκογραφικές στιγμές στο ενεργητικό του) δείχνει να χειρίζεται αυτά τα δώρα όπως τους αξίζει, κι ακόμα κι αν το σκηνικό που έχει στήσει τον κρατά περιορισμένο όσον αφορά στη χρήση των εργαλείων που έχει διαθέσιμα, το φτάνει στα όρια του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured