Best Greek of 2025

Αν και στην λίστα με τα καλύτερα διεθνή άλμπουμ της χρονιάς, η κατεύθυνση την οποία ακολούθησα για τη σύνταξή της ήταν σαφής, εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν. Η εγχώρια μουσική παραγωγή φέτος ήταν πλουσιότατη, το επίπεδο των παραγωγών υψηλό, αλλά η υφολογική διαφοροποίηση και η στιχουργική ακρίβεια κάπως πιο χαλαρές. Πάει καιρός, βέβαια, ήδη, που μιλάμε για σύμμειξη των ειδών, και στα εκάστοτε δημιουργικά μικροσύμπαντα είναι πλέον συνηθισμένο, φαινομενικά ασύμβατοι μεταξύ τους καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες, να συνεργάζονται. Αν αυτό αντανακλά τη γενικότερη ρευστότητα της εποχής, αν είναι σημείο ενός καιρού εξάντλησης και ψυχικής φόρτισης, αν είναι μια μουσική επανάσταση που ακόμη δεν καταλαβαίνουμε ή, απλώς, ένδεια πρωτοποριακών ιδεών, μόνο ο χρόνος θα δείξει – δεν μπορώ να είμαι σίγουρη. Για αυτό που είμαι, όμως, απόλυτα σίγουρη, είναι πως η ελληνική μουσική, αγγλόφωνη και ελληνόφωνη, ανθίζει στο μικρό μας παρτέρι του κόσμου, μέσα σε κοινωνικά και πολιτικά αγκάθια κι αγριόχορτα. Και το κάνει με ευγένεια, συνέπεια και ομορφιά, με όποια μέσα της δίνονται και με όσα καταφέρνει να εφευρίσκει.

Πριν διαβάσεις τη δεκάδα μου, να σημειώσεις τα ονόματα της Myrsini Kalle, των The Noodles, του Libys, της Mia Maria και των Dionysians, των Viceroy, του Bethnal Greener και των Eli & The Portraits και φυσικά να ακούσεις τις φετινές κυκλοφορίες της Nalyssa Green, της Demi Spriggs, του The Boy, του Pan Pan, του Degear0001 και του Veslemes.

P.I.E.V. & Viktoras – Detroit (Inner Ear)

Drum & bass, post punk, darkwave, synths, dance elements, και στο κέντρο, η προφορική ποίηση, που αναδεικνύεται μέσα από την εξαιρετική παραγωγή. Ως αλληγορία για την καταστροφή της ομώνυμης πόλης, το Detroit είναι η Αθήνα που, στιχουργικά τουλάχιστον, ολοένα απογοητεύει μα πεισματικά παραμένει ζωντανή, ή έστω μισοζώντανη. Ο Π.Ι.Ε.Β. περιδιαβαίνει την πόλη καταμετρώντας τις σκληρές της πλευρές και τα συναισθηματικά κουφάρια των ανθρώπων, χωρίς όμως ο ίδιος να χάνει την ανθρωπιά και την ευαισθησία του κάτω από τις κιθάρες και τα μπάσα του Βίκτωρα. Ο δίσκος αυτός, γενικότερα, ξεχωρίζει για τα συναισθήματα του – προκλητικά, ειλικρινή, δύσκολα, έντονα, που είτε θέλεις είτε όχι, διαπερνούν το κορμί και την καρδιά σε ένα ηλεκτρικό χορό, χωρίς επιτήδευση, μα με τσαμπουκά. 

 

Kalliopi Mitropoulou – Between (Submerssion Records)

Ο δίσκος αυτός είναι μια σειρά προσωπικών αφηγήσεων στο μεσοδιάστημα, ένα μουσικό Les rites de passage. Είναι η τελετουργία διάβασης της ίδιας της καλλιτέχνιδας, για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους του Arnold Van Gennep – η Μητροπούλου, δεν είναι πια το κορίτσι των κλασικών ορχηστρών, κι ούτε ακριβώς μόνο ένας ποπ χαμαιλέοντας. Δεν απαρνιέται το παρελθόν της ως αποκλειστικά βιολονίστα, κι ούτε τους αγαπημένους της συνεργάτες (εδώ, αναλαμβάνει ρόλο παραγωγού ο μέντορας της, Νίκος Βελιώτης). Στο ντεμπούτο αυτό διαπραγματεύεται το πριν και το μετά, αιωρούμενη σε ένα ενδιάμεσο χώρο, που αποτυπώνεται σε όλες τις πτυχές του, σε ένα άλμπουμ – κόσμημα, πολύτιμο μα και εύθραυστο ταυτόχρονα.

 

ION – Soundscapes Vol. 2 (Self Release)

Η ζωή στην Αθήνα γίνεται ολοένα πιο δυσβάσταχτη. Ακόμη και η ρομαντικοποίηση της μοιάζει αφελής. Όμως ακόμη πιστεύω στην τρυφερότητα του βλέμματος, στην κινηματογραφική ομορφιά μιας παγωμένης δύσης πάνω από τον Παρθενώνα, τη Συγγρού από τα παράθυρα του ΕΜΣΤ, ένα ξημέρωμα στην Αλεξάνδρας ή μια θλιμμένη γυναίκα στην αποβάθρα του ηλεκτρικού. Τα ηχοτοπία του ION, μέσα από το Soundscapes Vol. 2 κατάφεραν, φέτος, να αναζωπυρώσουν την πίστη μου αυτή, που ένιωσα ξανά και ξανά να κλονίζεται, μέσα από μια σειρά ηχητικών ιστοριών ή αναμνήσεων, που μοιάζει ανέλπιστα οικεία.

 

MOb – II (Veego records)

Το πολυαναμενόμενο δεύτερο άλμπουμ των Mob ξεκινά με το κομμάτι “Tripping point” και τη διερώτηση «Can we bounce back? Could we really get another chance?». Σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, τους συναισθάνομαι κι ίσως είμαι λίγο απαισιόδοξη. Όσον αφορά το δίσκο αυτό, η απάντηση είναι, φυσικά, θετική. Η jazz μπλέκεται με το punk και ηλεκτρονικά στοιχεία με μη αναμενόμενους τρόπους, με ωμή ενέργεια και κοφτερή διορατικότητα, σχηματίζοντας το μέλλον μιας ολόκληρης σκηνής.

 

AEON – Χαϊμαλίνα (LEAP)

Σ’ αυτή την τάση ελεύθερης δημιουργίας πέρα από δομές και κανόνες, η AEON φέρνει ένα άλμπουμ που μπλέκει τη ραπ με την ελληνική παράδοση, με informed αισθητική που δεν μοιάζει τυχαία ή αμήχανη. Το αντίθετο μάλιστα – είναι προσωπική, είναι κοριτσίστικη με ένα τρόπο που περισσότερο των αισθάνομαι παρά νιώθω πως μπορώ να περιγράψω. Βρίσκεται στο κοινό βίωμα των θηλυκοτήτων, που συνεχώς αναμένεται να εμπίπτουν σε κατηγορίες και να παρουσιάζονται στον κόσμο με τρόπο συγκεκριμένο (και, ενίοτε, εύπεπτο). Και, βεβαίως, είναι πολιτική, όπως άλλωστε μας θυμίζει και η ίδια στο skit του δίσκου.

 

Messier 13 – Stay For A While (Inner Ear)

Αργοί ρυθμοί, reverb, layers, αίσθηση μοναχικότητας ή αιώρησης, μεγάλες κορυφώσεις, απλωμένα συναισθήματα. Το Stay for a while είναι ένα ατμοσφαιρικό, σινεματικό ροκ άλμπουμ, με επιρροές από grungegaze και slowcore, που εξερευνά θεματικά την ευθραυστότητα της καθημερινής ζωής, τη ρουτίνα, τον ανεκπλήρωτο έρωτα και το πένθος, από ένα συγκρότημα που οπωσδήποτε δεν πρέπει να περιοριστεί στα όρια της μικρής μας χώρας.

 

Σtella – Adagio (Sub Pop)

Βάζοντας το Adagio της Σtella στις εγχώριες κυκλοφορίες αισθάνομαι λιγάκι σαν να «κλέβω». Όχι μόνο γιατί, με το άλμπουμ αυτό εδραιώνει την συνεργασία της με τη θρυλική αμερικάνικη Sub Pop (σε συνέχεια του Up and Away του 2022), αλλά γιατί ο εκλεπτυσμένος ποπ ήχος της είναι απόλυτα διεθνής, παρά το γεγονός ότι εδώ έχουμε την πιο «ελληνική» της δουλειά. Στο δίσκο αυτό η Στέλλα Χρονοπούλου τραγουδά για πρώτη φορά στην καριέρα της στην μητρική της γλώσσα, εγκολπώνεται τον μεσογειακό ήλιο και παραμένει με αυτοπεποίθηση στην πιο μελωδική διαδρομή που έχει υιοθετήσει.

 

Kristof – Το Tέλος του Παιχνιδιού (Self Release)

Η Susan Sontag, στο κλασσικό δοκίμιο της “Notes on Camp” γράφει : “Camp είναι να αγαπάς πράγματα όχι παρά την υπερβολή ή την τεχνητότητά τους, αλλά εξαιτίας αυτών.” Στην τελευταία του δισκογραφική δουλειά,  ο Kristof φέρνει όσα μας έχουν κάνει να τον ξεχωρίσουμε πάνω στη σκηνή. Camp, επιτήδευση, θεατρικότητα, θεατρινισμούς, σαρκασμό, ψαγμένες αναφορές, αυτή τη φορά σε όλους το μεγαλείο. Στα δέκα κομμάτια του άλμπουμ, με τίτλους όπως “Μανικιούρ πεντικιούρ”, “CAKE” –όχι, δεν αναφέρεται στο γνωστό γλύκισμα-, “Τρομεροί γονείς”, μας μεταφέρει σε μία ενήλικη, σκληρή Λιλιπούπολη, κοινωνικά και έμφυλα φορτισμένη. Ο Kristof, όμως, δεν περιορίζεται στο shock value μιας camp εμφάνισης - η δημιουργία του έχει πνεύμα, ή αυτό που καλύτερα περιγράφει ο αγγλικός όρος "wit". Έχει, δηλαδή, ευφυϊα, αισθητική και σωστό timing.

 

IOTA – See Your Universe (Keymon Music)

Το δεύτερο άλμπουμ της πολυμελούς μπάντας IOTA είναι εσωτερικό και ατμοσφαιρικό με το δικό του μοναδικό τρόπο. Είναι jazz-forward, αλλά ξεχωρίζει για τα ηλεκτρονικά, σχεδόν sci-fi πλήκτρα του και τα (ραπ) φωνητικά του MC Yinka και μια αστική μελαγχολία που σε μεταφέρει σε παγκόσμιες μητροπόλεις. Χωρίς υπερβολές, ο ήχος εκτείνεται με καθαρότητα, εξετάζοντας θέματα ταυτότητας και αναφοράς στο σύμπαν όχι με εσωτερισμό, αλλά με μια ηχητική συνείδηση που ζητά να συνδέσει το προσωπικό με το συλλογικό. Εδώ η μουσική γίνεται τρόπος να ξεπεράσεις τα μικρά αφηγηματικά όρια και να σκεφτείς μεγάλα, με μια σταθερή μουσική παρουσία.

 

V.V.I.A. – I Knew You Before We Met (Inner Ear)

Κι εκεί που αναρωτιόμασταν αν η «φάση» θα μετακινηθεί στο ραπ ή το darkwave, οι V.V.I.A., το ντουέτο της Venus Volcanism και της In Atlas, έρχονται να απαντήσουν εμφατικά πως το μέλλον είναι σκοτεινό, ατμοσφαιρικό, και γυναικεία υπόθεση. Με ηχητικές αναφορές στη Zoe Zanias, τη Molly Nilsson και τους KVB, το άλμπουμ λικνίζεται νωχελικά στο ρυθμό της επανασύνδεσης, της διαπραγμάτευσης, και της φιλίας δύο πολύ δημιουργικών θηλυκοτήτων. Κι ως θηλυκότητα, δεν μπορώ παρά να βρίσκω ανακουφιστική την τρυφερότητα με την οποία αποτυπώνεται η σχέση των δύο στο άλμπουμ αυτό, ντυμένη με σκοτεινούς, ρυθμικούς ήχους που σε παρασύρουν, αλλά όχι αρκετά μακριά από την ειλικρίνεια των στίχων - ιδιαίτερα σε τραγούδια όπως το “Feathers”, “What do we know” αλλά και το “She’s in the void”. Βέβαια, επ’ ουδενί τα τρία αυτά δεν κουβαλούν το δίσκο, ο οποίος ακούγεται από την αρχή ως το τέλος, σαν σκοτεινό παραμύθι, οικείο για τους εξοικειωμένους με το είδος, αλλά ταυτόχρονα αναπάντεχα δροσερό.

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured