Οι Duster είναι μία από εκείνες τις obscure μπάντες που, ενώ αναφέρονται επανειλημμένα ως βασική επιρροή πολλών indie ονομάτων του νέου millennium, δεν κατάφεραν ποτέ να χαράξουν τη μεγαλοπρεπή πορεία που φαντάζεται κανείς ότι αναλογεί σε κάτι τέτοιο. Ο μύθος τους, δηλαδή, έχει υπερβεί κατά πολύ την πραγματική τους αξία· κι αυτό μάλλον οφείλεται στο γεγονός πως βγήκαν από το παιχνίδι ακριβώς τη στιγμή που ήταν έτοιμοι να κάνουν το αποφασιστικό βήμα στη μεγάλη πίστα.

Κυρίως με το ντεμπούτο τους Stratosphere (1998), όπως και με την επόμενή τους δουλειά Contemporary Movement (2000), οι Αμερικανοί δημιούργησαν το ολόδικό τους ηχητικό σύμπαν, αποτελούμενο από αινιγματικά φωνητικά, ασαφείς στίχους, θολωμένες κιθάρες και λευκό θόρυβο. Ένα σύμπαν που δεν μπορούσε ωστόσο να χωρέσει σε καμία εύκολη κατηγοριοποίηση –τύπου slowcore, space rock ή shoegaze– μοιάζοντας βγαλμένο από τον ασυνείδητο, ονειρικό κόσμο όσων anorak μουσικόφιλων είχαν μεγαλώσει με Built To Spill, Galaxie 500 και Bedhead.

Σχεδόν 20 χρόνια μετά την αιφνίδια εξαφάνισή τους, οι Duster επιστρέφουν με την τρίτη, ομώνυμη και μακράν πιο προσβάσιμή τους δουλειά. Τον δρόμο έστρωσε αρχικά το box set Capsule Losing Contact, το οποίο κυκλοφόρησε μέσα στο 2019 από τη Numero Group, φρεσκάροντας και ξεσηκώνοντας τη μνήμη. Φυσικά, όλα αυτά τα χρόνια, το τρίο των Clay Parton, Canaan Dove Amber & Jason Albertini δεν έμεινε ανενεργό: παρέμενε ζεστό μέσα από διάφορα προσωπικά prοjects, στα οποία συμμετείχαν με κάποιον τρόπο όλοι.

Κάπως έτσι φτάνουμε σε μια δισκογραφική επιστροφή που μοιάζει έντονα επηρεασμένη από τον ήχο συγκροτημάτων που οι ίδιοι οι Duster είχαν πρώτοι τροφοδοτήσει με ιδέες. Το σύνολο των τραγουδιών αφήνει δηλαδή την αίσθηση μιας meta-ανάγνωσης και επανερμηνείας του δικού τους στίγματος πάνω στην πορεία ονομάτων που τους διαδέχθηκαν κατά το διάστημα της χειμερίας νάρκης τους. Έτσι, με συγκεκριμένες ή πιο αόριστες αφορμές, έρχονται συνεχώς στο μυαλό οι No Age, οι DIIV, οι Women, οι Hovvdy, ο (Sandy) Alex G και άλλοι απ' όσους αφομοίωσαν (συνειδητά ή μη) την ηχητική κληρονομιά των Duster.

Από τα συμφραζόμενα, προκύπτει ότι οι συνθέσεις στο Duster είναι αρκετά πιο δομημένες, στρωτές και οριοθετημένες σε σχέση με το παρελθόν, χωρίς όμως να εξατμίζεται η αίσθηση του μυστηριακού και του ανοικείου που είχαμε ταυτίσει με το γκρουπ. Ωστόσο, η live ηχογράφηση του άλμπουμ στο γκαράζ του Parton και το μαλάκωμα που δείχνει να ήρθε με τα χρόνια, μεταδίδει ένα νέο αίσθημα θαλπωρής, το οποίο έλειπε από το σύμπαν τους.

Από την άλλη, απουσιάζει πλέον η νεανική ζωντάνια, το καλώς εννοούμενο θράσος και η δίψα της ανακάλυψης, στοιχεία τα οποία έδιναν ώθηση στην ύπαρξη των Duster. Μαζί τους μοιάζει να εξαλείφεται και ένα μεγάλο μέρος της ταυτότητας που τους έκανε τόσο ξεχωριστούς και επιδραστικούς. Τραγούδια όπως το “Chocolate Αnd Mint”, το “Lomo”, το “Go Back” και το “Ghost World” είναι χαρακτηριστικά δείγματα όλων των παραπάνω.

Το Duster συνιστά επομένως μία παραπάνω από ευπρόσδεκτη επιστροφή, η οποία όμως σε μεγάλο βαθμό απομυθοποιεί τον θρύλο μίας εκ των πιο σκοτεινών και απόκρυφων σελίδων του indie αφηγήματος. Αν κι αυτό θα συνέβαινε αναπόφευκτα από τη στιγμή που αποφάσισαν να ξαναγυρίσουν, οπότε τι πιο φοβερό από το να συμβαίνει με έναν δίσκο που προσφέρεται για ατελείωτες, back to back ακροάσεις, χωρίς μάλιστα το αχρείαστο βάρος των προσδοκιών;

{youtube}R0wTwQliFI0{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured