Δεν έχει περάσει καλά-καλά ένας χρόνος από την πρώτη του κυκλοφορία στην ECM (το άλμπουμ Mutations, περισσότερα εδώ) και ο Vijay Iyer επιστρέφει. Και μάλιστα με το τρίο που στάθηκε μία από τις βασικές αιτίες για τη ραγδαία του ανέλιξη τα τελευταία χρόνια. Όπου ανέλιξη, βάλτε: μπόλικα βραβεία, συμβόλαιο με τη σπουδαία εταιρεία του Manfred Eicher, έδρα στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και φυσικά μια αρκετά ευρεία αναγνώριση (έμμεση ή άμεση) από ομότεχνους, κριτικούς και κοινό.
 
Με την προηγούμενη δουλειά του μαζί με τον μπασίστα Stephan Crump και τον ντράμερ Marcus Gilmore, το Accelerando (2012), ο Iyer κατάφερε –ίσως πιο ξεκάθαρα από ποτέ– να τοποθετηθεί στην αιχμή της πιανιστικής τζαζ. Κάτι που σημαίνει δύο πράγματα: αφενός ότι η δράση δεν συμβαίνει ερήμην της συγκεκριμένης παράδοσης, αφετέρου ότι είναι εξίσου σημαντική η πρόθεσή του να αυτονομηθεί από αυτήν, να συναντήσει τις λοιπές επιρροές του (λ.χ. το χιπ χοπ) και να προτείνει τους δικούς του κώδικες εμπέδωσης και τις δικές του εκλεπτυσμένες συνάψεις. Μια δήλωση προέλευσης, αλλά και μια σαφώς προοδευτική αντιμετώπιση της τυπολογίας που συνεπάγεται. 
 
Ακριβώς αυτός ο διπλής κυκλοφορίας δρόμος είναι που προεκτείνεται με το Break Stuff. Με τέτοιον μάλιστα τρόπο, ώστε μια αφιέρωση στον techno παραγωγό Robert Hood να μπορεί να συνυπάρχει αρμονικά με 3 διασκευές από το τζαζ παρελθόν (τα “Work” του Thelonious Monk, “Blood Count” του Billy Strayhorn και “Countdown” του John Coltrane). Ίσως γιατί ζητούμενο στις τελευταίες δεν είναι η «εξωτικοποίηση» του παρελθόντος, ούτε απλώς μια νέα, επικαιροποιημένη ανάγνωσή του· είναι περισσότερο η ένταξή του σε ένα ευρύτερο λεξιλόγιο, σε μια σύγχρονη γλώσσα η οποία μπορεί να κατανοεί και να ενσωματώνει ένα μεγάλο πλήθος αναφορών και συνδηλώσεων. 
 
Αξίζει ίσως να υπενθυμίσουμε ότι μια τέτοια πολυσυλλεκτικότητα είναι, έτσι κι αλλιώς, συστατικό στοιχείο της μουσικής προσωπικότητας του Iyer. Αν μη τι άλλο οι αποστάσεις μεταξύ των διαφόρων πρότζεκτ του είναι αρκετά μεγάλες (από τις διαδρομές κοινωνικής ιστορίας με τον ποιητή/ράπερ Mike Ladd μέχρι το κλασικίζον Mutations)· και μόνο το γεγονός ότι ο λόγος του παραμένει συνεκτικός, είναι ένα κάποιο επίτευγμα. Το περιβάλλον ενός τέτοιου τζαζ τρίο είναι ίσως αρκετά πιο συγκεκριμένο, παραμένει όμως δεκτικό σ’ αυτήν την πολυσυλλεκτικότητα. Αν και παρέχει μια βασική μόνο ενορχήστρωση (πιάνο/μπάσο/ντραμς), προσφέρει ταυτόχρονα αρκετές δυνατότητες εμβάθυνσης, τόσο προς την κατεύθυνση των μελωδικών, όσο και των ρυθμικών αναζητήσεων.
 
Και το συγκεκριμένο τρίο δεν θεωρείται αδίκως ως μία από τις καλύτερες μπάντες που κυκλοφορούν σήμερα στην τζαζ πιάτσα. Ένα τρίο συναρπαστικά ευέλικτο, ικανό να υπηρετήσει θαυμάσια την ευρυμάθεια και τη διεισδυτική γραφή του Iyer –τόσο στις πιο παραδοσιακές της τάσεις, όσο και στις πιο ριζοσπαστικές της αποκλίσεις. 
 
Η εκτελεστική δεινότητα του Iyer στο πιάνο συμπληρώνεται με/από μία εξαιρετική rhythm section, με τους Crump & Gilmore να ανταποκρίνονται περίφημα στις αυξημένες ρυθμικές απαιτήσεις που συνήθως έχουν οι συνθέσεις του συντρόφου τους. Πάρτε παράδειγμα το “Hood” και τα μέρη στα οποία ο καθένας ακολουθεί τους δικούς του χρονισμούς (με τον Gilmore ειδικά να τονίζει ανορθόδοξα, μα απολύτως λειτουργικά, το λοξό γκρουβ του κομματιού), μέχρι να βρεθούν και οι τρεις σε ένα καταπληκτικό τελείωμα. Ή το “Break Stuff”, το οποίο, παρά τις πολλές αξίες που παίζουν Iyer & Gilmore, παραμένει ελαφρύ και ντελικάτο. Ή στο “Countdown”, όπου η έτσι κι αλλιώς απαιτητική ρυθμολογία της σύνθεσης του Coltrane τυγχάνει υποδειγματικής αντιμετώπισης. 
 
Αυτοί οι παράξενοι χρονισμοί (και βεβαίως ο μεστός τρόπος με τον οποίον επιτελούνται) είναι που δίνουν στο Break Stuff τον κομψό δυναμισμό του. Και μολονότι η στόχευσή του δεν βρίσκεται τόσο στις σολιστικές αλληλουχίες (λ.χ. πολλά από τα θέματα που απαρτίζουν το “Hood” βασίζονται σε μία και μόνη νότα), τούτο δεν σημαίνει ότι ο μελωδικός του διάκοσμος είναι λιγότερο εκλεπτυσμένος. Είναι αρκετά τα σημεία όπου προσεγγίζεται ένας τύπος λυρισμού, χωρίς όμως ποτέ να γίνεται βαρύς και υποβλητικός. 
 
Ένα παράδειγμα είναι το “Geese”, που ξεκινάει με τις εξαιρετικές δοξαριές του Crump και τη διακριτική συνοδεία του Iyer (αργότερα και του Gilmore), μέχρι να φτάσει σ' ένα συγκοπτόμενο μπιτ· ένα άλλο, το διαρκές ανεβοκατέβασμα του Iyer στις κλίμακες του “Mystery Woman”. Ακόμα όμως κι όταν τα πράγματα κρατιούνται κάπως πιο τυπικά (όση ισχύ μπορεί, τέλος πάντων, να έχει η λέξη στη συγκεκριμένη περίπτωση), όπως λ.χ. στα “Starlings” και “Chorale”, το αποτέλεσμα δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακό. Τέλος, αφοπλιστική είναι και η μεταφορά του “Blood Count” του Strayhorn σε σόλο πιάνο. 
 
Δεν αποτελεί βέβαια έκπληξη που ο Vijay Iyer καταθέτει έναν ακόμα υπέροχο δίσκο. Το Break Stuff βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση, είναι ευρηματικό (τόσο στη γενική συλλογιστική του, όσο και στις επιμέρους αποτυπώσεις), είναι εκλεπτυσμένο διατηρώντας ταυτόχρονα έναν ζωηρό παλμό, ενώ είναι –εννοείται– γεμάτο με εξαιρετικά παιξίματα. Με λιγότερες λέξεις, πρόκειται για ένα κόσμημα υψηλής αισθητικής. 
 

{youtube}jX1IHReC_xg{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured