Τα πράγματα τελικά από το 1960 ως σήμερα δεν άλλαξαν και τόσο πολύ εδώ που τα λέμε. Δεν χρειάστηκε ποτέ να μοιραστώ δίσκο στην ζωή μου και ευτυχώς δηλαδή γιατί θα γινόμουν σίγουρα πολύ κακός. Τα χρόνια που ο πατέρας μου αγόραζε δίσκους και γύριζε στα σπιτικά πάρτι παίζοντας μουσική ήταν σίγουρα όμως λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Αγόραζε δίσκους συνεταιρικά και τους μοιράζοταν μέσα στην βδομάδα για ξεχωριστές, προσωπικές ακροάσεις. Πολλές φορές τον θυμάμαι να λέει για δίσκους που έχασε ή παράτησε ή δεν πρόσεξε όσο έπρεπε σε αθώα DJ sets τότε. Οι δίσκοι παραμένουν ένα πολυέξοδο, ακριβό χόμπι και αυτό δεν έχει αλλάξει καθόλου όλα αυτά τα χρόνια. Ο πατέρας μου δεν γνώρισε ποτέ αυτό το απάνθρωπο συναίσθημα του συλλέκτη βινυλίου. Δεν έγινε ποτέ αιχμάλωτος τους. Τον θυμάμαι να πουλάει την pub του το 1995 και να μην τον ενδιαφέρουν καν τα 4.000 βινύλια που υπήρχαν μέσα. Θυμάμαι ήταν καλοκαίρι και είχα πάει με λεωφορείο να μαζέψω όσους μπορούσα στο σπίτι. Τον ενδιέφερε η στιγμή, εκείνη η στιγμή που οι δίσκοι του θα ακούγονταν δυνατά και θα πρόσφεραν ευχαρίστηση σε όλους κάνοντας άλλη μια βραδιά πετυχημένη εισπρακτικά αλλά και fun. Δεν τον ένοιαζε το μετά και ίσως τελικά εκεί ήταν όλο το νόημα γι αυτόν.

Όταν έφυγε από την ζωή άρχισα να ψάχνω εκτενέστερα όλα τα σπίτια που θα μπορούσε να έχει αφήσει δίσκους. Στο χωριό και σε όλα τα γειτονικά σπίτια. Μάζεψα καμία κατοστάρα 45άρια και αυτά με το ζόρι – πέρα απο όλους τους δίσκους που είχαμε στο πατρικό. Ενώ ήξερα ότι συμμαθητές είχαν βινύλια του, δεν κατάφερα να τα πάρω. Ένα απο τα πιο αγαπημένα του ήταν αυτό του Λάκη Αλεξάνδρου. Δεν ξέρω, μπορεί να έγινε αγαπημένο λόγω της ιστορίας που κρύβει αλλά σίγουρα χαίροταν που τον είχε σπίτι. Τον απέκτησε με το που βγήκε, κάπου μέσα στο 1971. ‘Ηταν το ντεμπούτο του στην His Master’s Voice αλλά μην ψαρώνετε, δεν θα πω παραπάνω πράγματα για το περιεχόμενο του εν λόγω άλμπουμ, παρά μόνο κατιτίς για την κουλή ιστορία του. Πάντα πίστευα πως ήταν μεγάλος ροκ δίσκος λόγω του φοβερού του cover μέχρι που τον έβαλα στο πικάπ.

Το τότε καθεστώς στις ντισκοτέκ, παμπ και μπαρ ήθελε τον DJ να παίζει με τους δίσκους του ίδιου του μαγαζιού. Έτσι στην παμπ του πατέρα μου εκτός από τα βινύλια που αγοραζόνταν για εκεί, υπήρχε και η δική του δισκοθήκη. Κάποια στιγμή, μετά από χρόνια, ο δίσκος εξαφανίστηκε από το μαγαζί με αποτέλεσμα αυτό να τον στεναχωρήσει ιδιαίτερα. Αρκετό καιρό μετά, όταν ο πατέρας μου επισκέφτηκε κλαμπ όπου έπαιζε DJ κάποιος που κάποτε ήταν υπάλληλός του, είδε να τον σπινάρει αλλά δεν του ανέφερε απολύτως τίποτα. Το 2000, αφού πια είχε κλείσει την παμπ, φίλος με άλλο κλάμπ τον ζήτησε για να παίζει μουσική τα ΣΚ. Μετά το πρώτο του σετ, το Σάββατο το πρωί έρχεται στο δωμάτιο μου και χαρούμενος μου κουνάει τον σημαδεμένο ομώνυμο Λάκη Αλεξάνδρου! Ο ίδιος DJ που τον είχε «δανειστεί» μία δεκαετία νωρίτερα, τον ξέχασε εκεί. Έτσι, με όλο το θάρρος ο πατέρας μου τον πήρε πίσω και τώρα πλέον ανήκει σε μένα. Αυτός είναι και ο λόγος που μέχρι το 2002 (κακώς) σημάδευα όλα τα βινύλια μου για να μην τα χάνω. Βέβαια όλοι το έκαναν τότε. Το αποτέλεσμα; Κυνήγι για αναβάθμιση της κόπιας μέχρι και σήμερα.

Η επιτυχία ήταν «Το όνειρο». Κλασσικό ποπ λαϊκό του 70, με άρωμα Ελλάδας. Με επαναστατικό ρυθμό στα τύμπανα, δεύτερες φωνές τελείως κινηματογραφικές, φλάουτα που θυμίζουν Ξαρχάκο, λίγο μπουζούκι και την τρανταχτή φωνή του Αλεξάνδρου δύο κλικ πιο πάνω στην κονσόλα όπως συνήθιζαν όλοι οι λαικοί τότε. Κάτι που εικάζω πως ξεκίνησε ο Καζαντζίδης «Καλό μου όνειρο εσύ, μη φύγεις και μ’ αφήσεις μόνο την αυγή». Για τον Κωστάκη που του άρεσαν τα μουσικά ταξίδια, αυτά που κάνουν και οι δίσκοι που αλλάζουν χέρια -θέλουμε δεν θέλουμε- καμιά φορά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured