Έχει κάτι το παλιομοδίτικο-νουάρ το Μποκανέρα της Ιταλο-κορσικανής Michèle Pedinielli (γεννήθηκε στη Νίκαια το 1968 και εργάστηκε για χρόνια ως δημοσιογράφος στο Παρίσι). Καταρχάς ο μονολεκτικός τίτλος του βιβλίου, παρμένος από το όνομα της κεντρικής ηρωίδας, παραπέμπει στους τίτλους αντίστοιχων τηλεοπτικών σειρών με ιδιωτικούς ντετέκτιβ της δεκαετίας του ’70: Κάνον, Μακλάουντ, Μπαρέτα, Κολόμπο…. Η Ντιου (Ντιούλια) Μποκανέρα, περί ης ο λόγος, είναι γενικώς ωραία περίπτωση. Πενηντάρα, Κορσικανή στην καταγωγή που ζει στην Νίκαια, άτεκνη από επιλογή, με ισχυρό χαρακτήρα και καυστικό χιούμορ, αδέσμευτη και αθυρόστομη, μισο-νοσταλγική, μισο-απογοητευμένη, λάτρης των μυθιστορημάτων του Κρεγκ Τζόνσον και του Τζιμ Χάρισον, ερωτευμένη με τον Πωλ Νιούμαν ως πρωταγωνιστή σε παλιά γουέστερν. Κυκλοφορεί ντυμένη casual, με τζην, t-shirt και αρβύλες. Αν και θα προτιμούσα να αποφύγω τις αναγωγές σε αντρικά πρότυπα του νουάρ, η περσόνα της παραπέμπει κάπως στον μεσήλικα και ελαφρλως παρηκμασμένο Αλέν Ντελόν με τζην και μαύρο δερμάτινο τζάκετ σε ταινίες όπως το Για το τομάρι ενός μπάτσου.
Η Ντιου Μποκανέρα είναι διαζευγμένη από τον Αφρικανοκορισκανό Ζοζέφ (Τζο) Σαντούτσι, υπαστυνόμο τοπικού αστυνομικού τμήματος. Ζει σε ένα κοινό διαμέρισμα με τον Νταν, έναν ομοφυλόφιλο που διατηρεί μια γκαλερί τέχνης και παρατηρεί αναγκαστικά τον μετασχηματισμό της Νίκαιας, της πόλης της, μιας πόλης που δεν αναγνωρίζει πια. «Αν πιστέψουμε τους κατοίκους της υπόλοιπης Γαλλίας, στη Νίκαια βρίσκουμε ήλιο, θάλασσα, τουρίστες, συνταξιούχους και φασίστες». Εδώ η ελεγειακή οπτική της Michèle Pedinielli προσιδιάζει σ’ αυτήν του Jean-Claude Izzo στην περίφημη Τριλογία της Μασσαλίας.
Όταν επικοινωνεί μαζί της ο Ντόριαν Λασάλ, μετά τη δολοφονία του συντρόφου του, Μάουρο Τζιανίνι, μηχανικού σε μια κατασκευαστική εταιρεία, οι οποίοι επρόκειτο να παντρευτούν και να μετακομίσουν στη Νέα Υόρκη μετά την προαγωγή του μηχανικού, η Μποκανέρα γρήγορα ενδιαφέρεται για τις επαγγελματικές, φιλικές και κοινωνικές σχέσεις του θύματος, με τη δολοφονία να συνδέεται πιθανώς με τη συμμετοχή του στην ομοφυλοφιλική κοινότητα. Η αστυνομία, έχοντας βρει «ένα γυμνό και στραγγαλισμένο ομοφυλόφιλο», κατέληξε σε συμπεράσματα του στυλ ότι το θύμα είχε συμμετάσχει σε ένα είδος παιχνιδιού «ερωτικής ασφυξίας». Εικάζεται ακόμα ότι μπορεί να δρα ένας κατά συρροή δολοφόνος ομοφυλόφιλων.
Η Μποκανέρα ωστόσο δεν πείθεται από τις παραπάνω θεωρίες. Υποψιάζεται ότι πίσω από τη δολοφονία του μηχανικού κρύβονται οικονομικά κίνητρα. Υπάρχει ένα ακόμα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο στην υπόθεση: το ταξικό χάσμα ανάμεσα στην εντελώς προλεταριακή καταγωγή του Λασάλ και στην αστική κουλτούρα του μηχανικού.
Η υπόθεση θα γίνει για την Μποκανέρα η αφετηρία για να βυθιστεί στην παλιά Νίκαια, τόσο άνετα στους σκιώδεις κύκλους της νύχτας και των μειονοτήτων, όσο και στα κεντρικά γραφεία κατασκευαστικών εταιρειών (που κρατάνε αυστηρά κρυμμένα τα μυστικά τους) για να καταγγείλει τις παράτυπες και πολλές φορές θανάσιμες πρακτικές τους. Η Michèle Pedinielli περιγράφει με οξυδέρκεια και χιούμορ την κοινωνία της Νίκαιας και, μέσα από την έρευνα Μποκανέρα, μοιράζεται την τρυφερή και νοσταλγική ματιά για την πόλη της.
Όμως ο εντολέας της, ο Λασάλ, βρίσκεται επίσης δολοφονημένος σε παρόμοιες συνθήκες με τον εραστή του. Καθώς η βασική υπόθεση θα διακλαδιστεί και θα σπάσει σε συμπληρωματικές υποθέσεις, η Μποκανέρα θα αναγκαστεί να ταξιδέψει στον γενέθλιο τόπο της, την Κορσική. Επιστρέφει μετά από απουσία άνω των είκοσι ετών για να παραστεί στην κηδεία της ανιψιάς της και να διερευνήσει τον πυροβολισμό της νεαρής γυναίκας. Αρκετοί παράγοντες περιπλέκουν την πρόοδο της Μποκανέρα στην αποκρυπτογράφηση της δολοφονίας ενώ βρίσκεται στην Κορσική: θεωρείται ξένη· δεν μιλάει κορσικανικά, την επίσημη γλώσσα εκτός από τα γαλλικά· πρέπει να συνεργαστεί με τον Σαντούτσι, τον πρώην σύντροφό της στη ζωή· και δεν αναγνωρίζει πλέον σημαντικά πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένου του πρώην δημάρχου, από την εποχή που αυτή και ο Σαντούτισ ήταν ζευγάρι· στην πορεία, πέφτει θύμα πυροβολισμού και ο τελευταίος. Έχει επίσης ενδιαφέρον το ότι ακολουθώντας τα βήματα του Ζοζέφ (Τζο) Σαντούτσι στην υπόθεση, η συγγραφέας εγκιβωτίζει στην αφήγηση στίχους από το πολυδιακευασμένο folk “Hey Joe” που αποδίδεται στον Bily Roberts και έγινε ευρύτερα γνωστό από τον Jimi Hendrix.
Όταν ανακαλύπτει το ιστολόγιο της ανιψιάς της, μαθαίνει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα για την πολιτική διαφθορά στην Κορσική και για τη σχέση της τοπικής εξουσίας με την περίφημη κορσικανική μαφία. Οι καλλιεργητές φοινικιάς έχουν αναφέρει την σκόπιμη εκρίζωση των δέντρων τους στην αστυνομία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η Μποκανέρα συμπεραίνει ότι αυτή η αποκάλυψη στο ιστολόγιο σχετικά με τη διαφθορά κόστισε στη νεαρή γυναίκα τη ζωή της. Το μυθιστόρημα δίνει έμφαση όχι μόνο στις εταιρείες ακινήτων που εξυπηρετούν τις επιθυμίες των πλουσίων για ακίνητα με την καλύτερη θέα στην παραλία, αλλά και στο πώς μια τέτοια συνεχιζόμενη κατασκευή θέτει σε κίνδυνο τα προς το ζην των αγροτών Κορσικανών, καθώς και την οικολογική ακεραιότητα της ίδιας της Κορσικής.
Η συγγραφέας ασχολείται με σημαντικά τρέχοντα ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό, την ξενοφοβία και την ομοφοβία, τα κινήματα για την διεκδίκηση της ταυτότητας, την πατριαρχική βία, την Άκρα Δεξιά, αλλά και τις εστίες αντίστασης και αλληλεγγύης που δημιουργούνται∙ επίσης για το στεγαστικό, το gentrification και την κερδοσκοπία στον τομέα των ακινήτων και τον κόσμο των κατασκευών. Οι ανατροπές στην πλοκή είναι πολλαπλές και διαδοχικές και η αγωνία διατηρείται μέχρι το τέλος της έρευνας.
Όμως το ισχυρότερο ατού του μυθιστορήματος είναι οι χαρακτήρες του, ιδίως οι γυναικείοι, πέρα από την ίδια την Μποκανέρα, που έχουν όλοι ισχυρό χαρακτήρα και προσωπικότητα, είτε ανήκουν στο ένα στρατόπεδο είτε στο άλλο.
Η Μποκανέρα είναι έξω καρδιά, είναι δυναμική και τελικά γίνεται γρήγορα αξιαγάπητη χαρακτήρας∙ το ίδιο όμως ισχύει και για τη μικρή κοινότητα που την περιβάλλει και στην οποία μπορεί να βασιστεί.
Τα blues της γαλλικής Νίκαιας
Michèle Pedinielli, Μποκανέρα
μτφρ. Γιάννης Καυκιάς
Εκδόσεις Πόλις, 2025
σελ. 222