Το σημαντικότερο και μάλλον ελαφρώς ξεχασμένο σε σχέση με την παρουσίαση της ζωντανής μουσικής (απόλυτα φυσιολογικό, μέσα στο τρεχαντήρι των αισθητικών εξελίξεων), είναι η ίδια η μουσική. Πολλές φορές το λησμονούμε, τείνοντας να πηγαίνουμε προς τη μεριά του θεάματος, το οποίο βέβαια επιτελεί μια καθ' όλα ιερή λειτουργία. Αλλά, ακριβώς επειδή μιλάμε πρωτίστως για μουσική και παρουσίαση αυτής, ο ήχος, η νότα και η αισθητική έχουν την πρωτοκαθεδρία, πέρα από την όποια αμφιβολία ή αντίρρηση εγείρει κανείς.

Το βράδυ της Τετάρτης, ο Terry Riley ανέλαβε να το υπενθυμίσει σε όλους μας. Μην νομισθεί ωστόσο ότι ο Αμερικανός δημιουργός αγκιτατορίζει, είτε μέσω δηλώσεών του (εντός και εκτός συναυλιακού χώρου), είτε κινούμενος πάνω στη σκηνή ως διδάσκαλος –κάτι που θα είχε μάλλον δικαιωματικά τη δυνατότητα να κάνει. Αντιθέτως.

Τα λόγια ήταν ελάχιστα (αν όχι μηδαμινά) και ο περφεξιονισμός λιβανίστηκε στα εξώθυρα του Παρνασσού, δίδοντας έτσι την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε δύο μουσικούς που ζουν με τα λάθη τους. Δύο φορές δηλαδή που χάθηκαν μεταξύ τους πάνω στον αυτοσχεδιασμό και μία ακόμα φορά, όταν κάτι δεν πήγε σωστά σε ηχοθεσία του υιού Riley, δεν είδαμε μήτε να δυσανασχετούν, μήτε να μαζεύονται σύννεφα κακοκεφιάς· σημάδια πολλών φτασμένων μουσικών, οι οποίοι σε ανάλογες περιστάσεις εκβάλουν εκνευρισμό πάνω στο πατάρι, είτε προς τους εαυτούς τους, είτε προς τους συνοδοιπόρους τους.

Υπήρξε μία γενικότερη ηρεμία στην αίθουσα, το βράδυ της Τετάρτης. Όχι φασαριόζικο entrance από μεριάς του κοινού, «άστο να πάει στο διάολο, δεν πειράζει» για μερικούς που δεν μπόρεσαν να ζήσουν χωρίς να αποθανατίσουν έστω και σε δύο ενσταντανέ τη συναυλία με το κινητό τους, ήσυχη αποχώρηση στο φινάλε, χωρίς υστερικούς χιπστερισμούς τύπου «πόσο γαμάτος ρε φίλε ο θείος!». Κι αυτά πρέπει σαφώς να χρεωθούν στους Rileys.

Καταρχήν το στήσιμο της σκηνής έθετε ωραία ερωτήματα. Ένα πιάνο με ουρά, ένα M Audio ακουμπισμένο πάνω του, μία μελόντικα και τέλος το όμορφο κόκκινο Hard Stage 3 της Nord, συχνός αν όχι μόνιμος ακολουθητής του Terry Riley τα τελευταία χρόνια στα live του. Από την άλλη μεριά, τη δεξιά, τα πράγματα ήταν πιο απλά. Ενισχυτής, όπου πάνω του αναπαύονταν μερικά κουτιά παραμόρφωσης κι ένα επιδαπέδιο pad. Τα τελευταία, όπως καταλαβαίνετε, ήταν τα όπλα του Gyan Riley.

Ο Gyan πήρε κι αυτός, δικαίως, τα βλέμματα και την προσοχή πάνω του. Ο υιός Riley είναι καταξιωμένος και αυτόφωτος μουσικός, εδώ και πολλά χρόνια, με τις επιδόσεις του ειδικά στην κιθάρα να κρίνονται ζηλευτές. Δεν ήταν όμως μόνο ο πανέμορφος όσο και καρφάτος (χωρίς εφέ για πολλή ώρα) ήχος της Les Paul, αλλά και η ξεκάθαρη ευστροφία του στο να αλλάζει τονικότητες χωρίς να πειράζει το κοράλλι που κρυβόταν σε κάθε σύνθεση, ως βασική ιδέα. Ο ήχος που ακούσαμε στις συνολικά 7 συνθέσεις –8, με το τζαζ αποχρώσεων encore– είχε να κάνει με μία πολυτονικότητα, όπως αυτή τονίζεται ευκρινώς στο σύνολο της πορείας του πατήρ Riley.

Για παράδειγμα, η εισαγωγή με το αριστερό χέρι στο πιάνο από τον Terry Riley μας έδειξε άμεσα για ποιον λόγο τον θεώρησε επιρροή του ο Brian Eno, ενώ οι χρωματισμοί στο δεξί (που ακολούθησαν λίγη ώρα αργότερα, στην ίδια σύνθεση) έδειξαν απλόχερα γιατί ο Phillip Glass χρωστάει τα πάντα στο επίμονο μονοτονικό που επέβαλλε στα 1970s, ως μετασχηματισμό του πρώιμου μινιμαλισμού. Ήταν όλοι εκεί, θα μπορούσε να πει κάποιος. Ακόμα και ο Fennesz, στις πολυκύμαντες ενορχηστρώσεις της προτελευταίας σύνθεσης: ακούστηκε όταν ο Gyan Riley έκανε εκτενή (αλλά όχι παράταιρη) χρήση του fladzer και του delay. Παρών, επίσης, και ο ίδιος ο διδάσκαλος του Riley, ο Ινδός τραγουδιστής Prandit Pran Nath, όταν στην 3η επιλογή της βραδιάς ακούσαμε βοκαλισμούς και φράσεις από την ισχυρή παράδοση της χώρας αυτής.

Και σημειωτέον, υπήρχε και χιούμορ. Πέραν του κλασικού χαμόγελου που χάρισε σε όλους τους θεατές ο πατήρ Riley, ταυτόχρονα με την προσεδάφισή του στη σκηνή, είχε και ο υιός ένα ελαφρύ χαμόγελο καθ' όλη τη διάρκεια του live –προσδιοριστικό, θαρρώ, όχι μόνο της ηχητικής σχέσης με τον πατέρα του, αλλά και της προσωπικής, ένεκα του ότι ποτέ δεν λανθάνει η ανάγνωση της γλώσσας του σώματος.

Ο Gyan Riley έκανε όμως και εξάσκηση ελληνικών εντός του Παρνασσού, μεταφέροντας στο σανίδι (μέσω ενός κινητού) το application που αυτήν την εποχή τον βοηθά να μάθει τη γλώσσα μας (true story). Μαζί και τον ήχο φράσεων όπως «Στην υγειά σου», «Πολύ καλό» και άλλων παρόμοιων, πάνω μάλιστα στον μαγνήτη του μυστήριου συνθετήτη τον οποίον κράτησε για περίπου 20 λεπτά σε κάποια ανάπαυση της Les Paul και που αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων το πρωινό μετά τη συναυλία μεταξύ του υπογράφοντα και άλλων συναδέλφων ηχοθετών –χωρίς πάντως να βγάλουμε άκρη. Σε αυτό το σημείο, με την επανάληψη μέσω του delay, αφενός υπήρξε μία χαλαρή στιγμή γέλιου στην αίθουσα, αφετέρου θυμηθήκαμε τα tape delays του πατρός πίσω στα 1960s.

Μόνο υποτονική και ισοτονική δεν ήταν λοιπόν η βραδιά των Rileys στον Παρνασσό. Διακυμάνσεις υφών, (λυρικός) αυτοσχεδιασμός, πιστοποίηση εκ νέου της έννοιας του καλλιτέχνη. Εύγε υιέ, ευχαριστούμε πατέρα!

Υστερόγραφο: Σχεδόν γεμάτη η αίθουσα. Στα συν να υποσημειωθεί ο καλός φωτισμός της σκηνής, με το έξυπνο τρικ της ίδιας απόχρωσης (πράσινο και ανάλαφρο μωβ) στην πρώτη και στην τελευταία σύνθεση του βασικού set. Ο ήχος καλός, με μοναδική εξαίρεση την ηχοληψία του μικρόφωνου φωνής του πατρός Riley. Ξηρή και με λάθος τρόπο στην τελική μίξη.

{youtube}nVgoOgGxvrI{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured