Στην Ελλάδα οι Green Day αντιμετωπίζονται ως συγκρότημα καλό και άγιο για να το ακούς ως τα 19-21 σου, πολύ απλοϊκό όμως για να καλύψει τις μετέπειτα ανησυχίες σου. Λες και το έπαιξαν ποτέ ως κάτι άλλο από suburbia boys που πήραν τον κωλοπαιδισμό τους και την ανάγκη τους να ροκενρολάρουν και τον πήγαν στη μισή υφήλιο. Προσωπικά, χόρεψα και χοροπήδησα με το Dookie (1994), μέσω όμως του υιού μου –καθώς έγιναν η αγαπημένη του μπάντα– έφτασα και στο American Idiot (2004): δίσκο με τον οποίο οι Αμερικανοί δεν έδειξαν μόνο την άνεσή τους στο πάντρεμα ορμής, ποπ αισθητικής και γρήγορης ανδρικής τεστοστερόνης, μα έφτασαν και στο ταβάνι της στιχουργικής πλοκής που μπορούσε να χωρέσει μέσα σε ένα τραγούδι με την υπογραφή Green Day. Από εκεί και πέρα, τέθηκε το ερώτημα πώς να κρατήσουν την κορυφή. Το ξέρουν και οι ίδιοι πολύ καλά, γι’ αυτό ίσως κατέφυγαν σε ένα από τα μεγαλύτερα promo των τελευταίων χρόνων και σε μια σειρά από έξυπνα βιντεοκλίπ για να κρατήσουν το ενδιαφέρον του κοινού στο 21st Century Breakdown (2009). 

Όταν λοιπόν ανακοινώθηκε η πρόθεση έκδοσης τριών δίσκων με τίτλους τα νούμερα 1, 2 και 3 στα ιταλικά και με τα πρόσωπα του κάθε μέλους σε έκαστο εξώφυλλο, πολλοί –αυτονόητα– έδειξαν δυσπιστία. Γιατί ναι μεν η μπάντα έλεγε ότι βρίθει από ιδέες αλλά οι περισσότεροι θεώρησαν ότι οι Green Day είδαν εαυτούς ως τους νέους… Ποιους νέους; Ανάλογο πράγμα δεν έχουν κάνει ούτε οι Rolling Stones, ούτε οι Clash –ουπς!

Εδώ είμαστε, διότι στο ¡Uno! θα ακούσετε τόσο Mick Jones στα ακόρντα που θα μειδιάσετε. Σαν να πήρε παραμάσχαλα όλα τα άλμπουμ των Βρετανών γιγάντων ο Billie Joe Armstrong και άρχισε να σκαρώνει δίσκο. Γι’ αυτό και πότε ακούς τις κιθάρες (Gibson Les Paul σε λαμπάτο ενισχυτή και πίσω στη μίξη με βάθος) του “Death Or Glory” σε τραγούδια όπως τα “Fell For You” και “Angel Blue” και πότε τον κλασικό τσίγκινο ήχο της Telecaster του Strummer –ειδικά στο “Rusty James”, όπου έχουν πάρει το μισό ριφ από το “Garageland”. Επίσης, τα Stones ανάποδα στο δεξί χέρι της κιθάρας στο “Kill The DJ” τα έχουμε ξανακούσει και στο Warning (2000), ενώ το “Oh Love” σχολιάζεται μεν διαδικτυακώς από τους fans ως «η πιο ροζ στιγμή της μπάντας», δείχνει όμως το πόσο οι οπαδοί αρέσκονται στην τυποποίηση: τέτοιες μελωδίες και τέτοιες αρμονίες έχουμε ξανακούσει από τους Green Day των τελευταίων 15 χρόνων.

Πάντως έγινε καλή κίνηση στο επίπεδο του mastering, μιας και οι Καλιφορνέζοι εμπιστεύτηκαν –για πολλοστή φορά– τον Ted Jensen, βετεράνο που δεν κολλάει τα αυτιά σου στον τοίχο από την ένταση και τις δυναμικές (όπως δυστυχώς συνηθίζεται τα τελευταία 6-7 χρόνια), αλλά αφήνει να ξεχυθεί ένας πιο φυσικός ήχος. Η παραγωγή, τέλος, ανήκει στην ίδια τη μπάντα και δεν θα έλεγε κάποιος ότι έκαναν κακή δουλειά, σε καμία περίπτωση. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, επίσης, το ¡Uno! πρέπει να είναι το άλμπουμ των Green Day με τα περισσότερα τραγούδια περί έρωτα. Και μάλιστα όχι μόνο του στυλ «μείνε-φύγε-πού πας;» αλλά και με μια πιο βαθιά ενατένιση του καίριου αυτού ανθρώπινου συναισθήματος. Είναι πια και τα χρόνια του Billie Joe πάνω από τα 40, οπότε μερικά ζητήματα θέτονται, καθώς φαίνεται, προς διαπραγμάτευση και επανεξέταση.

Αν είναι καλός ο δίσκος; Διασκεδαστικός, ναι. Μα τίποτε άλλο. Ένα βήμα μπροστά σε επίπεδο επιβίωσης, δύο βήματα πίσω σε επίπεδο δημιουργίας.  

 

{youtube}jW7VhkNqjnc{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured