του Παντελή Αντωνιάδη


Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik «Η μουσική βίβλος των '70s»

«Ορίστε ένα ακόρντο. Ορίστε το επόμενο. Ορίστε κι ένα τρίτο. Και τώρα φτιάξτε μια μπάντα». Το παραπάνω σύνθημα εμφανίστηκε στο βρετανικό fanzine Sideburns τον Δεκέμβριο του 1976. «Όχι Elvis, Beatles και Rolling Stones το 1977». Απόσπασμα από το κομμάτι 1977 των Clash. “No future”. Το σλόγκαν που υιοθέτησαν οι Sex Pistols και έσπευσαν άμεσα να θέσουν σε πρακτική εφαρμογή. Τρία πιασάρικα συνθήματα που έρχονταν να υποδείξουν λακωνικά αλλά κρυστάλλινα, τους τρεις θεμέλιους λίθους της punk rock φιλοσοφίας. 

 

 

Απόλυτη επικράτηση της Do It Yourself νοοτροπίας σε αντιδιαστολή με τον περφεκτιονισμό και την τεχνική αρτιότητα της progressive rock και το κυνήγι των κιθαριστικών ταχυδακτυλουργικών του Jimi Hendrix. Βίαιη ρήξη με τα είδωλα του παρελθόντος και εγκαθίδρυση ενός νέου Έτους Μηδέν, στο οποίο πρωταρχικό ρόλο θα διαδραμάτιζε η επιστροφή στις αξίες του πρώιμου rock ‘n’ roll, δηλαδή ένα μπουκέτο από λιτές ενορχηστρώσεις, εκρήξεις αδρεναλίνης και καταιγιστικές ταχύτητες. Μηδενιστικό κρεσέντο, απόρροια της αυξημένης ανεργίας και των κοινωνικών αναταραχών της Μ. Βρετανίας του 1977.

 

Η αλήθεια είναι ότι το punk rock, ως μουσική φόρμα, είχε ήδη μια αμερικανική προϊστορία από τις πρωτόλειες καταθέσεις των Stooges και MC5 έως τις μεταγενέστερες αναζητήσεις των New York Dolls και των Ramones, την αποφασιστική ώθηση έδωσαν όμως οι Sex Pistols, εμπλουτίζοντας το μουσικό μέρος με κοινωνικοπολιτικά τσιτάτα, ορμητικές αντιδράσεις, αντιεξουσιαστική ιδεολογία, συνεχή απρόβλεπτα happening και επαναστατικό street style δια χειρός Vivienne Westwood. Η πρώτη φάση της punk περιπέτειας είχε ολοκληρώσει τον κύκλο της σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο του ενός χρόνου, δίνοντας τη θέση της στις ακόμη πιο ενδιαφέρουσες ηχητικά new wave/post punk μετεξελίξεις. Αυτό είναι και το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούμε.


 

Προϊστορία 

Στοιχεία της φόρμας που αργότερα βαφτίσαμε punk rock μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετά βαθιά στο παρελθόν. Το “Louie Louie” στην εκτέλεση των Kingsmen από το Portland το 1963 έχει όλες τις προδιαγραφές για να θεωρηθεί ως ένας πρώιμος ηχητικός συγγενής. Οι απλές, μινιμαλιστικές garage rock συγχορδίες του “You Really Got Me” και “All Day And All Of The Night” των Kinks προσφέρουν οικειότερο άκουσμα, θυμίζοντας ξεκάθαρο προπομπό της γνώριμης κουπλέ–ρεφρέν, σε ρυθμό 4/4, συνταγής και με εναλλαγή τριών ακόρντων, συνταγής που καταξίωσε τους Ramones. Ο mod ύμνος πάλι του “My Generation” των Who, με την ένταση και τον κραυγαλέο επαναστατικό χαρακτήρα του, διέθετε αρκετές ομοιότητες με την punk rock φιλοσοφία, ώστε να γίνει αποδεκτό από τους Sex Pistols, ενώ κοινά στοιχεία μπορεί να εντοπίσει κάποιος και στο garage psych των Seeds.

Ακόμη πιο κοντά στην έννοια του punk βρέθηκαν οι προερχόμενοι από την πολιτεία του Μίσιγκαν, Stooges του Iggy Pop και MC5, εξού και προσδιορίζονται ως protopunk, αλλά και οι Velvet Underground, που άμεσα ή έμμεσα λειτούργησαν ως μέγας παράγοντας έμπνευσης στην δημιουργία του είδους. Σημαντικός κρίκος της αλυσίδας είναι οι New York Dolls, οι οποίοι στις αρχές των ‘70s, επανακαθόρισαν την πρωταρχική αγριάδα του rock ‘n’ roll, χτίζοντας μια glam punk έκρηξη αδρεναλίνης, που έμοιαζε να πατά ταυτόχρονα στο παρόν και στο μέλλον. Στη λίστα των προπομπών–προφητών του punk συγκαταλέγονται επίσης οι Suicide με το φουτουριστικό, ταξιδιάρικο rock ‘n’ roll τους, οι Modern Lovers του Jonathan Richman, οι επίσης αμερικάνοι Death, Devo, Pere Ubu, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού οι αναθεωρητές του pub rock, Dr Feelgood και οι Stranglers και στην Αυστραλία οι Saints.


 

New York, New York

Είχε παραβεί έναν από τους βασικούς κανόνες της συναυλιακής Βίβλου. Μη μιλάς άσχημα και πάνω απ’ όλα μην προσβάλλεις το κοινό σου. Μπροστά σε 6.600 πολίτες της Φλόριντα, ανυπόμονους να απολαύσουν τον headliner Bob Seger μετά της Silver Bullet Band του, η Patti Smith θεώρησε καλό ν’ ανοίξει το live της με μια αδέξια επίθεση κατά της πόλης (Τάμπα) και των κατοίκων της. Δύο τραγούδια αργότερα, προσπαθούσε να αγνοήσει ό,τι συνέβαινε γύρω της και να πραγματοποιήσει αυτό που είχε δηλώσει σ’ ένα ανταποκριτή του Melody Maker: «Το “Ain’t It Strange” με εξωθεί να χάνω την επαφή με το συνειδητό και να περνώ σ’ ένα είδος υπερβατικής εμπειρίας». 



H Patti Smith ανήγγειλε μπροστά σε 60.000 fans στην Ιταλία την πρόωρη αποχώρησή της από τα μουσικά δρώμενα. Χρειάστηκε να περάσουν γύρω στα 15 χρόνια μέχρι να αισθανθεί αρκετά δυνατή, ώστε να επανέλθει

Στην πράξη αυτό σήμαινε ότι η Smith περιστρεφόταν ανεξέλεγκτα σαν θηλυκός δερβίσης, ελπίζοντας ενδόμυχα ότι η ζάλη δεν θα οδηγούσε σε κατάρρευση. Ο στροβιλισμός την έφερε εκτός θέσης, παραπάτησε σ’ ένα από τα μόνιτορ, έχασε την ισορροπία της και έπεσε άγαρμπα από σεβαστό ύψος στο τσιμέντο που βρισκόταν κάτω από τη σκηνή. Ο αδερφός της και μέλος του βοηθητικού συνεργείου, Todd Smith, έτρεξε πανικόβλητος, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Η Patti Smith μετρούσε κατάγματα στη σπονδυλική στήλη, 22 ράμματα στο κεφάλι, μια σειρά από επιπλοκές που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων προσωρινή παράλυση των κάτω άκρων και μια σοβαρή αίσθηση αποστασιοποίησης, τόσο σε σχέση με τον εαυτό της όσο και σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον. Οι επιπτώσεις του τραγικού ατυχήματος του Ιανουαρίου του 1977 αποδείχθηκαν εξαιρετικά σοβαρές. Τρία χρόνια μετά το συμβάν η μεγάλη rock ελπίδα και beat ποιήτρια, Patti Smith, ανήγγειλε μπροστά σε 60.000 fans στην Ιταλία την πρόωρη αποχώρησή της από τα μουσικά δρώμενα. Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια μέχρι να αισθανθεί αρκετά δυνατή, ώστε να επανέλθει.



Oι Television ξεπρόβαλλαν με το επικό Marquee Moon αλλά και διάχυτους ψιθύρους ότι στην ουσία ήταν μεταμφιεσμένοι hippies.

 

Μαζί με τους σύγχρονούς της Television, Blondie, Talking Heads, Richard Hell και Ramones, η Smith αποτέλεσε το σύμβολο και το πνεύμα της νεοϋορκέζικης punk σκηνής. Αυτοί οι punks είχαν όμως ελάχιστα κοινά στοιχεία με τους Βρετανούς συναδέλφους τους. Για την ακρίβεια (με την εξαίρεση των Ramones), στο Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζονταν τουλάχιστον με καχυποψία. Όλες αυτές οι μπάντες απέπνεαν μια αύρα αρτίστικης ευφυΐας, η οποία απουσίαζε τελείως από το πρώτο κύμα της βρετανικής punk σκηνής. Ακόμη κι έτσι, οι βρετανοί πρωτοπόροι εμφάνιζαν ορισμένες –μάλλον τυχαίες– ομοιότητες με τους συναδέλφους της Νέας Υόρκης. Τα σκισμένα t-shirt που φορούσαν τα μέλη του αρχικού σχήματος των Television, η επιρροή από το "Blank Generation" του Richard Hell, ο εμπρηστικός μινιμαλισμός των Ramones.

Τα υπόλοιπα –οι ρίζες της Smith στους beat ποιητές, ο φόρος τιμής των Television στον Igor Stravinsky, οι ακαδημαικές προεκτάσεις των Talking Heads, η ροπή των Blondie προς την ‘60s Phil Spector έμπνευσης pop– αφέθηκαν στην άκρη, έτοιμες να διεκδικηθούν αργότερα από τους post punk δημιουργούς. Το στοιχείο που ένωνε τους εκπροσώπους της punk σκηνής της Νέας Υόρκης ήταν μια βαθιά αίσθηση συντροφικότητας (για να μην αναφέρουμε και το ειδύλλιο της Patti Smith με τον frontman των Television, Tom Verlaine). H οποία προέκυπτε από και οικοδομήθηκε πάνω σε μια μακρά αρνητική ενέργεια και παραμονή στο καλλιτεχνικό περιθώριο. Το 1973 η Νέα Υόρκη προσέφερε ελάχιστους χώρους όπου θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν νέα ταλέντα.



Το Mercer Arts Center, έδρα των New York Dolls, έκλεισε εκείνη τη χρονιά, αφήνοντας ουσιαστικά το θρυλικό Max’ s Kansas City ως μοναδική αξιόλογη live επιλογή στην πόλη. Τον Δεκέμβριο, όμως, ο επιχειρηματίας Hilly Kristal άνοιξε ξανά ένα από τα δύο μπαρ που είχε στην κατοχή του στο Μανχάταν. Το ονόμασε CBGBs πεπεισμένος ότι τα αρχικά από τα οποία αποτελούνταν ο τίτλος του μαγαζιού (country, bluegrass, blues) αντιπροσώπευαν τα μουσικά είδη που κατά τη γνώμη του επρόκειτο να είναι ο ήχος του μέλλοντος. Αντί γι’ αυτό, το μπαρ του πρώην Hell’s Angel εξελίχθηκε στο απόλυτο καταφύγιο μιας γενιάς μουσικών που πάλευαν να αποφύγουν οτιδήποτε είχε σχέση με την mainstream rock κουλτούρα της εποχής. Η Patti Smith θυμάται ότι, «το CBGB’s δημιουργήθηκε χάρη στην επιμονή των παιδιών από τους Television. Νομίζω ότι ακόμη και η σκηνή είχε χτιστεί με προσωπική εργασία των μελών της μπάντας. Ήμασταν τόσο ευτυχισμένοι που είχαμε ένα χώρο στον οποίο μπορούσαμε να παίξουμε οτιδήποτε θέλαμε, χωρίς περιορισμούς, ώστε να μην δίνουμε σημασία στην έλλειψη στοιχειωδών έστω ανέσεων. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι συνέχεια κάτι σημαντικό και απρόβλεπτο συνέβαινε».

Οι Television ήταν πράγματι οι πρώτοι της παρέας που εμφανίστηκαν στο CBGB’s τον Μάρτιο του 1974. Το συγκρότημα ήταν το καλλιτεχνικό όχημα δύο συμμαθητών από το Ντέλαγουερ, του Tom Miller (μετέπειτα Tom Verlaine, από τον Γάλλο ποιητή του 19ου αιώνα) και του Richard Meyers (μετέπειτα Richard Hell), οι οποίοι ξεκίνησαν ως Neon Boys για ν’ αλλάξουν όνομα και ηχητική ταυτότητα όταν ο κιθαρίστας Richard Lloyd προσχώρησε στο σχήμα. Η Patti Lee Smith και ο σύντροφος της, κιθαρίστας και rock κριτικός Lenny Kaye, ήταν οι επόμενοι. Εμφανίζονταν σποραδικά για μια τριετία συνδυάζοντας κιθάρα, πλήκτρα (από τον Richard Sohl) και ποιητικές απαγγελίες από την Smith.

Ένα αναπάντεχο μίγμα αδρεναλίνης, πνευματικής ανάτασης και φόρου τιμής στον Bob Dylan. Μισό rockn roll ξόρκι, μισή performance art, τα πρώτα live της Patti Smith δημιουργούσαν κύματα ενθουσιασμού στο underground rock κοινό της πόλης. Όταν, πάντως, άρχισαν να παίζουν «επίσημα» από τον Φεβρουάριο του 1975, η μπάντα είχε υιοθετήσει μια πιο συμβατική προσέγγιση. Πίσω στο 1974, και συγκεκριμένα τον Μάιο, ως support των Television έτυχε να εμφανιστεί το κοριτσίστικο τρίο των Stilettoes, ενισχυμένο με άντρες rock μουσικούς. Διαδοχικές αλλαγές στη σύνθεση άφησαν τελικά την μπάντα στα χέρια του κιθαρίστα Chris Stein και της τραγουδίστριας Debbie Harry.



Αφού κράτησαν για λίγο το όνομα Angel and The Snakes, γρήγορα μεταμορφώθηκαν σε Blondie, λανσάροντας ένα ρεπερτόριο γεμάτο διασκευές από τα ‘60s. Τον ίδιο Μάιο έκαναν το CBGB’s ντεμπούτο τους και οι Ramones. Προερχόμενοι από τις στάχτες διάφορων αποτυχημένων glam σχημάτων, το κουαρτέτο χάραξε ένα στενό μονοπάτι στην rock ‘n’ roll ζούγκλα, σερβίροντας δύο ντουζίνες πανομοιότυπων δίλεπτων ενέσεων αδρεναλίνης. Το αποτέλεσμα ήταν ένα 40λεπτο set–καταιγισμός από μια πραγματική μουσική υπερταχεία. Ο Hilly Kristal αποφάνθηκε ότι «κανένας δεν πρόκειται ποτέ να σας γουστάρει, guys», ωστόσο συνέχιζε να τους προσκαλεί να παίξουν ξανά και ξανά και η μουσική ελίτ του Manhattan συνέχισε επίσης να δίνει το παρών. Τι κι αν οι Ramones ξεχείλιζαν από ξεροκεφαλιά και δεν είχαν καμία διάθεση να διαρρήξουν τις σχέσεις τους με το προφανές και προβλέψιμο. Αρκούσε ένας ύμνος σαν το “Judy Is a Punk” και το CBGBs έπαιρνε φωτιά.

Στο μεταξύ, στις αρχές του 1975, ο Tom Verlaine είχε βαλθεί να μετατρέψει τους Television σ’ ένα μουσικό όχημα όπου rockn roll, jazz και πειραματική διάθεση, θα έθεταν τους τρεις άξονες. Εμπόδιο στις φιλοδοξίες του ήταν ο Richard Hell και το περιορισμένο μουσικό βεληνεκές του, καλό για συγκρουσιακό garage rock, ακατάλληλο όμως για κάτι πιο απαιτητικό. Μερικές πρόβες στο στούντιο αργότερα, ο Verlaine είχε πείσει τον Hell ν’ αποχωρήσει και το επτάλεπτο single “Little Johnny Jewel” ερχόταν να επιβεβαιώσει ότι οι Television δεν έμεναν μόνο στα πρωτόγονα punk μοτίβα. Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς Television και Patti Smith Group μοιράστηκαν την ίδια σκηνή σε 20 live εμφανίσεις, τραβώντας τους επαΐοντες σαν μαγνήτης.



Η Arista έσπευσε να υπογράψει την Smith, o John Cale των Velvet Underground ανέλαβε την παραγωγή και το ντεμπούτο άλμπουμ, Horses, αποθεώθηκε (κάποιοι κριτικοί μίλησαν για ένα από τα σπουδαιότερα ντεμπούτο άλμπουμ όλων των εποχών) ως μια δουλειά που δεν θυσίαζε ούτε ίχνος από την ζωντάνια και την εφευρετικότητα των πρώτων συναρπαστικών εμφανίσεών της. Η επιτυχία της Smith φαινόταν να ωθεί την Arista στο να υπογράψει και τους Television, οι επόμενοι ένοικοι του CBGB’s που κατέληξαν όμως με συμβόλαιο σε πολυεθνική εταιρεία, ήταν οι Ramones. Η κίνηση έγινε από την Sire τον Ιανουάριο του 1976. Το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμτους ηχογραφήθηκε μέσα σε χρονικό διάστημα μιας εβδομάδας και έγινε δεκτό με διθυραμβικές διαθέσεις. Κυρίως στη Μ. Βρετανία, όπου οι ντόπιοι punk αστέρες Sex Pistols και Damned είχαν θέσει τις μηχανές σε φουλ λειτουργία.

Ήταν ολοφάνερο ότι οι Ramones αποτελούσαν αυτοδίκαια μέλος της παρέας και όταν έφτασαν στο Λονδίνο για εμφανίσεις τον Ιούλιο, τόσο οι Sex Pistols όσο και οι Clash ζήτησαν να τους συναντήσουν από κοντά. Ο Dee Dee Ramone θυμάται ότι ο Johnny Ramone ήταν ιδιαίτερα ευγενικός με τον Johnny Rotten. Έσφιξε το χέρι του, τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη και τον ρώτησε αν θέλει μια μπίρα. Ο Rotten απάντησε καταφατικά, χωρίς να γνωρίζει ότι οι Ramones συνήθιζαν να γαρνίρουν τις μπίρες που πρόσφεραν με μερικές σταγόνες ούρα ως μίνι αστείο. Το βέβαιο είναι, πάντως, ότι η μπίρα καταναλώθηκε και μάλιστα άσπρο πάτο. Εξίσου δημοφιλής στη Μ. Βρετανία αποδείχθηκε και η Patti Smith.



H υπόλοιπη παρέα του CBGB’s, όμως, δεν γνώρισε την ίδια θριαμβευτική υποδοχή. Έχοντας καθυστερήσει την υπογραφή του συμβολαίου τους με πολυεθνική μέχρι τα τέλη του 1976, οι Television ξεπρόβαλλαν με το επικό Marquee Moon αλλά και διάχυτους ψιθύρους ότι στην ουσία ήταν μεταμφιεσμένοι hippies, ειδικά όταν έμπαιναν σε σύγκριση με την απλή power pop του support act τους, των Blondie. Τέτοια ήταν η ποιότητα και οι προδιαγραφές star της Debbie Harry, ώστε ένα χρόνο προτού κυκλοφορήσουν το πρώτο τους άλμπουμ, οι δημοσιογράφοι πίστευαν ότι το Blondie αναφερόταν στην frontwoman και ότι τα υπόλοιπα μέλη ήταν ανώνυμοι session μουσικοί. Η Harry χρησιμοποιούσε κάθε συνέντευξη πασχίζοντας να δώσει τέλος στην παρανόηση, ωστόσο, όσο περνούσε ο καιρός και εξελισσόταν ολοένα και περισσότερο σε πασίγνωστο pop είδωλο, η κατάσταση έμοιαζε να ξεφεύγει από τον έλεγχό της.

Το 1978 οι Blondie ήταν πλέον pop stars και η σύνδεσή τους με το CΒGBs είχε σχεδόν ξεχαστεί. Στο μεταξύ η Patti Smith είχε επίσης περάσει στο επόμενο επίπεδο έχοντας κερδίσει βραβεία με τα Horses και Radio Ethiopia, η συνεργασία με τον Bruce Springsteen στο “Because the Night” της είχε χαρίσει ένα παγκόσμιας απήχησης hit ενώ τα άλμπουμ Easter και Wave θωράκισαν ακόμη περισσότερο το μαζικό προφίλ της, μέχρι βέβαια να υποστεί το τραγικό ατύχημα της Τάμπα. Οι Television απέτυχαν να επαναλάβουν το ευφυές Marquee Moon, κυκλοφορώντας το απογοητευτικό Adventure, οι Ramones πάλι έμειναν περιχαρακωμένοι στην γνώριμη μανιέρα τους (χρειάστηκε να έρθουν τα ‘80s για να παρουσιάσουν κάτι διαφορετικό). Άλλες μπάντες που εμφανίζονταν τακτικά στο CBGB’s ήταν οι Mink DeVille και οι Talking Heads, που είχαν μετακομίσει από το γειτονικό Rhode Island.

Όπως και να’χει, πάντως, το CBGB’s στην ακμή του στέγασε μερικά από τα πιο προκλητικά και εμπνευσμένα ονόματα στην ιστορία της rock. Αν και όλα τους χαρακτηρίστηκαν ως punk, η σκηνή της Νέας Υόρκης αντιπροσώπευε μια ποικιλία στυλ και επιρροών.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, «Η μουσική βίβλος των '70s», που κυκλοφόρησε το 2015.
Μπορείτε να το αποκτήσετε πατώντας 
εδώ

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured