Υπάρχουν συναυλιακές στιγμές που ξεχωρίζουν στο μυαλό σου. Άλλες για την ένταση, άλλες για την ατμόσφαιρα, άλλες για τους ανθρώπους με τους οποίους τις μοιράστηκες. Η 8η Ιουνίου στο Λυκαβηττό τα είχε και τα τρία, όταν δύο συγκροτήματα με εντελώς διαφορετικές αφετηρίες αλλά κοινή πρόθεση να παραδώσουν στο κοινό που βρέθηκε εκεί, μια πολυσυλλεκτική εμπειρία που διαπερνά εμφανώς τα όρια της παραγωγής καλής μουσικής.
Οι Maruja, ένα απ’ τα αγαπημένα μου πλέον βρετανικά κουαρτέτα με τις έντονες punk / noise επιρροές, μπλεγμένες με jazz υβρίδια και το καταιγιστικό σαξόφωνο του Joe να ανασαίνει πολιτική και ψυχεδελική μανία σχεδόν καθ’όλη τη διάρκεια της εμφάνισής τους, ξεπηδήσανε στη σκηνή και μας έκοψαν εισιτήριο εισόδου ανεπιστρεπτί στο δικό τους καθαρτικό και φρενήρες show.
Με το “The Invisible Man”, έστησαν το σκηνικό της βραδιάς: ένταση που κουρδίζεται αργά, μέχρι να ξεχειλίσει.
Στα “Break the Tension” και “Zeitgeist”, η μπάντα μας κάλεσε να γίνουμε συμμέτοχοι. Οι εναλλαγές ρυθμού, τα σπασμένα φωνητικά του Harry Wilkinson, και το διαπεραστικό σαξόφωνο του Joe Carroll εξέγειραν μια μουσική συλλογικότητα, σχεδόν τελετουργική. Δεν ήταν απλώς τα circle pits που μας προσκάλεσε ο Joe λίγο αργότερα να δημιουργήσουμε χωρίζοντας το κοινό στα δύο για να γίνει ο λεγόμενος «χαμούλης» - σε εκείνο το σημείο ένιωσα πως πρέπει να ανέβω στις κερκίδες για να αφουγκραστώ καλύτερα αυτό που βλέπω. Στον κρατήρα του Λυκαβηττού, οι κορυφώσεις στα κομμάτια τους λειτούργησαν σαν σεισμική δόνηση για όσους θελήσαμε πραγματικά να νιώσουμε. Το “Free Palestine!” που ξεπρόβαλε άλλοτε διακριτικά, άλλοτε εκκωφαντικά — είτε με φωνές, είτε με την παλαιστινιακή σημαία αυτή καθ’ αυτή δεν αποτέλεσε μόνο ένα σύμβολο διαμαρτυρίας, αλλά μια αδιαπραγμάτευτη συνέχεια της καλλιτεχνικής τους πρότασης. Άλλωστε, δεν φοβούνται να είναι ευθείς. Δεν παίζουν με ασφαλείς αποστάσεις. Μιλούν, φωνάζουν, στέκονται – κι αυτό είναι μέρος της τέχνης τους. Το “Kakistocracy” επίσης βροντοφώναξε αλληλεγγύη – όχι απλώς ως πολιτικό σύνθημα, αλλά ως υπαρξιακή αναγκαιότητα. Ο Harry, με βλέμμα καρφωμένο στο κοινό σταμάτησε τη μουσική για λίγα δευτερόλεπτα και μίλησε με ύφος σχεδόν δογματικό: “Join us on this trip of solidarity and love”. Και ναι, εκείνη τη στιγμή ανατριχιάσαμε.
Και παρ’ όλα αυτά γυρνάω στην παραπάνω παραδοχή – λίγοι το νιώσαμε αληθινά. Το κοινό, με εξαίρεση κάποιους μπροστάρηδες της πρώτης γραμμής, έμεινε κατά τόπους παθητικό. Σαν να παρακολουθούσε κάτι όμορφο αλλά όχι επείγον. Σαν να μην κατάλαβε ότι οι Maruja δεν παίζουν με πάθος κι επιθετικότητα απλώς για να εντυπωσιάσουν, αλλά για να μας ταρακουνήσουν βαθιά για όλη τη μαυρίλα που ρουφάμε και βιώνουμε.
Η εμφάνισή τους αυτή σε ανοικτό χώρο, απέδειξε πρώτον πόσο πολύ τους πάει και δεύτερον πως είναι μια μπάντα σε πλήρη άνοδο. Δεν πρόκειται για άλλη μια “εναλλακτική” ιστορία από το Manchester ούτε απλώς για το επόμενο “next big thing”. Για την ακρίβεια όπως το βλέπω εγώ, δε χρειάστηκε ποτέ να περάσουν απ’ αυτό το στάδιο. Απ’ την αρχή τους μέχρι και την πιο πρόσφατη περιοδεία τους λειτουργούν σαν μια μπάντα που ήδη βρίσκεται εκεί που πρέπει να είναι – χωρίς υπερπροσπάθεια να τραβήξουν τα βλέμματα, χωρίς ανάγκη να χωρέσουν σε καμία βιτρίνα ανακάλυψης του Spotify. Ο ήχος τους δεν είναι «πολλά υποσχόμενος», είναι ολοκληρωμένος και η σκηνική τους παρουσία είναι άκρως επιτακτική και σπάνια σε ένα industry που σταδιακά καταπνίγει τα μεγάλα ταλέντα. Η ακατέργαστη, αυθεντική οργή και το πάθος με το οποίο παίζουν, είναι συνώνυμα της υπερδιέγερσης που απαιτεί η επιβίωση στη σύγχρονη, δυστοπική πραγματικότητα. Κι αυτό δεν προμοτάρεται, αυτό απλώς συμβαίνει.
Δεν θα μπορούσαμε να είχαμε ζητήσει καλύτερη προθέρμανση, για να υποδεχθούμε τους TV On The Radio επί σκηνής και τoν Tunde Adebimpe να παίρνει τη θέση του περίπου στο κέντρο του stage, θυμίζοντας στους παλιούς τον «nerdy Νεοϋορκέζο της late-night αμερικάνικης τηλεόρασης». Οι TV On The Radio ήταν από την απαρχή τους σχεδόν αδύνατο να χωρέσουν σε καλούπια κατηγοριοποίησης και μουσικών ειδών. Η αρχιτεκτονική του συγκροτήματος απ’ την κυκλοφορία του Young Liars, παραπέμπει σε μία διαχρονική φυσιογνωμία ταυτόχρονα αχανή κι οικεία στον μέσο ακροατή, ενώ τα ίδια τα μέλη της μπάντας δεν έχουν φοβηθεί να πειραματιστούν, να εξελιχθούν, να κάνουν παύσεις, να θρηνήσουν σιωπηλά, να μεταμορφωθούν και να συνεχίσουν να εκφράζονται. Ο Tunde Adebimpe, ο Dave Sitek, ο παραγωγός-μαέστρος πίσω από τα πιο σύνθετα στρώματα του ήχου τους, και τα υπόλοιπα μέλη έφτιαξαν μια σχολή μουσικής ελευθερίας, όπου κάθε τραγούδι είναι ένα πειραματικό εργαστήριο. Το set τους στο Λυκαβηττό κάλυψε πλήρως τις προσδοκίες των περισσότερων, αν όχι όλων: των παλιών, των νέων, των ενδιάμεσων, των so and so... Με κομμάτια όπως τα “Golden Age” και “Lazerray” και “Halfway Home” καλλιέργησαν ένα συναισθηματικό roller-coaster νοσταλγίας. Στο άκουσμα του “Wolf Like Me” άφησα και πάλι πίσω μου τις κερκίδες στις οποίες είχα θρονιαστεί λόγω της κούρασης των ημερών, για να πιάσω τη δικιά μου γωνιά χορού παρατηρώντας τον φωτισμό να λούζει το πρόσωπο του Adebimpe σαν χρυσό άγαλμα. Εφηβικές αγάπες, πρόσκαιροι καλοκαιρινοί έρωτες και συναισθηματικές περιπετειούλες πέρασαν από μπροστά μου σαν ταχυκίνητο φίλμ αναμνήσεων καθώς ερμήνευαν το “Could You”…Look to love someone /Look to love somebody, name you never heard of, κοιτούσα τριγύρω μου τους ανθρώπους, με κάποιους τα βλέμματα συναντήθηκαν, κάποιους τους έψαχνα, με κάποιους χάθηκαν τόσο γρήγορα όσο συναντήθηκαν αλλά το ρεφρέν παρέμεινε, εκεί αλώβητο. Οι TV On The Radio συνέχισαν να λούζουν τη σκηνή με τη λάμψη τους -δείχνοντας ετεροχρονισμένοι αλλά με ένα τόσο γοητευτικό τρόπο που καθόλου δεν μου ξένισε μέχρι να φτάσουν στο δικό τους encore με το ένδοξο “Staring at the Sun” που φώτισε συναισθηματικά το δικό τους φινάλε.
Το Plisskën στάθηκε αφορμή δύο μπάντες με διαφορετικές καταβολές, να χαράξουν μια κοινή κατεύθυνση: να πουν κάτι αληθινό. Οι Maruja, απολαμβάνοντας την ακμή τους, έδειξαν για μία ακόμα φορά γιατί θεωρούνται μία από τις πιο ιντριγκαδόρικες, φρέσκες παρουσίες της βρετανικής σκηνής. Οι TV on the Radio, με το βάρος της εμπειρίας, παρέδωσαν ένα σετ που έμεινε – όχι για το show, αλλά για τη λεπτότητα και τη νοσταλγία με την οποία άγγιξε τους διαχρονικούς εκείνους fans της γενιάς τους και όχι μόνο.