Φτάσαμε αργά. Όχι επειδή δεν θέλαμε. Αλλά επειδή αργήσαμε. Αλλά και γιατί κάπως έτσι συμβαίνει πάντα με τα σπουδαία. Ήταν ένα τελευταίο ρεφρέν, εκείνο το ξεσπάσμα που δεν χρειάζεται εισαγωγή, ούτε εξήγηση. Οι κιθάρες σαν βόμβος, η φωνή να σκίζει κι εμείς, οι "αργοπορημένοι", να χωράμε ξαφνικά στο πιο έντονο κομμάτι της τελετουργίας των Sprints.
Λίγη ώρα αργότερα, κάτω τον απογευματινό ουρανό της Πλατείας Νερού, πριν ακόμα η νύχτα πέσει σαν μπέρτα πάνω από την Αθήνα, οι Glass Beams εμφανίστηκαν σαν τρία χαμένα ξωτικά από κάποιο μαγικό δάσος, που έφτασαν στην Αθήνα για να χαρτογραφήσουν αστρικά τοπία με μια ρυθμική κιθάρα, ηλεκτρικό μπάσο, κάποια καλά κρυμμένα συνθεσάιζερ και μια ενωμένη ρυθμική καρδιά που χτυπούσε σαν μάντρα.
Με τις χρυσοποίκιλτες μάσκες τους να αστράφτουν στη σκηνή σαν αρχαία ιερατικά τοτέμ, οι τρεις μουσικοί από τη Μελβούρνη δεν μίλησαν καθόλου. Κι όμως, είπαν τα πάντα. Από την πρώτη νότα του "Mahal" μέχρι την πρώτη βουτιά στο φως του "Horizon" και μέχρι το αστρικό τους αντίο με ένα άγνωστο (για εμένα κομμάτι), κάθε παίξιμό τους ήταν σαν να έτρεχε αργά πάνω σε παλλόμενα υφάσματα φωτός, ψυχεδελικό, εκστατικό, και ακριβές.

Η πρώτη αίσθηση από την μπάντα θα έλεγα ότι δεν ήταν τόσο «συναυλιακή», όσο τελετουργική. Ο κόσμος δεν άργησε να συγχρονιστεί με την παλλόμενη ραχοκοκκαλιά του ρυθμού και του μπάσου, κάτι τόσο έντονο που στα πρώτα κομμάτια σχεδόν έθαβε τις κιθαριστικές μανούβρες του Rajan Silva, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία, γιατί ο κόσμος κουνιόταν, χόρευε μέχρι που σε κάποια στιγμή αιωρούνταν, σαν να μετατράπηκε για λίγο το τσιμέντο της Πλατείας Νερού σε κινούμενη πίστα και η μουσική σε προσευχή.
Οι Glass Beams έπαιξαν και τα εννέα κομμάτια των δύο EPs τους, Mirage και Mahal, αλλά σε εκτεταμμένες εκδοχές τόσο μεθυστικές που έμοιαζαν με όνειρα που έχουμε ξαναδει και που επιστρέφουν, αλλά όχι ίδια. Αλλιώς τονισμένα, αλλιώς φωτισμένα, σαν αναμνήσεις μιας ζωής που ίσως δεν ζήσαμε. Κι αν τα κομμάτια έμοιαζαν γνωστά, η εκτέλεσή τους έδινε την αίσθηση ότι τα ανακάλυπτες πρώτη φορά μέσα από έναν υπνωτικό φακό σαν να τα ψιθύριζε η χρυσή πέτρα στο video-wall και όχι η μπάντα από τη σκηνή.

Μια ιδιαίτερη στιγμή; Οι στιγμές σιωπής του μπάσου. Η μπασίστρια (χρυσή παρουσία αλλά σκοτεινή, αγέρωχη, με εκείνο το κρυμμένο βλέμμα πίσω από την μάσκα, σαν ιέρεια ενός ναού που ξέρει περισσότερα απ’ όσα λέει) άφηνε συχνά τα χέρια της να απομακρύνονται απ’ τις 4 χορδές και σχεδόν τελετουργικά, αφοσιωνόταν στις γεννήτριες των synths. Ήταν εκείνες οι στιγμές που ο ρυθμός χανόταν για να επιστρέψει σαν παλίρροια, όχι σαν παλμός για χορό αλλά σαν κύμα συλλογικής μεταμόρφωσης. Ο ήχος απλωνόταν χωρίς κέντρο, ένα ambient funk χωρίς βαρύτητα (αλγοριθμικά συγγενικό με εκείνο των Thievery Corporation), και το κοινό (σώματα σε χαμηλή περιστροφή, βλέμματα στραμμένα αλλού) αφηνόταν, σαν να διάβαζε μουσική από τ’ αστέρια (που δεν είχαν βγει ακόμα).
Ωστόσο, ήταν τελικά, μια συναυλία που δεν είχε αρχή ή τέλος, αλλά μόνο μεταμορφώσεις. Και η μπασίστρια, εκείνη την ώρα που δεν έπαιζε, ήταν πιο παρούσα από ποτέ. Έκλεισαν με το ινδικό acid house κομψοτέχνημα που δεν το ήξερα, και ήταν σαν να μας αποχαιρετούσαν απ’ το δικό τους αστρικό σύστημα.

Οι Glass Beams δεν χρειάστηκαν ούτε λέξη. Αφήνοντας πίσω τους μόνο δόνηση και ένα αδιόρατο χρυσό χαμόγελο, απέδειξαν πως η σιωπή, όταν συνοδεύεται από τέτοια μουσική, λέει τα πάντα.
Και η νύχτα έπεσε. Και οι IDLES βγήκαν για να σπείρουν αγάπη, με την ένταση μιας χειροβομβίδας που σκάει στο κέντρο της καρδιάς. Με ιδρώτα, οργή και ευαισθησία τυλιγμένη σε θόρυβο. Ένας πανκ ύμνος στη ρωγμή. Ένα πανηγύρι για όλα όσα πονούν και όμως αντέχουν. Οι κιθάρες τους, γρατζουνιές φωτός σε μια εποχή που καταρρέει. Η φωνή του Talbot, σαν να ουρλιάζει ο ίδιος ο χρόνος, σαν να σου λέει είσαι εντάξει κι όταν δεν είσαι.
Το κοινό, ένα κύμα, ώμοι που χτυπιούνται σε ασύγχρονο πόγκο, μάτια που δακρύζουν, φωνές που ουρλιάζουν για κάτι που δεν έχει όνομα αλλά όλοι το νιώθουν. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στις συντριβές, ξεπηδούσε μια νέα τρυφερότητα. Αγκαλιές στα pits. Χέρια στον αέρα, όχι από εκστασιασμό, αλλά από ανάγκη για σύνδεση. Οι IDLES τα έδωσαν όλα, ξεριζώνοντας τα ψέματα απ' το μυαλό μας και φυτεύοντας μια αλήθεια που καίει. Και την τραγουδάς. Γιατί δεν έχεις άλλη επιλογή.

Όπως έχω ξαναπεί, οι IDLES είναι ότι πιο μαζικό, αληθινό πανκ υπάρχει εκεί έξω στη ζούγκλα της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας. Δεν είμαι φαν των άλμπουμ τους, προτιμώ να τους ακούω ζωντανά, και χθες στην τρίτη συνάντησή μας θα τολμήσω να πω ότι με μάγεψαν. Όχι επειδή ήταν ακόμα πιο τίμιοι (και σαν μουσικοί ένας-ένας, και σαν μπάντα ενωμένη) αλλά επειδή χθες ήταν απίστευτα "γκρουβάτοι" (και όχι τόσο χαοτικοί) ακόμα και μέσα στον βιομηχανικό θόρυβο του "POP POP POP".
Ως γνωστόν, βέβαια, όλοι ξέρουμε ότι υπάρχουν στιγμές που δεν μοιάζουν απλώς με συναυλίες, αλλά με συλλογικά ξεσπάσματα ύπαρξης. Η εμφάνιση των IDLES στην Πλατεία Νερού δεν ήταν απλώς εκρηκτική, ήταν μια τελετή κάθαρσης, ένα πανκ ευαγγέλιο φωνής, ιδρώτα, αγάπης και τρυφερότητας. Από το πρώτο δευτερόλεπτο, ήταν φανερό πως το κουιντέτο από το Μπρίστολ δεν ήρθε να διασκεδάσει το κοινό, αλλά να το ενώσει μέσα από την οργή του. Μια οργή μεταποιημένη σε κάλεσμα για συμπόνια, αγάπη και κοινότητα, το πιο παράδοξο, αλλά και πιο ανθρώπινο, μήνυμα που μπορεί να γεννήσει το πανκ σήμερα.

"Αre you ready to love?"... "Vivaaaa Palestinaaaaaa!"
Ο Joe Talbot, άλλοτε σαν πληγωμένο θηρίο και άλλοτε σαν αδερφός που κρατά σφιχτά το κοινό στην αγκαλιά του, φώναζε όχι ενάντια στον κόσμο, αλλά υπέρ του. Με ένα βλέμμα που έμοιαζε να λέει: «σ’ ακούω, αδελφέ μου, ακόμα κι αν δεν έχεις φωνή να φωνάξεις».
Τα τύμπανα χτυπούσαν σαν συναγερμός, οι κιθάρες στρίγγλιζαν σαν χαραγμένες πληγές, κι όμως κάθε χάος ήταν τόσο προσεκτικά φτιαγμένο, όλα τα κομμάτια τόσο υπέροχα διαλεγμένα για να στήσουν ένα βαθιά συναισθηματικό μήνυμα, που έμοιαζε σχεδόν οικείο. Σαν να βλέπεις τη βία του κόσμου να λυγίζει μπροστά στην απλή πράξη του να μοιραστείς αυτό το γαμημένο φορτίο των καθημερινών ειδήσεων, χορεύοντας/πηδώντας πάνω κάτω μέχρι τελικής πτώσης.

Η Αθήνα πήρε ένα πολύ ηχηρό μήνυμα με τη χθεσινή συναυλία. Ο κόσμος, φεύγοντας από εκεί θα μπορούσε να σηκώσει και μια νέα επανάσταση (εάν ήθελε), γιατί τόσο φτιαγμένους, τόσο ενωμένους, τόσο ζωντανούς τους άφησαν οι IDLES. Μια μπάντα σαν αλλόκοτοι προφήτες ενός ιερού θορύβου που ήρθε όχι για να γαληνέψει τον κόσμο, αλλά για να του θυμίσει πόσο άγριος, όμορφος και ικανός είναι ΑΝ ξυπνήσει. Αν σηκωθεί. Αν καταφέρει να ραγίσει τον τοίχο.

Ναι, νομίζω ότι η Αθήνα τους κατάλαβε, καλύτερα αυτή τη φορά. Τους απάντησε με κραυγές, με δάκρυα, με επαναστατικά χαμόγελα και με πολλά συντονισμένα "Free, free, Palestine". Οι IDLES άφησαν ρωγμές σε ένα σκηνικό που μας νανουρίζει καθημερινά, έδωσαν ένα αξέχαστο δώρο στην Κάτια, Μάτια (δεν το έπιασα το όνομα), που της τραγουδήσαμε όλοι συντονισμένοι χρόνια πολλά και γκρέμισαν ό,τι μπορούσαν για να μπει λίγο όμορφο φως στις ζωές μας. Φως που ίσως, κάποια νύχτα σαν τη χθεσινή, να γίνει ξανά φωτιά.
Κι αυτή η βραδιά, στο Release Athens 2025, θα μείνει στην ιστορία, όχι απλά σαν μια από τις καλύτερες και αξέχαστες συναυλίες του φετινού καλοκαιριού. Όχι σαν ηχητικό γεγονός. Αλλά σαν συναισθηματικό φράγμα που έσπασε, αφήνοντας πίσω του μόνο αλήθεια.



