Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik «Μισός αιώνας ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα»


Το 1994 ήμουν 13 ετών. Μαθητής Γυμνασίου, γενικώς και αορίστως «ροκάς» (κάπου μεταξύ θρήνου για τους Nirvana, κασετών με Τρύπες και Σιδηρόπουλο και punk revival με Green Day και Offspring), κάπως αμήχανος με τη dance πανσπερμία που συνέβαινε γύρω. Η φάση των ravers ήταν εντελώς κουλ, αλλά «εμείς» δεν υποτίθεται ότι είμαστε οι «απέ­ναντι»; Και οι Prodigy τι είναι; Μπέρδεμα.

Τα Goody’s της Ιεράς Οδού στο Αιγάλεω βρίσκονταν στην είσοδο ενός τυπικού, μικρού εμπορικού κέντρου, σαν κι αυτά που ευδοκίμησαν στα προάστια της σοσιαλιστικής ευμάρειας στα 1980s. Τυπικό εφηβικό meeting point. Μόνο που εκεί η σύγχυση μεγάλωνε. Γιατί στο ίδιο micro mall βρισκόταν το στούντιο του LIFE FM 89.2, του «σταθμού των ravers», που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην αθηναϊκή νεανική κουλτούρα των 1990s.


Το επιτελείο του σταθμού κατά την πρώτη περίοδο (από αριστερά προς τα δεξιά εικονίζονται οι Χρήστος Βαλασέλης, Γιώργος Σανιέ, Στέφανος, DJ Lina, DJ Joe & Δημήτρης Φρέσκος

Στα σκαλιά της εισόδου του εμπορικού, σε διάφορα σημεία του αίθριου, στον πάνω όροφο, σε ένα μικρό αλσύλλιο παραδίπλα, γενικά παντού, έβλεπες «περίεργα πλάσματα». Κεφάλια σε όλες τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου, πανκιά με κορδωμένες μοϊκάνες, φρικιά κάθε διαλογής, αλλά και πιο «κανονικά παιδιά». Όλοι τους με ζακέτες Frond, t-shirts είτε πλυμένα στη χλωρίνη, είτε με στάμπες Ocean Pacific/O’Neill/Maui κτλ., αρβύλες αγορασμένες στην Ηφαίστου ή ζωγραφισμένα sneakers με λυμένα κορδόνια. Τα παπάκια, «τσαλάκια», «μπομπάκια» τους παραταγμένα σαν σε έκθεση στο μεγάλο πεζοδρόμιο. Τι έκαναν εκεί; Άραζαν. Σε απόσταση αναπνοής από τον αγαπημένο τους σταθμό. Από τον σταθμό που κάποια στιγμή γύρω στο 1995 καθόριζε τι θα ακούσει και πώς θα διασκεδάσει η μισή Αθήνα. Εκείνη που δεν πέταγε χαρτοπετσέτες στα ελληνάδικα, αλλά αφηνόταν στο κύμα της ηλεκτρονικής χορευτικής επανάστασης που είχε έρθει για τα καλά και στα μέρη μας.


Δημήτρης Λαζαρίδης

20+ χρόνια μετά, ο Γιώργος Σανιέ –εκ των τεσσάρων ιδρυτών– θυμάται γελώντας αυτήν την οικονομικά «μεγαλειώδη αποτυχία», που όμως σημάδεψε μια εποχή και μια γενιά. Φυσική κατάληξη όλων των πραγμάτων που κινούνται με μόνο καύσιμο τον ρο­μαντισμό και τα νεανικά kicks, αδιαφορώντας για business plans κι επιχειρηματικά ορθές αποφάσεις; «Μπήκα στον σταθμό το 1991. Ήταν μια συχνότητα που είχε πάρει η ΟΝΝΕΔ, αλλά ουσιαστικά δεν την είχε αξιοποιήσει. Δεν είχα καμία σχέση με τα πολιτικά, αλλά ραδιοφωνικός πειρατής ήμουν ήδη από το 1985. Αρχικά εκπέμπαμε απλά ως 89.2, χωρίς συγκεκριμένο μουσικό ύφος –παίζαμε όλα τα είδη». «Από italo ως Joe Cocker», συμπληρώνει η έτερη δημιουργική ψυχή του σταθμού, Δημήτρης Λαζαρίδης, ο οποίος μπήκε στο εταιρικό σχήμα στις αρχές του 1994. Ξανά ο λόγος στον Σανιέ. «O LIFE FM 89.2 προέκυψε το 1993. Ήδη από τα τέλη των 1980s υπήρχε μια αναμπουμπούλα, όλοι περιμέναμε κάτι καινούριο. Και ξαφνικά έσκασε το rave. Είδα το ρεύμα, τη φρεσκάδα και τη δυναμική του κι αποφασίσαμε να παίζουμε ό,τι ηλεκτρονικό κυκλοφορούσε. Δεν ήταν μια στρατηγική, επιχειρηματική κίνηση –νιώσαμε την ανάγκη να καλυφθεί αυτό το κενό και το κάναμε».


Αλέξανδρος Δράκος

Ο Δημήτρης Λαζαρίδης το περιγράφει πιο συνοπτικά: «ήταν μια ενστικτώδης κίνηση. Νιώθαμε το groove της στιγμής, υπήρχε το Άλσος, τα πάρτυ στα Οινόφυτα, το έδαφος ήταν πρόσφορο για έναν σταθμό που θα εκφράζει όλους αυτούς τους ανθρώπους». Κι έτσι σχηματίστηκε μια συχνότητα που αγκάλιασε νομοτελειακά το underground, ακόμα και κόντρα στις προτιμήσεις των εμπνευστών του (ο Γιώργος ακόμα και σήμερα ομολογεί «εγώ άκουγα πιο εμπορικά κομμάτια»). Ένας σταθμός με λογική αδιανόητη για τα σημερινά ραδιοφωνικά δεδομένα, μια –τηρουμένων πολλών αναλογιών, προφανώς– αθηναϊκή εκδοχή των πειρατικών λονδρέζικων σταθμών του 1988/1992.

Η εξάπλωσή του ήταν σεισμική. «Αντιπροσωπεύαμε σαφώς το καινούριο, αλλά δεν ξέραμε τι ακριβώς ήταν. Το μαθαίναμε όσο εξελισσόταν μαζί μας», είναι η εξήγηση. Την απόδειξη δίνουν τα νούμερα. Στις μετρήσεις της Focus Bari o LIFE έφτασε στο peak του (1995/96) μέχρι το 4,5% των γενικών ακροαματικοτήτων, σαρώνοντας με ποσοστά ως και 15% στις ηλικίες 13­-17 & 18-­24. Σε αυτό το νεανικό κοινό ήταν σταθερά δεύτερο ραδιόφωνο στην πόλη, συχνά όμως ακόμα και πάνω απ' τον ΚΛΙΚ FM, που όλοι ξέρουμε τι ειδικό βάρος κουβαλούσε στη lifestyle επέλαση της εποχής. «Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, την επιτυχία την καταλάβαινα στα φανάρια. Κυκλοφορούσα με ένα παπί και, μέχρι να ανάψει το πράσινο, άκουγα από τα μισά αμάξια να παίζει ο LIFE. Βέβαια, χειροπιαστά, το εκτόπισμα του σταθμού το καταλαβαίναμε στα πάρτυ. Είχαμε κάνει ένα 48ωρο στο Horus στο Περιστέρι, σε όλη τη διάρκεια του οποίου πέρασαν σχεδόν 12.000 άνθρωποι», λέει ο Γιώργος, ενώ ο Δημήτρης θυμάται τις δύο επικές, sold-out Παραμονές Πρωτοχρονιάς στο Άλσος, αλλά και τα open air events στην παραλιακή. Και συμπληρώνει: «Είχαμε δύναμη. Επιλέγαμε, σε κάποια φάση, τι θα ακούσει η Αθήνα. Στηρίξαμε το underground και, αν υποθέσουμε ότι ο ΚΛΙΚ ήταν πιο ΒουΠου, στους 89.2 και βρήκαν φωνή και διέξοδο πολλά παιδιά από τις λαϊκές γειτονιές των δυτικών προαστίων. Στο τηλεφωνικό κέντρο γινόταν χαμός, «μου έχεις σώσει τη ζωή» και τέτοιες ατάκες άκουγαν οι παραγωγοί. Τότε το rave, καλώς ή κακώς, αποτελούσε ένα νεανικό κίνημα στο οποίο ήθελες να ανήκεις κι εμείς το ενσαρκώναμε. Δεν μπορεί να φανταστεί κάποιος που δεν το έζησε πόσος κόσμος ερχόταν στο εμπορικό απλά για να περνάει την ώρα του, να βρίσκει ή να κάνει φίλους». Ήταν αυτά τα παιδιά που έκαναν εντύπωση στον 13χρονο του προλόγου...


Το πρόγραμμα του σταθμού δημοσιευμένο στο πρώτο τεύχος του ιστορικού περιοδικού Lemon

Από το στούντιο στο Αιγάλεω, λοιπόν κι από την κεραία στα Πυροβολεία του Σχιστού έφευγε το σήμα που συντόνιζε την Αθήνα στο Power Mix της Λίνας. Στις εκπομπές του Γρηγόρη Στάικου και του Γιώργου Γεωργα­κόπουλου, του Χρήστου Σταυρόπουλου και των Γιάννη Παπαϊωάννου (ΙΟΝ) & Μερόπης Κοκκίνη. Στο εκρηκτικό drum ‘n’ bass διώρο της Ηλιάνας και του Αλέξανδρου Δράκου (aka Massive). Στις εκπομπές των ίδιων των Γιώργου Σανιέ και Δημήτρη Λαζαρίδη. Στα sets μερικών εκ των σημαντικότερων DJs που έβγαλε η αθηναϊκή σκηνή –ο Mikele με progressive, o Πέτρος “Floorfiller” Κοζάκος με βρετανικό uplifting trance, o DJ Savage της Kinetic Records με techno. Κι ακόμα ο Μιχάλης Βέρρος, ο Γιάννης Μέγας των Trancemedia με πρώιμο psychedelic trance, η DJ Liberty, ο Σπύρος Καλούμενος και τόσοι άλλοι, που αδικούνται από τη μη αναφορά.

Σε ζωντανό πρόγραμμα, 07.00-02.00, 7 μέρες την εβδομάδα. Με τις εκπομπές να γίνονται σχεδόν αποκλειστικά με βινύλια, τα οποία προμήθευε ως χορηγός το Discobole του Γιώργου Κανέλλη. Εξασφαλίζοντας ότι ο LIFE 89.2 θα έχει την πιο cuttin’ edge μουσική που κυκλοφορούσε και κάνοντας ακαταμάχητη τη δισκοθήκη του σταθμού. «Μαθαίνοντας, βάλαμε μια στοιχειώδη δομή με μια playlist γύρω στο 1995: 3-4 κομμάτια να κάνουν rotation στις εκπομπές, όχι κάτι τρομερό. Γρήγορα άλλωστε μας μυρίστηκαν οι δισκογραφικές, που ήταν ακόμα κραταιές και πίεζαν να κάνουμε πιο βατό το πρόγραμμα. Βγάζαμε και συλλογές μαζί τους –με την Eros, την FM Records, την Planetworks, και φυσικά το Discobole. Σε γενικές γραμμές, πάντως, υπήρχε απόλυτη ελευθερία. Η λογική ήταν ότι το πρωί και μέχρι νωρίς το απόγευμα έπαιζαν πιο ήρεμα πράγματα (trip hop, lounge, συλλογές Café del Mar κτλ.), αλλά όλο και κάποιος τρελαμένος θα άρχιζε να βαράει από το πρωί», εξηγεί ο Λαζαρίδης το modus operandi του LIFE.


Σπύρος Καλούμενος

«Δεν μπορέσαμε να συνειδητοποιήσουμε το μπαμ και να το διαχειριστούμε σωστά επιχειρηματικά και γι' αυτό δεν βγάλαμε λεφτά. Ο σταθμός βέβαια έφτασε να απασχολεί 28 άτομα. Να σκεφτείς π.χ. ότι μας άκουγαν 40.000 άτομα την εβδομάδα και οι ανταλλακτικές διαφημίσεις με ένα επιδραστικό περιοδικό, όπως τότε π.χ. το 01 που πουλούσε 5-7.000 τεύχη το μήνα, ήταν ισότιμες. Γιατί είχαμε τη λογική να στηρίξουμε τους πάντες», συμπεραίνει σήμερα, χωρίς πικρία, ο Γιώργος Σανιέ. «Σταδιακά ο σταθμός μεγάλωσε τόσο που έφυγε από τα χέρια μας. Εμφανίστηκαν πολλές απαιτήσεις σε μας που τον τρέχαμε. Και συνέβη και κάτι άλλο: η επιτυχία μας προφανώς ενόχλησε. Είχαμε διαρκώς μπελάδες με ασφαλιστικά μέτρα από τους διπλανούς σταθμούς. Από τη μία ο Jeronimo Groovy στους 88.9 κι από την άλλη ο σταθμός της Εκκλησίας, με όσα συνεπάγεται αυτό. Και γύρω-γύρω τα μεγάλα συγκροτήματα, τα οποία είχαν μυριστεί την επιτυχία και ήθελαν να μας αγοράσουν. Χωρίς σοβαρές υποδομές σε εξοπλισμό, χωρίς χρηματοδότη-επενδυτή και όλοι μιλούσαν για μας», προσθέτει. «Δεν το εξαργυρώσαμε. Θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει κάτι παράλληλο. Να είχαμε ανοίξει έστω ένα δισκάδικο ή ακόμα κι ένα club», συμπληρωνει ο Λαζαρίδης.

Η πίεση βέβαια δεν προερχόταν μόνο από τα διαρκώς αυξανόμενα μανατζερικά καθήκοντα. Σε μια χώρα που μέχρι το 1980 δεν γίνονταν καν ξένες συναυλίες, είχε έρθει με πολύ μεγάλη φόρα από το εξωτερικό μια εκρηκτική κουλτούρα προορισμένη να σοκάρει μικροαστικές συνειδήσεις. Βάλε στο σέικερ και τα ιδιωτικά κανάλια στα πρώτα τους βήματα να περνούν βαριά την παιδική ασθένεια του κιτρινισμού, πρόσθεσε και τα glossy περιοδικά που άνοιγαν συνεχώς πεινασμένα για εκκεντρικότητα κι έχεις το μείγμα που γέννησε τη «Μάνα Ρέιβερ» και τα υστερικά ρεπορτάζ στις τηλεοράσεις για τη «μουσική των ναρκωτικών που απειλεί τη νεολαία». Τα ίδια είχαν περάσει και στη Μεγάλη Βρετανία, 6-7 χρόνια πριν.

«Το rave αντιμετωπίστηκε σαν δημόσιος κίνδυνος από εφημερίδες, τηλεοράσεις κτλ. Μας παίρνανε από απίστευτες εκπομπές για να βγούμε και να μιλήσουμε, ενώ υπήρχε και μια αντίληψη «έχεις τον σταθμό των ravers, πουλάς ναρκωτικά»: έπρεπε συνεχώς να απο- δεικνύεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Παίζανε στις ειδήσεις κάτι τρίλεπτα ρεπορτάζ και δείχνανε σκηνές από πάρτυ στην Ολλανδία και ο κόσμος νόμιζε ότι γίνονται όργια στα δικά μας. Υπάρχει δε μια φοβερή σκηνή στην οποία έχουν έρθει οι αστυνομικοί και με μπουζουριάζουνε πάνω στις κεραίες και με βλέπει η μάνα μου live στον τότε ΣΚΑΪ με χειροπέδες. Τώρα είναι αστείο, τότε όχι και τόσο. Πάρα πολλοί DJs βρέθηκαν στο αυτόφωρο, απλά και μόνο γιατί έπαιζαν μουσική σε πάρτυ στα οποία μπούκαρε η αστυνομία. Μιλάμε για τραγελαφικά πράγματα, γιατί οι καταστάσεις ήταν πρωτόγνωρες για όλους, από τον κόσμο μέχρι τα media και τις αρχές. Κι από την άλλη, έχει σημασία αυτό, παράλληλα συνέβαινε και η έκρηξη των ελληνάδικων. Το δίλημμα ήταν λαϊκά ή trance, σε κάποια φάση. Και το συμπέρασμα είναι πόσο περισσότερο έβγαινε τότε ο κόσμος σε σχέση με σήμερα», ο Γιώργος Σανιέ φωτίζει και την αθέατη πλευρά.


Flyer για το 12ωρο πάρτυ Celebration Generation

«There is no business like… rave business», λέει ο ιστορικός τίτλος ενός 01 της εποχής. Γρήγορα λοιπόν ο LIFE βρήκε μιμητές, ο NRG στους 105.5 δημιουργήθηκε ως αντίπαλο δέος, ενώ και πιο mainstream σταθμοί πρόσθεσαν υποχρεωτικά dance ζώνες στο πρόγραμμά τους. Όμως, όπως συμβαίνει πάντα, η παρακμή ακολούθησε τις χρυσές μέρες. «Δεν δημιουργήθηκε σκηνή με τον σωστό τρόπο, δεν βγήκαν παραγωγοί, δεν στήθηκαν labels και μόλις πέρασε η μόδα (ή όταν σε συγκεκριμένα είδη όπως η trance έγιναν πιο χουλιγκάνικα τα πράγματα), το πράγμα έπεσε. Μπήκαν φυσικά και πολλοί αεριτζήδες μέσα και το χάλασαν», προσθέτει ο Λαζαρίδης, ο οποίος παρέμεινε ενεργός και ως εκδότης δύο περιοδικών (Lemon, Freeze) ή ως συνιδιοκτήτης του Astron bar, οπότε ξέρει τι πήγε στραβά με πολλές ιδιότητες. «Το 1997 πουλήσαμε τον σταθμό γιατί πια χάναμε λεφτά για να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις του εξοπλισμού και των δικηγόρων», βάζει την τελεία ο Σανιέ. Δημιουργήθηκαν δύο ομάδες, η μία πήγε να τρέξει τον NRG και η άλλη πήγε στον BLUE SKY 107.2, που άντεξε ως το 2001.

Δεν τα κατάφερε όμως κι άσχημα ένας σταθμός που παρήγαγε τόσο ισχυρές αναμνήσεις, ώστε μέχρι και διαδικτυακή εκδοχή του είδε να στήνεται πριν λίγα χρόνια. Κι εκτός από αναμνήσεις, είχε και πολλές ιστορίες. Ας κλείσουμε με δύο από τον Λαζαρίδη: «Είχα φιλοξενούμενο στην εκπομπή μου τον DJ LoFi για ένα ημίωρο mix κι όσο έπαιζε με παίρνει ο τεχνικός και μου λέει κατι περίεργο ακούγεται εδώ και 10 λεπτά, μάλλον έχουμε πέσει. Φυσικά δεν συνέβαινε τίποτα τέτοιο, απλά ο Λάμπρος έπαιζε full obscure κι ακουγόταν ένας βόμβος –τόσο καινούρια ήταν για όλους όλα, τότε. Η δεύτερη ιστορία έχει πρωταγωνιστή τον LTJ Bukem και την υπόλοιπη συμμορία των Logical Progression. Τους είχαμε φέρει για το +SODA και πιο πριν πέρασαν μια βόλτα από το στούντιο. Τα παλικάρια, βέβαια, ήταν μέσα στην κουλτούρα του ganja, οπότε άρχισαν να βγάζουν κάτι τεράστια τσιγάρα και να κυκλοφορούν σαν να μη συμβαίνει τίποτα μέσα στο εμπορικό. Δίπλα στον LIFE ήταν ας πούμε ένα οδοντιατρείο. Εγώ από τη μία ήθελα να μη μας πάρει χαμπάρι κανείς, από την άλλη ντρεπόμουν να τους πω να τα σβήσουν. Τελικά όλα πήγαν καλά, όμως ζορίστηκα μέχρι να φύγουν. Φθηνά τη γλιτώσαμε, για ακόμα μία φορά...».

* οι φωτογραφίες του άρθρου προέρχονται από το αρχείο του Δημήτρη Λαζαρίδη

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, «Μισός αιώνας ηλεκτρονικής μουσικής στην Ελλάδα», που κυκλοφόρησε το 2016.
Μπορείτε να το αποκτήσετε πατώντας
εδώ

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured