Παρά τις εκλάμψεις τύπου Vidonne (Lordian Guard), η παρουσία γυναικών στον χώρο του επικού metal είναι δυστυχώς ελάχιστη.

Σε αυτό πρωτίστως φταίει η ίδια η σκηνή, η οποία έχει συλλάβει και διαμορφώσει τον εαυτό της ως ανδροκρατούμενο φαντασιακό τοπίο, όπου κύριος ρόλος των γυναικών είναι να ξεπροβοδίζουν τους άντρες πριν τη μάχη και να ικανοποιούν τις όποιες ορέξεις τους μετά. Προφανώς αυτή η τάση, που ανιχνεύεται από την έναρξη της δεκαετίας του 1980, δεν γεννήθηκε εν κενώ –αναμφισβήτητα είναι επηρεασμένη από τη λειψυδρία ουσιώδους γυναικείου στοιχείου στις δημοφιλέστερες εκφάνσεις της sword & sorcery και high fantasy τέχνης.

Γι' αυτό βλέπω με μεγάλη χαρά την πρόσφατη εμφάνιση συγκροτημάτων με γυναίκες σε καίριες θέσεις, όπως οι Smoulder και οι Chevalier. Αφήνοντας κατά μέρος την ξεπερασμένη συνθήκη που ήθελε τα γυναικεία φωνητικά κάπου ανάμεσα στην αιθέρια όπερα και στο μοιρολόι (και χωρίς να ξεχνάμε παλιότερα παραδείγματα όπως οι Crystal Viper), εδώ μιλάμε για μια γενιά από ερμηνεύτριες που πετάνε στα σκουπίδια την όποια συντηρητική νοηματοδότηση του φύλου τους στον τομέα της φαντασίας. Πρόκειται για τραγουδίστριες που αφουγκράζονται με μοναδική ακρίβεια την καρδιά του επικού στοιχείου και επιδίδονται σε πύρινες, γήινες και ενίοτε άγαρμπες ερμηνείες, βασισμένες στο πάθος για την ίδια τη θεματική της φαντασίας.

Οι Iron Griffin από τη Φινλανδία είναι project του Oscar Rozanez των Mausoleum Gate. Πρωτοεμφανίστηκαν προ διετίας με το ομώνυμό τους EP, που είχε ψήγματα μεγαλείου, δίχως όμως το στοιχείο που θα το έκανε να ξεχωρίσει. Δύο χρόνια μετά, το στοιχείο αυτό βρέθηκε στη φωνή της Maija Tiljander, η οποία αναλαμβάνει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου τα φωνητικά στο ντεμπούτο full-length Curse Of The Sky.

Φανταστείτε το άλμπουμ ως νόθο τέκνο του ανορθόδοξου επικού metal των 1980s με τους Wishbone Ash και την πρώτη περίοδο των Black Sabbath, τυλιγμένο με φασκιά από τη Σκανδιναβία των Bathory. Ένα μικρό σε διάρκεια (μόλις μισή ώρα) τεχνούργημα, το οποίο φαντάζει βγαλμένο από εκείνη την ειδυλλιακή εποχή όπου ο επικός ήχος δεν είχε ακόμη αποκρυσταλλωθεί σε άκαμπτα καλούπια –τότε που τα σύνορα με το folk rock ήταν άκρως διαπερατά και οι εκτελεστικοί πειραματισμοί ευπρόσδεκτοι. Η ξεγνοιασιά της ειδυλλιακής ρομαντικής εξοχής είναι εδώ συντεταγμένη με τα χαοτικά πεδία μάχης, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στο άκρως ιδιαίτερο στυλ των Cirith Ungol και Brocas Helm. Και αν η πλάστιγγα ρέπει προς την ηρεμία, αυτό λειτουργεί άψογα, θυμίζοντας τους μεγάλους Dark Quarterer και την αρχοντική προσήλωσή τους στη νηνεμία πριν την καταιγίδα σε αριστουργήματα όπως το “Colossus Of Argil”.

Ο μπασοκεντρικός, τραχύς ήχος της παραγωγής προσδίδει από τα πρώτα λεπτά ξεχωριστό χαρακτήρα στον δίσκο, αναδεικνύει τα ανορθόδοξα μπλεξίματα των εγχόρδων με τα τύμπανα, και κάνει τη μουσική να ακούγεται ταυτόχρονα ακατέργαστη και βελούδινη. Μια μουσική που συνθετικά έχει απλές μα άκρως λειτουργικές δομές, αδράχνοντας με τη σειρά της την ουσία του επικού στοιχείου.

Η φωνή της Tiljander είναι μαγική· κάπου μεταξύ του πνεύματος της Kari Rueslåtten των The Third And The Mortal στο “Ring Of Fire” (που πατάει κάτω πλήθος δήθεν αυθεντικά επικών ερμηνειών) και της αθάνατης χροιάς του Quorthon, πείθει κατηγορηματικά. Δεν είναι άριστη τεχνικά: ακούγονται άγαρμπα τραβήγματα και φάλτσα, που όμως –ως είθισται στο είδος– λειτουργούν τελικά υπέρ της ατμόσφαιρας του δίσκου.

Υπάρχει ένα λεπτεπίλεπτο σημείο μεταξύ hard rock, folk και doom metal όπου ανθεί το μυθικό παραμύθι. Εκεί είναι που βρίσκεται και το ντεμπούτο των Iron Griffin: ακόμη και το εξώφυλλο αποπνέει παραμυθένια αυθεντικότητα, με την σχεδόν παιδικής υφής τεχνοτροπία του. Πρόκειται για μια μουσική όαση αναπάντεχης μαεστρίας, που φαντάζει απλούστατη, αλλά είναι εξαιρετικά δυσεύρετη. Το ντεμπούτο των Iron Griffin πετυχαίνει λοιπόν διάνα και σκαρφαλώνει στο πάνθεο του επικού ήχου της τρέχουσας δεκαετίας.

{youtube}00kWMaF8ovs{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured