Best Ambient of 2025

Δεν είναι απαραίτητα «τα καλύτερα» με τη στενή, εμπορική έννοια. Είναι τα άλμπουμ που επέμειναν. Εκείνα που γύρισαν ξανά και ξανά στα ηχεία μου, όχι επειδή τα κυνήγησα, αλλά επειδή με βρήκαν και μετά δύσκολα τα άφηνα. Σε μια χρονιά όπου η μουσική παράγεται και καταναλώνεται με ρυθμούς που δεν αφήνουν ίχνη, αυτά τα δέκα ambient άλμπουμ ξεχώρισαν γιατί έπαιξαν πιο πολύ, γιατί άντεξαν στον χρόνο, στην κόπωση, και στον θόρυβο γύρω μου.

Η ambient, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο είδος, δεν ζητά άμεση προσοχή. Ζητά συνύπαρξη. Ζητά να της δώσεις χώρο για να σε αλλάξει, έστω και ανεπαίσθητα. Και αυτά τα άλμπουμ το κατάφεραν, τουλάχιστον με μένα: έγιναν περιβάλλον, έγιναν σκέψη στο βάθος, έγιναν παύση όταν όλα έτρεχαν. Άλλα με ζεστασιά, άλλα με αυστηρότητα, άλλα με όμορφες αναμνήσεις και άλλα με καθαρή παρουσία.

Ανάμεσα σε δεκάδες κυκλοφορίες, αυτά επέστρεφαν σαν συνήθεια που δεν θέλεις να κόψεις. Και κάπως έτσι έγιναν αναγκαία.


Ida Urd & Ingri Høyland – Duvet (Balmat)

Oι Σκανδιναβοί Ida Urd και η Ingri Høyland αντιμετωπίζουν τον ήχο ως προέκταση του χώρου: σαν να στρώνεις ένα πάπλωμα πάνω στην καθημερινότητα για να τη μαλακώσεις όταν πέφτει πάνω σου. Εδώ όλα κινούνται προς τα μέσα, με κυρίαρχη μια θερμότητα αντί για το τοπίο, μια φροντίδα αντί για τη θέα. Οι οκτώ συνθέσεις ισορροπούν ανάμεσα στη μελωδία και την αφαίρεση, με ήχους που μοιάζουν να αναπνέουν: ηλεκτρονικά, πνευστά, ψίθυροι της φύσης στη Δανία, αναλογικές ταινίες. Και όλα συνυπάρχουν. Η μουσική λειτουργεί σαν ήπια αρχιτεκτονική που χτίζει χώρο για σκέψη, ξεκούραση και συνύπαρξη. Απλό στην επιφάνεια, βαθύ στην υφή, το Duvet είναι από εκείνα τα άλμπουμ μέσα στα οποία μπορείς να μείνεις πολλά χρόνια. Ένα από τα πιο ουσιαστικά ambient της χρονιάς.

Natasha Pirard – Fernande, Cécile (DEEWEE)

Το Fernande, Cécile ακούγεται σαν οικογενειακό άλμπουμ που ξεφυλλίζεται χωρίς λέξεις. Στην πρώτη πλευρά, η μνήμη της γιαγιάς, στη δεύτερη της μητέρας. Η Natasha Pirard μετατρέπει την ανάμνηση σε ήχο, με μια λεπτότητα που δεν εκβιάζει τη συγκίνηση, αλλά την αφήνει να αναδυθεί από μόνη της. Η παραγωγή των David και Stephen Dewaele (Soulwax) είναι σχεδόν αόρατη, δίνει απίστευτο χώρο και ακρίβεια τα synths, το βιολί και τα field recordings να αναπνέουν φυσικά. Μετά υπάρχει ένα πιάνο που διαλύεται στον αέρα, πουλιά, θρόισμα, επαναλήψεις που λειτουργούν σαν τελετουργία αγάπης και επιμονής. Το κομμάτι "Buisson de mûres" ξεχωρίζει, με synths που πάλλονται σαν καρδιά και ηχώ ταυτόχρονα. Ένα ambient έργο μνήμης, εύθραυστο και βαθιά ανθρώπινο, που αποτυπώνει το τρέμουλο ανάμεσα στο "θυμάμαι" και στο "γίνομαι".

Aris Kindt – Now Claims My Timid Heart (Quiet Time)

Η επιστροφή των Francis Harris και Gabe Hedrick ως Aris Kindt μοιάζει με ένγράμμα που δεν προοριζόταν ποτέ να διαβαστεί. Το Now Claims My Timid Heart δεν επενδύει στη μελωδία αλλά στον dub μπάσο τόνο, στη διάρκεια, στη λεπτή ψυχρότητα που γεννά συναίσθημα ακριβώς επειδή δεν το εκβιάζει. Οι συνθέσεις απλώνονται αργά, με loops βυθισμένα σε σύνθετο reverb, μέχρι να πάψουν να ακούγονται σαν κομμάτια και να λειτουργούν ως περιβάλλοντα. Υπάρχει μια καφκική αίσθηση εγκλεισμού: χώροι ιδιωτικοί, σχεδόν αεροστεγείς, όπου η οικειότητα συνυπάρχει με την απόσταση. Το "Letters to Felice" ξεχωρίζει με μια παράδοξη φωτεινότητα, ενώ κομμάτια όπως τα "Time Measures" και "They Have the World Behind Them" κινούνται ανάμεσα στον μηχανικό παλμό και την εύθραυστη αναπνοή. Αυστηρό, λιτό, σχεδόν αποστειρωμένο, το άλμπουμ ξεδιπλώνεται με χειρουργική ψυχραιμία και έτσι η ambient γίνεται μια εσωτερική αλληλογραφία πιο ανθρώπινη, αλλά καλά σφραγισμένη.

William Tyler – Time Indefinite (Psychic Hotline)

Το Time Indefinite είναι και δεν είναι «δίσκος κιθάρας». Περισσότερο παραμένει ένας χάρτης ψυχικής κατάστασης. Ο William Tyler, με θητεία στις κιθάρες των Lambchop και των Silver Jews πριν ακολουθήσει σόλο καριέρα, παίρνει την κιθάρα ως αφετηρία και τη διαλύει μέσα σε tape hiss, field recordings, drones και εύθραυστες μελωδίες που μοιάζουν να παλεύουν να σταθούν όρθιες. Γραμμένο στις αρχές της πανδημίας, με πρόχειρα μέσα και συνειδητή αποδοχή της παραμόρφωσης, το άλμπουμ αγκαλιάζει την αβεβαιότητα αντί να την «καθαρίσει». Οι συνθέσεις κινούνται διαρκώς ανάμεσα στη σύγκρουση και την παρηγοριά: από την μηχανική ανησυχία του ανοίγματος μέχρι τη λυτρωτική απλότητα του "Held". Ambient, folk, electroacoustic και ένα χαμένο αμερικανικό όνειρο συνυπάρχουν χωρίς καμία ιεραρχία. Ένα από τα πιο ειλικρινή και ανθρώπινα ambient άλμπουμ της χρονιάς.

Whatever The Weather – Whatever The Weather II (Ghostly International)

Με το Whatever The Weather II, η Loraine James επιστρέφει στο πιο εσωστρεφές της alter ego και παραδίδει ένα από τα πιο ζωντανά ambient άλμπουμ της χρονιάς. Εδώ, ο ήχος λειτουργεί σαν το κλίμα: μεταβαλλόμενος, απρόβλεπτος, οργανικός. Υφές, field recordings και αποσπασματικοί ρυθμοί ρέουν φυσικά, χωρίς την ανάγκη έντονης δομής ή κορύφωσης. Οι συνθέσεις, βαφτισμένες με βάση τη «συναισθηματική θερμοκρασία» της στιγμής, κινούνται ανάμεσα σε ζεστή ατμόσφαιρα και μια πιο απόκοσμη διακριτική ένταση. Granular synths, σπασμένα beats, ανθρώπινοι ήχοι και μια αναλογική αίσθηση συνθέτουν έναν κόσμο που μοιάζει αυθόρμητος αλλά στην πραγματικότητα, αν ακούσεις πιο προσεκτικά, είναι βαθιά ελεγχόμενος. Ένα ambient άλμπουμ με αίσθηση ροής και εποχικής μετάβασης, παιχνιδιάρικο, εύθραυστο και απολύτως σύγχρονο.

Markus Guentner – Black Dahlia (Affin)

Στο Black Dahlia, ο βετεράνος Markus Guentner μετατοπίζει διακριτικά το κέντρο βάρους του ήχου του χωρίς να χάνει την ταυτότητά του. Το άλμπουμ κινείται σε πιο σκοτεινά, και πιο πειραματικά εδάφη, εκεί όπου η ambient συναντά τον υπόγειο παλμό και το sound design αποκτά μια πιο αφηγηματική διάθεση. Όλα τα κομμάτια λειτουργούν σαν ηχητικά στιγμιότυπα με υπόγειους ρυθμούς που αναπνέουν, μελωδίες που αιωρούνται απειλητικά και ατμόσφαιρες που πυκνώνουν αργά, με λιγοστές δραματικές εξάρσεις. Ο Guentner εννοείται ότι δεν θέλει πια να εντυπωσιάσει, θέλει να σε υπνωτίσει για να σε κρατήσει στον υπέροχο ηχητικό κόσμο του. Η παραγωγή είναι καθαρή αλλά όχι αποστειρωμένη, αφήνοντας χώρο στη σκιά και την αβεβαιότητα. Το Black Dahlia είναι ένα ώριμο, εσωτερικό έργο γεμάτο ambient με ένταση, και ηλεκτρονική μουσική που δεν σε μεταφέρει μόνο αργά στον χρόνο, αλλά κυριολεκτικά σε μεταμορφώνει.

Jefre Cantu-Ledesma – Gift Songs (Mexican Summer)

Υπάρχει μια αναμφισβήτητη μαγεία σε αυτό το ταπεινό έργο που με έκανε να το ακούω ξανά και ξανά μέσα στη χρονιά, όπως το άλμπουμ των Necks. Όποτε χρειαζόμουν κάτι ηχητικά αντίστοιχο μιας χαλαρωτικής κουβέρτας, σπάνια αντιστάθηκα στον πειρασμό του εθιστικού 20λεπτου κομματιού στην Α πλευρά, "The Milky Sea". Ο Jefre Cantu-Ledesma συμπυκνώνει πνευματική πρακτική, την ηχολογία της φύσης και το συλλογικό παίξιμο σε πέντε μινιμαλιστικές κινήσεις που αναπνέουν χρόνο και χώρο. Κιθάρα, modular synths, πιάνο, κρουστά και έγχορδα συνυπάρχουν χωρίς καμία ιεραρχία, με τις μικρομεταβολές να οδηγούν τη φόρμα, σαν μια βόλτα στο σούρουπο, σαν το νερό που αλλάζει ρυθμό πάνω στα κύματα. Η συνεργατική διαδικασία αφήνει τα όργανα να μιλήσουν με την κάθε ανθρώπινη ατέλειά τους, ενώ οι αραιές δομές, ιδίως στα "Gift Song I–III", ανοίγουν χώρους σιωπής και συγκέντρωσης. Το κλείσιμο, "River that Flows Two Ways", φωτίζει αργά, με μακρόσυρτους τόνους που αιωρούνται. Στην ψηφιακή έκδοση του Bandcamp υπάρχει και το 60λεπτο bonus track "September", που κυκλοφόρησε το φθινόπωρο μόνο του. Ένα μοναδικό έργο ήρεμης δύναμης και βαθιάς ενσυναίσθησης με ambient μουσική που θα σε κρατήσει μαζί της για πολύ καιρό. 

Purelink – Faith (Peak Oil)

Οι Purelink είναι ένα electronic τρίο που κινείται στο μεταίχμιο ambient, dub techno και υπόγειας club κουλτούρας. Δημιουργήθηκαν το 2020 από τους Tommy Paslaski (Concave Reflection), Ben Paulson (kindtree) και Akeem Asani (Millia), αρχικά με έδρα το Σικάγο αλλά πλέον δρουν στη Νέα Υόρκη. Η μουσική τους είναι ταυτόχρονα στοχαστική και σωματική. Στο Faith ανοίγουν τον ήχο τους χωρίς να χάνουν το κέντρο βάρους τους: το soundsystem. Περισσότερα ακουστικά όργανα, εκτεθειμένα φωνητικά και μια ambient ρευστότητα που ξεπλένει dub techno, 90s drum ’n bass και διακριτική trance ευφορία. Οι συνεργασίες με τη Loraine James (Whatever The Weather) και την spoken word καλλιτέχνιδα Angelina Nonaj λειτουργούν ως εμμονές της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στις διαλυμένες υφές τους. Οι ρυθμοί παραμένουν υποδόριοι, συχνά σαν καρδιακός παλμός ("Kite Scene"), ενώ αλλού θολώνουν σε ονειρικά ίχνη ("Yoke"). Το υπέροχο κλείσιμο του άλμπουμ που φέρνει στο μυαλό τις καλύτερες rave νύχτες των 90s, "Circle of Dust", βρίσκει την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην κίνηση, τις ανάσες και την ελπίδα. Εδώ, λοιπόν, έχουμε ambient που θυμάται το dancefloor, και που το κάνει με πίστη.

Almost An Island – Almost An Island (Past Inside The Present)

Το Almost An Island σηματοδοτεί την πρώτη συνεργασία μεταξύ του μουσικού και παραγωγού Kenneth James Gibson και του ζευγαριού James και Cynthia Bernard. Η καριέρα του Gibson είναι ένα μωσαϊκό ήχων και ιδεών, τόσο ποικίλο που θα μπορούσε να μοιάζει με το έργο πολλών καλλιτεχνών, αλλά είναι αναμφισβήτητα δικό του. Από τη ψυχεδελική folk των Bell Gardens (με τον αείμνηστο Brian McBride των Stars of the Lid), μέχρι την υπέροχα κατακερματισμένη ηλεκτρονική μουσική των Eight Frozen Modules, τα σόλο άλμπουμ ατμοσφαιρικής μουσικής και ένα πρότζεκτ με country επιρροές, το έργο του δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί εύκολα. Είναι λοιπόν λογικό που βρήκε δημιουργική συγγένεια στον James Bernard, ένα μακροχρόνιο στέλεχος της ambient σκηνής του Λος Άντζελες (το ντεμπούτο άλμπουμ του Atmospherics κυκλοφόρησε στην Rising High Records το 1994). Η Cynthia Bernard, γνωστή και ως marine eyes, χτίζει σιωπηλά τον δικό της κόσμο από το 2021, με ποιμενική ambient, γεμάτη αντήχηση. Το Almost An Island είναι ambient με αμερικανικό υπόγειο νεύρο: κιθάρες, φωνές, pedal steel και synths αιωρούνται σαν μνήμη που αρνείται να σταθεροποιηθεί. Τίποτα δεν βιάζεται, όλα αφήνονται να ξεδιπλωθούν με υπομονή. Η παραγωγή αγκαλιάζει τη σιωπή: tape hiss, θολές υφές και φαντασματικές μελωδίες δημιουργούν έναν ηχητικό χώρο ταυτόχρονα γνώριμο και κινηματογραφικό. Κομμάτια όπως το "What Got Us To Our Feet" και το "Quadrivium" κορυφώνονται χωρίς δραματισμό, με συναισθηματικό βάθος που προκύπτει από τη συσσώρευση, όχι την ένταση.

Emily A. Sprague – Cloud Time (RVNG. Intl)

Το Cloud Time είναι ένα ημερολόγιο σε κίνηση. Η Emily A. Sprague ηχογραφεί αυτοσχεδιασμούς επιτόπου, στη διάρκεια της πρώτης της περιοδείας στην Ιαπωνία το φθινόπωρο του 2024, και τους αφήνει να παραμείνουν όπως γεννήθηκαν: ευάλωτοι, παρόντες, ανεπανάληπτοι. Οι ήχοι μοιάζουν με καρτ ποστάλ από το «τώρα»: αναπνοές, υφές, μικρές κινήσεις που αποκτούν νόημα επειδή δεν επαναλαμβάνονται. Eδώ υπάρχει μια συνεχής διαδρομή. Μια ήσυχη πνευματικότητα χωρίς τελετουργία, όπου η μουσική λειτουργεί ως ανταλλαγή ενέργειας. Λιτό, ανοιχτό και βαθιά ειλικρινές, το Cloud Time κλείνει τη χρονιά με ambient που θυμίζει γιατί η παρουσία έχει ακόμα βάρος.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured