Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά: Το φεστιβάλ που γίνεται δικαίως παράδοση

Μου πήρε αρκετό καιρό για να γράψω τις εντυπώσεις από το 3ο Φεστιβάλ, Γιατί ‘ναι Mαύρα τα Bουνά (2025), που έγινε 27-29 Ιουνίου στην Κόνιτσα με την αγαστή φροντίδα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Μου πήρε καιρό γιατί τα συναισθήματα από το βίωμα της εμπειρίας ήταν έντονα και πρωτόγνωρα και ήθελα να τα κρατήσω όσο πιο πολύ μπορούσα ζωντανά.

Είχα ταξιδέψει ξανά με δημοσιογραφική αποστολή που θα κάλυπτε εκτός Αθηνών δράση της Στέγης με την κάθε λεπτομέρεια να είναι άψογα σχεδιασμένη από τη φοβερή ομάδα της. Οπότε ως προς το ότι θα περνούσα υπέροχα το είχα εξαρχής δεδομένο και σαφώς αυτού του είδους η προσδοκία μου καλύφτηκε πάνω από το 100%. Ως προς το ίδιο το Φεστιβάλ επειδή θα το παρακολουθούσα για πρώτη φορά δεν είχα κάποια προσδοκία. Είχα περιέργεια, κυρίως γιατί δεν είμαι ο άνθρωπος που θα ακούσει με τις ώρες folk μουσική – ούτε τη δική μας παραδοσιακή μουσική ούτε των άλλων χωρών.

Φοβόμουν ότι θα βαριόμουν, ότι θα έπληττα ή ότι στην καλύτερη θα «άκουγα» διεκπεραιωτικά. Καμία σχέση. Κι εκεί είναι το νούμερο ένα συστατικό επιτυχίας του φεστιβάλ και ένας από τους σημαντικούς λόγους που το Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά γίνεται παράδοση: ακόμα και άσχετος να είσαι μουσικά, καταλαβαίνεις πολύ νωρίς ότι οι μουσικές επιλογές του φεστιβάλ τρέχουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο DNA σου. Είτε τις άκουσες μικρός, είτε τις άκουγες αραιά και που είτε ακόμα και αν νομίζεις ότι δεν τις άκουσες πουθενά – αυτοί οι ήχοι γίνονται πολύ γρήγορα τόσο οικείοι και γνώριμοι που σε γυρίζουν σε ένα άχρονο déjà vu που δημιουργεί μια εσωτερική γλύκα και θαλπωρή, σαν να επιστρέφεις «σπίτι σου».

Κρίστοφερ Κινγκ: Ένας υπέροχος «οικοδεσπότης»

Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Πέρα από τη Στέγη που έτσι κι αλλιώς μας δένει εδώ και κάποια χρόνια μια σχέση συνεργασίας και εκτίμησης, το Γιατί ‘ναι Μαύρα τα Βουνά είναι «παιδί» του Κρίστοφερ Κινγκ, από τον οποίο επειδή λίγο πριν από την έναρξη του 3ου φεστιβάλ είχα την τιμή να πάρω γραπτή συνέντευξη, έσπευσα να συναντήσω και να γνωρίσω διά ζώσης. Παρά το παρά πέντε της έναρξης, της ζέστης και του άγχους της στιγμής ήταν ζεστός και εγκάρδιος. Αυτό σε ένα βαθμό είναι κάτι που το περιμένεις, η μεγάλη έκπληξη είναι όταν κάθεται μπροστά στην κονσόλα για να παίξει τα δισκάκια του ως την εναρκτήρια μυσταγωγία κάθε μέρας του Φεστιβάλ, όταν ανοίγει το μικρόφωνο και αρχίζει να μιλά. Σοκ… και δέος… Η υπνωτιστική φωνή του, μια φωνή εσωτερική που σου χαϊδεύει τα αφτιά και θες να την ακούς όσο περισσότερο γίνεται ήταν το καλύτερο καλωσόρισμα στο φεστιβάλ. Και ήταν μια διαβεβαίωση ότι ήσουν στο σωστό μέρος και ότι θα περνούσες υπέροχα. Παρόλο που ο Κρίστοφερ Κινγκ δεν μίλησε πολύ, μίλησε όσο έπρεπε, χωρίς να φλυαρεί, χωρίς να κουράζει, χωρίς να κάνει τον λόγο προσωπικό ή να τον στρέφει γύρω από τον εαυτό του, ήταν εκεί για να εισάγει, να προλογίζει κάθε συμμετέχοντα και να εξηγεί όλα όσα χρειαζόταν να εξηγήσει, αφήνοντας χώρο στους μουσικούς να πουν αυτά που άξιζε να ακουστούν περισσότερο.

Δεν χρειαζόταν άλλωστε να μιλήσει πολύ, είχε σχεδιάσει μαζί με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση κάθε λεπτομέρεια του Φεστιβάλ και είτε η παραγωγή γινόταν μέσα στη Στέγη είτε στο σπίτι της Χάμκως είτε στην Πλατεία της Κόνιτσας το ηχητικό και οργανωτικό αποτέλεσμα ήταν όπως πάντα άψογο – κάτι που συνέτεινε στην απόλαυση που βιώσαμε και τις 3 μέρες του.

H παράδοση είναι στο DNA μας

Ο δεύτερος λόγος που το φεστιβάλ γίνεται δικαίως παράδοση είναι ότι ξέρει να αναμειγνύει τις παραδόσεις των Βαλκανίων αλλά και να φτάνει μέχρι και την αμερικάνικη παράδοση των Blues καταφέρνοντας να αναδείξει τις εκλεκτικές συγγένειες. Η πρώτη μέρα μας ταξίδεψε σε μονοπάτια που οδηγούσαν στην Κωνσταντινούπολη, με το τρίο που αποτελούσε ο Βασίλης Κώστας στο λαούτο, ο Παναγιώτης Αϊβαζίδης στο κανονάκι και η Τούρκισσα τραγουδίστρια Zelişah, η οποία έπαιξε επίσης ντουντούκ και τραγούδησε και στα ελληνικά, αφήνοντάς μας συνολικά εξαιρετικές εντυπώσεις. Στη συνέχεια ανέβηκε το χορευτικό κέφι με το σύνολο Χωρέτ’ που μας πήγαν με τις μουσικές τους στον Πόντο και ο κόσμος πραγματικά τους ευχαριστήθηκε, χόρεψε τα κομμάτια τους και έδειξε ότι είχε έρθει στο φεστιβάλ για να βιώσει σωματικά τις μουσικές και να περάσει τέλεια. Η πρώτη βραδιά έκλεισε με ήχους ουγγαρέζικων βιολιών και την προβολή του ντοκιμαντέρ “Fly bird, fly”.

Η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ μας ταξίδεψε στη Ρουμανία, με την πραγματικά μεγάλη αποκάλυψη για μένα του προγράμματος, το συγκρότημα Subcarpați που αξιοποιώντας διάφορα λαϊκά όργανα έφτιαχνε ένα ιδιαίτερο κράμα χιπ χοπ και λαϊκής μουσικής. Φρέσκος ήχος, δυνατός, αναμείγνυε πολλά διαφορετικά είδη – ένα αποτέλεσμα που πραγματικά με ενθουσίασε – κι εννοείται ξεσήκωσε όλο το κοινό, όλες τις ηλικίες, και οδήγησε σε ένα μοναδικό χορευτικό πάρτι. Σε εντελώς διαφορετικό ηχητικό τοπίο μας οδήγησαν οι βουλγάρικες γκάιντες των Kaynak Pipers Band που μας ανέβασαν στην οροσειρά της Ροδόπης με μουσικές όμως τόσο γνώριμες και οικείες που κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον του κόσμου. Κι η δεύτερη βραδιά τελείωσε κινηματογραφικά με την προβολή ταινιών των αδερφών Μανάκη και με συνοδεία αυτοσχεδιαστικής μουσικής.

Η τρίτη και τελευταία βραδιά του φεστιβάλ έγινε όπως αρμόζει σε ένα μεγάλο παραδοσιακό πανηγύρι… στην κεντρική πλατεία. Και επειδή πανηγύρι χωρίς βιολιά δεν γίνεται, πρώτοι στη σκηνή ανέβηκαν οι Szászcsávás Band που με τα ουγγρικά έγχορδά τους και τη χορευτική μουσική τους ανέβασαν από πολύ νωρίς τον κόσμο πάνω στην πλατεία για να χορέψει – ασταμάτητα μαζί με μέλη του συγκροτήματος. Πραγματικά ξεχώρισαν για τη μοναδική τους ενέργεια. Η συνέχεια ήταν εξίσου χορευτική με την κρητική μπάντα του Κωστή Νοδαράκη σε ένα πρόγραμμα που πραγματικά αναβίωνε πολύ οικείες αναμνήσεις και συναισθήματα (ειδικά σε μένα που έχω ζήσει και δέκα χρόνια στην Κρήτη). Το φεστιβάλ έκλεισε τιμώντας τη μουσική της περιοχή που το φιλοξενεί με την μπάντα των Χαλκιάδων που μας χάρισαν χορευτικές μελωδίες και τους ρυθμούς όχι μόνο της Ηπείρου αλλά και της Δυτικής Μακεδονίας, σε ένα γλέντι που δεν ήθελες να τελειώσει αλλά ευτυχώς ήταν αρκετά χορταστικό και δεν άφησε χώρο για κανένα παράπονο.

Συστατικό επιτυχίας νούμερο τρία

Το τρίτο συστατικό επιτυχίας του φεστιβάλ το έχω ήδη αναφέρει στο περίπου και αφορά το πρόγραμμα, ωστόσο δεν θα τονίσω τώρα το περιεχόμενο αλλά τις ευκαιρίες διάδρασης με τον κόσμο. Δεν είναι ένα φεστιβάλ που το παρακολουθείς από την καρέκλα –εκτός αν θες να το παρακολουθήσεις έτσι– αλλά σε ξεσηκώνει και σε καλεί να χορέψεις, να κινηθείς, να τραγουδήσεις, να γίνεις μέτοχος με όποιον τρόπο μπορείς και όχι να είσαι απλώς θεατής/ακροατής. Αυτή μάλιστα την ώσμωση και τη διάδραση των μουσικών με το κοινό μπορούσες αν θες να τη βιώσεις και στα workshops που έγιναν το Σάββατο και την Κυριακή τα πρωινά στην Πλατεία της Παλιάς Αγοράς, με συμμετέχοντες μουσικούς του φεστιβάλ που είχαν κάθε καλή διάθεση (και φοβερή θετική ενέργεια) στο να μας μάθουν να τραγουδάμε και να χορεύουμε μουσικές του τόπου τους – που τονίζω ξανά ήταν τόσο οικείες που αποδεικνύουν περίτρανα για άλλη μια φορά ότι η μουσική είναι μια κοινή πατρίδα για όλους μας.

Συστατικό επιτυχίας νούμερο τέσσερα ή πώς η Κόνιτσα είναι ζωντανό κομμάτι του Φεστιβάλ

Από τη φιλοξενία των ανθρώπων μέχρι τη συμμετοχή τους στην οργάνωση, οι άνθρωποι της Κόνιτσας στηρίζουν το Φεστιβάλ με όποιον τρόπο μπορούν και αυτό είναι κάτι που το καταλαβαίνεις αμέσως. Πέρα από τη συμμετοχή τους στις εκδηλώσεις, ήταν εκτός από εγκάρδιοι κι ενημερωμένοι για όλα όσα συνέβαιναν στην κοινότητά τους. Μάλιστα ο Σύλλογος Γυναικών Κόνιτσας «Μυρτάλη» ανάλαβε το στήσιμο, τη μαγειρική και τη φροντίδα των παραδοσιακών συνταγών της Ηπείρου για την καταληκτική εκδήλωση στην κεντρική πλατεία της Κόνιτσας, ενώ και η δημοτική αρχή ήταν πάντα παρούσα και μάλιστα απένειμε κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ τιμητική πλακέτα στην Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση, την κυρία Αφροδίτη Παναγιωτάκου, ως ευχαριστώ για τη φροντίδα της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση για την οργάνωση και διεκπεραίωση του Φεστιβάλ τα τρία αυτά χρόνια ζωής του.

Αντί επιλόγου

Ξέρω πραγματικά ότι άργησα να γράψω τις εντυπώσεις μου για το φεστιβάλ αλλά ήθελα να κρατήσω αυτό το βίωμα όσο γινόταν πιο έντονα ζωντανό μέσα μου ή ίσως περίμενα να βρεθώ σε κοντινά της Κόνιτσας ηπειρωτικά βουνά, στο χωριό μου, για να καθίσω και να και να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά υπό την υπόκρουση στο οικογενειακό πικάπ του συλλεκτικού βινυλίου “Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά” που μας δόθηκε ως πολύτιμο δώρο-ενθύμιο του φεστιβάλ… Ελπίζω κάτι να κατάφερα να μεταδώσω κάτι από τη μαγεία που ζήσαμε από 27-29 Ιουνίου στην Κόνιτσα. Ένα Φεστιβάλ που έγινε, γίνεται και θα είναι παράδοση.

Κεντρική φωτογραφία και τελευταία Ορφέας Καλαφάτης, υπόλοιπες φωτογραφίες Ανδρέας Σιμόπουλος.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured