Πιάνοντας στα χέρια μου το νέο cd του Μιχάλη Χατζηγιάννη δεν μπορώ να αρνηθώ τη θετική εντύπωση που μου άφησε το artwork: καλαίσθητο, πρωτότυπο και κυρίως pop, με τον αέρα μιας ακαταμάχητης φρεσκάδας. Από την άλλη δεν μπορούσε βέβαια από μόνο του το artwork να εξαλείψει με μιας τις αρνητικές εντυπώσεις από τις τελευταίες δισκογραφικές δουλειές του (7, Φίλοι Κι Εχθροί), ή από τις μέτριες συνθετικές του επιδόσεις σε άλμπουμ άλλων καλλιτεχνών. Ωστόσο, το Κολάζ αποδείχθηκε ανώτερο των (χαμηλών) προσδοκιών μου, μεταφέροντας τη φρεσκάδα του artwork και στο περιεχόμενό του: δεν θα βρείτε ούτε μία από τις έντεκα διασκευές να στερείται καινούργιας και ανανεωτικής ματιάς πάνω στο αρχικό κομμάτι,  χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι υπήρξαν σε κάθε περίπτωση επιτυχημένες.  Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι σε τραγούδια τα οποία θα μπορούσαν να θωρηθούν «επικίνδυνα» ή «δύσκολα» για τον Χατζηγιάννη, το αποτέλεσμα στάθηκε κάτι παραπάνω από αξιοπρεπές. Έτσι, το “Παραδόσου” των Κραουνάκη/Νικολακοπούλου, που αγαπήσαμε με τη Δήμητρα Γαλάνη, αποκτά μια blues/soft rock χροιά η οποία του πάει πολύ, ενώ η ίδια συνταγή ακολουθείται – με εξαιρετικά αποτελέσματα – και στον “Τηλεφωνητή” των Μικρούτσικου/Νικολακοπούλου (το πρωτοτραγούδησε η Χάρις Αλεξίου). Στις ευχάριστες στιγμές συμπεριλαμβάνονται ακόμα η pop εκδοχή της ερωτικής “Άννας” του Τάκη Μπουγά και του Γιάννη Καλαμίτση, καθώς και η επίσης pop, μα καθόλου ανάλαφρη, προσέγγιση στο “Ξημερώνει Κυριακή”, των Μίμη Πλέσσα/Λευτέρη Παπαδόπουλου, που έχει σημαδευτεί από τη φωνή του η Γιάννη Πουλόπουλου.  Αντίθετα, τα πράγματα αποδείχθηκαν δύσκολα σε ορισμένα κομμάτια που θα μπορούσαν να θεωρηθούν πιο κοντά στην αισθητική του Χατζηγιάννη – άρα και πιο «βατά» για να τα διασκευάσει. Δύσκολα εξηγείται η αβάσταχτη ελαφρότητα που απόκτησε το “Αν Είσαι…(Πως Θες Να Το Ξέρω)” των Σπανού/Καρύδη, με τα θριαμβευτικά πνευστά και τα τελείως παράταιρα γυναικεία φωνητικά. Μέτριες επίσης στάθηκαν οι επιδόσεις σε κλασικά ερωτικά τραγούδια όπως τα “Στη Λεωφόρο Της Αγάπης” και “Με Την Πρώτη Στάλα” – τραγουδισμένα από τους μετρ του ερωτικού ρεπερτορίου Γιάννη Πάριο και Φίλιππο Νικολάου αντίστοιχα – αλλά και στο “Δε Φταίμε Εμείς”. Από την άλλη, με το “Γελάς” του Τώνη Μαρούδα από τη δεκαετία του 1940 επανέρχεται με όμορφο τρόπο στο σήμερα, ενώ το λάτιν στοιχείο αποδεικνύεται απόλυτα ταιριαστό με τη Χιώτης-μάμπο αισθητική του “Δεν Θέλω Πια Να Ξαναρθείς” –πολύ καλό δε ερμηνευτικό συμπλήρωμα του Χατζηγιάννη η συμμετέχουσα Γλυκερία.  Γενικά, ο Χατζηγιάννης σηκώνει με επιτυχία το ερμηνευτικό βάρος, ακριβώς γιατί αποφεύγει να ανταγωνιστεί τις γνωστές και καταξιωμένες αρχικές ερμηνείες, επιλέγοντας να τραγουδήσει με έναν δικό του τρόπο, όχι ανατρεπτικό, άλλα σαφώς ιδιαίτερο. Την ίδια πολιτική ακολουθεί και στις ενορχηστρώσεις (τις οποίες επιμελήθηκε μαζί με τον Γιώργο Ζαχαρίου): δεν επιδιώκει καμία ανατροπή, αλλά εστιάζει στο προσωπικό στίγμα. Το στίγμα εκείνο που τόσο είχε αγαπηθεί σε δίσκους όπως η Παράξενη Γιορτή και το Κρυφό Φιλί), αλλά στη συνέχεια χάθηκε εντελώς.  Αποτελεί το Κολάζ μια καινούργια καλλιτεχνική επανατοποθέτηση του Χατζηγιάννη στα μουσικά πράγματα; Το ερώτημα τίθεται και από το μοναδικό καινούργιο του τραγούδι, το “Κρύψε Με” (σε στίχους Αντώνη Ανδρικάκη), αλλά η απάντηση διαφεύγει: αξιοπρόσεχτο μεν, φεστιβαλικών προδιαγραφών δε. Η απάντηση επαφίεται έτσι στην επόμενη φορά που θα ξαναχτυπήσει δισκογραφικά ο Χατζηγιάννης, με πρωτότυπο υλικό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured