Σε μια βραδιά που έφερε κοντά δύο τελείως διαφορετικές προσεγγίσεις των εγχώριων παικτών, οι Royal Arch παρουσίασαν ζωντανά το ντεμπούτο άλμπουμ τους Love & Terror στο AUX, με opening act τον Tony Bluebird. Ένα live που άφησε ποικίλα συναισθήματα και γεύσεις, αλλά σίγουρα δεν πέρασε απαρατήρητο.

Οι Royal Arch άρχισαν από πολύ νωρίς να φιγουράρουν ως όνομα σε σημαντικά εγχώρια φεστιβάλ, παραγράφοντας τα χιλιόμετρα που πρέπει να διανύσει μια μπάντα για να κατακτήσει τα υψίπεδα μεγάλων εγχώριων διοργανώσεων. Έτοιμοι να αφήσουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στα «δικά» μας μουσικά τεκταινόμενα, το Σάββατο 17 Μαΐου στη live παρουσίαση του ντεμπούτου τους, νίκησαν το στοίχημα κι απέδειξαν ότι τα σκοτεινά δίπολα τους πάνε πολύ.

Η αρχή έγινε με τον Tony Bluebird, το καλλιτεχνικό alter ego του Αντώνη Κωνσταντάρα τον οποίο συνόδευσε στην κιθάρα και στις δεύτερες, ο Γιώργος Νίκας με τον οποίο μοιράζονται μια φιλία πολλών χρόνων. Τον Αντώνη τον ξέρω απ΄τους Strawberry Pills, ένα darkwave  καλλιτεχνικό duo με τη Valisia Odell που προσωπικά μου άρεσε πάρα πολύ. Οτιδήποτε παρουσίαζαν οι Strawberry Pills στις ζωντανές εμφανίσεις – υποστήριζε με συνέπεια μια ενιαία, αισθητικά σμιλεμένη κατεύθυνση. O ίδιος πλέον έχοντας υιοθετήσει μια διαφορετική, εμφανώς πιο -happy face- persona άνοιξε τη βραδιά με εμφανή ενέργεια, ειλικρίνεια και σκηνική εξωστρέφεια. Το χιούμορ του λειτούργησε σε στιγμές αποφορτιστικά, ανάμεσα σε κομμάτια με έντονη χορευτική διάθεση. Παρουσίασε ένα μείγμα συνθέσεων επηρεασμένες από bedroom pop, 90s electronica και alternative funk, πλαισιωμένες με beats που σε προκαλούσαν να κουνηθείς.

Ωστόσο, στιχουργικά επέλεξε να κινηθεί σε ένα πιο εύπεπτο κι επιφανειακό επίπεδο, με το songwriting να μην αποτυπώνει κάποια αίσθηση προσωπικής αλήθειας ή βάθους, που θα μπορούσε να δημιουργήσει ουσιαστική σύνδεση με το κοινό. Παράλληλα, η σκηνική παρουσία και των δύο – αν και ενθουσιώδης, αυθόρμητη κι ακέραιη τεχνικά – θύμιζε περισσότερο karaoke party των 2000s κι ένα performance κάπως αμήχανο και αποκομμένο απ΄το συνολικό χαρακτήρα της βραδιάς. Επειδή μπορώ να μιλήσω ξεχωριστά εδώ για δύο πολύ ταλαντούχες προσωπικότητες που έχουν ενίοτε τραβήξει τους προβολείς πάνω τους μέσα από πολύ αξιόλογες εγχώριες κυκλοφορίες, αυτή ίσως η ανάγκη improvisation και extra πειραματισμού χωρίς να ξέρουν ακριβώς που κινούνται, να μην τους ανεβάζει τόσο, όσο θα θέλαμε. Κι αυτό, όχι επειδή ο πειραματισμός δεν είναι αποδεκτός, αλλά επειδή απαιτεί να έχεις κάτι να πεις – με όποιο μέσο κι αν διαλέξεις να το πεις. Κι αυτό το κάτι, σε αυτήν την εμφάνιση μας έλειψε. Κρατάμε πάντως τα θετικά τους vibes και τα τεράστια χαμόγελα και παραμένουμε στις επάλξεις, για να δούμε τι μέλλει γενέσθαι από τον Tony Bluebird. 

Η μετάβαση στους Royal Arch ήταν απότομη, αλλά όπως φάνηκε για καλό λόγο. Στις πρώτες τους εμφανίσεις παρέδιδαν θυμάμαι έναν ήχο κάπως ακατέργαστο ακόμα, αλλά πάντοτε φορτισμένο συναισθηματικά. Από την πρώτη νότα του "Last Teenage Dream", έγινε ξεκάθαρο ότι η μπάντα έχει μπει σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια, έχοντας αφήσει πίσω τους την «εφηβική» τους φάση. Η μπάντα παρουσίασε ολόκληρο τον δίσκο Love & Terror με καθαρότητα, ακρίβεια και ένταση, χωρίς να κάνει εκπτώσεις ούτε στο συναίσθημα ούτε στην τεχνική.

Κομμάτια όπως το "Night After Night" και το "Glittering Light" αποδόθηκαν με έξυπνα χτισμένες δυναμικές και υποδειγματικό συγχρονισμό σε φωνή, κιθάρα και τύμπανα – μια ζωντανή εκδοχή που έδειξε ότι το studio υλικό είχε όχι μόνο δουλευτεί εις βάθος, αλλά και μεταφερθεί στη σκηνή με μια τρομερά καλοδουλεμένη καλλιτεχνική αντίληψη. Koιτώντας επίσης, γύρω μου παρατηρούσα ότι το κοινό ήξερε τα κομμάτια, ήθελε πραγματικά να στηρίξει και όσοι βρέθηκαν εκεί, ήταν όλοι εκείνοι που θεωρούν πως πλέον οι Royal παίζουν μπάλα σε πολύ μεγαλύτερα γήπεδα.

Παρότι η σκηνική χημεία ανάμεσα στα μέλη δεν ήταν ιδιαίτερα έντονη, η συνοχή τους επί σκηνής δεν επηρεάστηκε. Η ακεραιότητα της παρουσίας τους, το ύφος, και η εσωστρέφεια στη φωνή του Ηλία, έκαναν το όποιο showmanship να μοιάζει αχρείαστο. Το live τους δεν χρειάστηκε υπερβολές. Η μπάντα πλέον ξέρει πότε να κρατήσει πίσω, πότε να αφήσει χώρο στο κομμάτι να «αναπνεύσει» και πότε να κορυφώσει, γεγονός που φάνηκε με το καθιερωμένο συναισθηματικά φορτισμένο encore του “La Nuit”, συνοδευόμενο από τους φακούς των κινητών μας τηλεφώνων. Το μουσικό instinct των Royal Arch έχει πλέον ωριμάσει κι ο κόσμος που βρέθηκε στο AUX το εισέπραξε αυτό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured