Ζεστά Ποτά

Τον Απρίλιο του 1985 κυκλοφορούσε ένας δίσκος που έμελλε να ανατρέψει τα στεγανά του ελληνικού τραγουδιού. Τα Ζεστά Ποτά, το ντεμπούτο άλμπουμ των Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα, ήταν η αρχή μιας νέας γλώσσας. Ένα μείγμα αστικής ειλικρίνειας και ποιητικής τρυφερότητας, που μίλησε σε μια γενιά που μεγάλωνε σε πολυκατοικίες, καφενεία και νυχτερινά λεωφορεία. Σαράντα χρόνια μετά, η ιστορία αυτού του δίσκου αναβιώνει μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου που δεν στέκεται μόνο στη δισκογραφική επιτυχία, αλλά επιχειρεί να ανασυστήσει ολόκληρη την εποχή της: τα πρόσωπα, τις λέξεις, την ατμόσφαιρα ενός ’80 που πάλευε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Η αφήγηση φωτίζει τις αντιξοότητες που προηγήθηκαν, τις επιμονές που χρειάστηκαν και τις αντιστάσεις που κατέρρευσαν, για να καταλήξει σε αυτό το «ζεστό ποτό» που ακόμα κυκλοφορεί στις φλέβες του ελληνικού τραγουδιού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μανώλης Ρασούλης, στο σημείωμα που συνόδευε την πρώτη έκδοση, έβλεπε ήδη τον θρυλικό χαρακτήρα του άλμπουμ:

«Η καλλιτεχνική οντότητα του Χάρη και του Πάνου είναι αυθεντικότατη, φύσει και θέσει, και τα τραγούδια τους κινούνται ολοταχώς προς τη χρυσή τομή του νεοελληνικού τραγουδιού […] Δεν είναι απλώς ελληνικά τραγούδια. Είναι ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ που φανερώνουν ελληνικές υπάρξεις που χύνονται στη γλυκύτητα του τραγουδιού της ανθρώπινης φυλής».

Ο δημιουργός του, ο Σπύρος Αραβανής εργάζεται ως φιλόλογος και είναι διδάκτορας Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Διευθύνει την Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης Ποιείν (www.poiein.gr) και έχει συγγράψει έξι λογοτεχνικά βιβλία και μελετήματα για τη μουσική, καθώς και την αυτοβιογραφική αφήγηση του Μάνου Ελευθερίου, Μαλαματένια λόγια.

Σε αποκλειστικότητα, παραθέτουμε ένα απόσπασμα σε προδημοσίευση από το νέο βιβλίο, που επιχειρεί να αφηγηθεί την ιστορία των Ζεστών Ποτών όχι σαν νοσταλγικό μνημόσυνο, αλλά σαν ζωντανό κομμάτι της μνήμης και της ταυτότητάς μας.


Περνάω ηλικιακά τα Ζεστά Ποτά των Κατσιμίχα έξι χρό- νια. Μα έχουν ηλικία τα τραγούδια; Όχι. Έχουν, όμως, οι ιστορίες με τις οποίες ο καθένας τα συνδέει. Ως εκ τού- του μεγάλωσα παρέα τους. Με τη διαφορά ότι τα Ζεστά Ποτά δεν κρύωσαν ποτέ, ούτε και ξεθυμαίνουν…

Στην αρχή γνώρισα τη «Ρίτα». Το «Ριτάκι». Όπως και χιλιάδες άλλοι πρώιμοι έφηβοι εκείνης της περιό- δου, μέσα και τέλη της δεκαετίας του ’80. Ένα ροκ εν ρολ τραγούδι που ερχόταν από τις ταινίες του ’60, με τον Έλβις και το καλοχτενισμένο, γυαλιστερό μαλλί να χο- ρεύει στην οθόνη της τηλεόρασης. Το ίδιο κάναμε και εμείς στα πάρτι στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού. Άλλοι πιο δειλά, άλλοι με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, πιάναμε τα κορίτσια της τάξης και χορεύαμε στον ρυθ- μό. Τότε η ηλικία των δεκαοκτώ χρόνων στην οποία βρι- σκόταν η «Ρίτα» μάς φαινόταν μακρινή. Δεν το συζητώ για τα σαράντα πέντε του «άλλου». Απόμακρο μέλλον. Τι μέλλον; Terra incognita, που έλεγαν και οι φίλοι μας οι Λατίνοι που χρειάστηκε να μελετήσουμε, οι της θεω- ρητικής κατεύθυνσης, για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις κάποια χρόνια μετά. Τους τραγουδούσαμε όμως ήδη: “Ti voglio, sì, ti voglio”, όπως και ο άτυχος ερωτοχτυπημέ- νος σαρανταπεντάρης του άσματος.

 

Το «Ριτάκι», λοιπόν, ζούσε ανάμεσά μας σαν η μεγα- λύτερη συμμαθήτριά μας ή η μεγάλη μας αδελφή. Με το που ακούγαμε τα πρώτα λόγια «Παλεύει το ποτάμι στη θάλασσα να βγει», είχαμε ήδη αφήσει τις πρώτες ιαχές και ετοιμάζαμε τα κορμιά μας γνωρίζοντας ότι μετά θα ακουστεί το Casio πιανάκι και θα αρχίσουμε να χορεύ- ουμε την ιστορία της. Δεν περνούσαν στο μυαλό μας τότε φράσεις όπως «χάσμα γενεών», «πολιτική ορθότη- τα», «κρίση ηλικίας», «woke κουλτούρα» και άλλα που μας προέκυψαν στην πορεία. Για εμάς ήταν μια χαριτω- μένη ιστορία «χυλόπιτας», όπως αυτές που δίναμε και παίρναμε. Του στυλ:

«Θέλεις να τα φτιάξουμε;».

«Ποια;»

«Τα μαλλιά μας περμανάντ…»

Η άλλη ιστορία ανεκπλήρωτου έρωτα που πρωτοα- κούγαμε τότε είχε μέσα της μια λέξη, «λούκι», που τη λέγαμε στην αργκό μας. «Περνάω πολλά λούκια» κ.λπ. Άρα «δικοί μας» και αυτοί οι ήρωες του τραγουδιού. Μετά από χρόνια έμαθα ότι ήταν το όνομα ενός κλαμπ στο Κολωνάκι και ότι η ιστορία ήταν αληθινή. Τότε, στα χρόνια του δημοτικού, δεν μας ενδιέφεραν οι αληθι- νές ιστορίες. Για τα παιδιά αυτής της ηλικίας όλα είναι ιστορίες. Έτσι η «Ρίτα», ο «Χάρης» και ο «Νικόλας» μάς ακολούθησαν και στα χρόνια του γυμνασίου. Ήταν στα κασετοφωνάκια μας, στα ηχεία των σχολικών λεωφο- ρείων, στις κιθάρες μας και, φυσικά, σταθερά στα πάρτι μας. Ήταν οι «προσωπικές μας οπτασίες… στο κέντρο και τις συνοικίες».

Στο λύκειο τα πράγματα άλλαξαν. Δίπλα σε αυτούς τους φίλους έρχεται και ο «Φάνης». Περίεργο παιδί. Περίεργα λόγια. Περίεργες καταστάσεις. Το χορευτικό ροκ εν ρολ και οι «ανάλαφρες» μπαλάντες» αποκτούν τώρα έναν μουσικό αδελφό που έχει μέσα του ηλεκτρι- κή κιθάρα, κάπου στη μέση ένα ταξίμι με μπαγλαμά και πάλι μετά σκληρό ήχο. Όπως σκληρή ήταν και η ζωή του νέου μας φίλου. Για έναν έφηβο, η ροκ μυθολογία και το τρίπτυχο sex, drugs & rock ’n’ roll φάνταζε (και φαντάζει) ως μια επαναστατική της αστικής του ευημε- ρίας –δεκαετία ’90 γαρ– συνθήκη. Το «άγριο νιάτο» που γίνεται «επαναστάτης χωρίς αιτία» ενάντια στο κατεστη- μένο. Υπέροχο σενάριο…

Γρήγορα όμως κατάλαβα ότι ο «Φάνης» δεν είναι ο φίλος στον οποίο θα γαντζωθώ για να πραγματοποιήσω τις φαντασιώσεις μου. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι πολύ πιο ουσιαστικό. Δεν καθυστέρησα πολύ να το συνειδητοποι- ήσω. Ευτυχώς δεν την πάτησα και εγώ όπως οι δισκο- γραφικές εταιρείες που χρόνια αρνιόντουσαν να εκδώσουν τον «Φάνη» επειδή ήταν «πρεζάκιας»... Ο νέος μου, λοιπόν, φίλος δεν ήταν τόσο τυχερός όπως η «Ρίτα» και οι άλλοι. Δεν είχε ούτε καν το δικαίωμα της απόρριψης, όπως είχε το νεαρό αυτό κορίτσι ή το άλλο στο μπαρ. Τρελάδικο, φυλακή, βιασμός, ναρκωτικά, κοινωνική απόρριψη, θάνατος. Ένας ξένος κόσμος που όμως έμοιαζε πιο αληθινός από τα ιλουστρασιόν εξώφυλλα των life style περιοδικών που κρέμονταν σαν σφαχτάρια στα περίπτερα και στην οθόνη της ιδιωτικής πια τηλεό- ρασης. Έτσι, με τον «Φάνη» οι δίδυμοι που τραγουδούσαν έγιναν και οι μεγάλοι μου «φίλοι» που μου άνοιγαν δρόμους συναισθήματος και σκέψης, όπως εκείνος ο άλλος «πρεζάκιας», ο Παύλος. Ήρωες χωρίς εισαγωγικά γιατί τραγουδούσαν έναν άλλο χωροχρόνο από αυτόν που αντικρίζαμε στη χαρμόσυνη νομισματική μετάβα- ση της χώρας προς το ευρώ: «Για ένα κομμάτι ψωμί δεν φτάνει μόνο η δουλειά…»

Κι όμως δεν ήταν μίζεροι ούτε απαισιόδοξοι: «Γέλα πουλί μου γέλα / γέλα, κι είν’ η ζωή μια τρέλα». Άλλος ένας στίχος-ύμνος –μου πήρε καιρό να καταλάβω αν είναι δικός τους ή από κάποιο δημοτικό τραγούδι– τραγουδισμένος με τις ταιριαστές διφωνίες τους (όπως άργησα να αναγνωρίσω ποιος είναι ο Χάρης και ποιος ο Πάνος!), στίχος που τόσο πολύ έχει ανάγκη ένας έφηβος, όταν οι ορμόνες του βαράνε κόκκινο και η κυκλοθυμία κάνει κι αυτή το δικό της πάρτι. Μου τραγουδούσαν κι αυτό το «πείσμα που δεν είναι συνήθεια μοναχά», το οποίο όσο μεγάλωνα επανερχόταν ως ξόρκι απέναντι στα ζόρια και συνεχίζει να έρχεται…

Το «Κορίτσια της συγνώμης» ακουγόταν κάθε Παρασκευή και Σάββατο βράδυ στην αυτοσχέδια συναυλία στο υπόγειο της πολυκατοικίας όπου έμενα, όταν κατεβαίναμε εκεί με τον γείτονα και συνομήλικο Αλέξανδρο και τραγουδούσαμε κλεισμένοι με τις ώρες στη μικρή του αποθήκη. «Θα σας δώσω λεφτά να βγείτε έξω, να πάτε μια βόλτα», μας έλεγε αγχωμένος ο πατέρας του, αλλά εμείς εκεί, να τραγουδάμε: «Ένας γελοίος παρλαπίπας κοκοράκος / που όπου με παίρνει κι εμένα κοκορεύομαι». Στο Nitro την ίδια στιγμή είχε άρθρο με δέκα συμβουλές για το πώς να γίνεις ο ιδανικός άνδρας…

 

 

 

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured