Ο Jimmy Cliff έφυγε από τη ζωή στα 81 του, αφήνοντας πίσω ένα έργο που δεν χωρά εύκολα σε λέξεις, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του είναι βαθιά χαραγμένο στη συλλογική μνήμη. Σε μήνυμα της συζύγου του, Latifa Chambers, ανακοινώθηκε ότι ο Cliff «πέρασε στην άλλη πλευρά» μετά από κρίση που ακολούθησε από μια πνευμονία. «Είμαι ευγνώμων για την οικογένεια, τους φίλους, τους καλλιτέχνες και τους συνεργάτες που μοιράστηκαν αυτό το ταξίδι μαζί του», έγραψε. «Και σε όλους τους θαυμαστές του σε όλο τον κόσμο: η υποστήριξή σας ήταν η δύναμή του σε όλη του την καριέρα… Jimmy, αγαπημένε μου, αναπαύσου εν ειρήνη. Θα ακολουθήσω τις επιθυμίες σου». Το μήνυμα συνυπέγραψαν τα παιδιά τους, Lilty και Aken.
Με τραγούδια όπως "You Can Get It If You Really Want", "I Can See Clearly Now" και "Wonderful World, Beautiful People", ο Jimmy Cliff έγινε παγκόσμιο σύμβολο αισιοδοξίας, από εκείνους τους καλλιτέχνες που κάνουν το φως να μοιάζει λίγο πιο δυνατό σε εποχές που όλα γύρω σκοτεινιάζουν. Η ερμηνεία του στο εμβληματικό The Harder They Come (1972) εκτός από μια κορυφαία μουσική κινηματογραφική στιγμή, ήταν μια πολιτισμική δήλωση, ένας άξονας γύρω από τον οποίο χτίστηκε η ταυτότητα του σύγχρονου τζαμαϊκανού σινεμά. Ήταν επίσης ένας από τους ελάχιστους μουσικούς (μαζί με τον Bob Marley και λίγους ακόμη) που τιμήθηκαν με το Τάγμα Αξίας της Τζαμάικα, μια από τις υψηλότερες διακρίσεις της χώρας.
Ανάμεσα σε όσους αποχαιρέτησαν τον Cliff, ο πρωθυπουργός της Τζαμάικα Andrew Holness τον χαρακτήρισε «αληθινό πολιτισμικό γίγαντα, του οποίου η μουσική μετέφερε την καρδιά του έθνους μας στον κόσμο». Πρόσθεσε: «Ο Jimmy Cliff είπε την ιστορία μας με ειλικρίνεια και ψυχή. Η μουσική του σήκωσε ανθρώπους μέσα από δύσκολες εποχές, ενέπνευσε γενιές και βοήθησε να διαμορφωθεί ο παγκόσμιος σεβασμός που απολαμβάνει σήμερα η τζαμαϊκανή κουλτούρα».
Ο Jimmy Cliff γεννήθηκε το 1944 στο Saint James της Τζαμάικα και η μουσική του πορεία ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν μετακόμισε στο Κίνγκστον και άρχισε να συνεργάζεται με τον παραγωγό Leslie Kong. Η οικογένεια του Kong είχε το δισκοπωλείο Beverley’s και ο Cliff, με την χαρακτηριστική του επινοητικότητα, έγραψε ένα τραγούδι που το ανέφερε ονομαστικά, για να πείσει τον παραγωγό (ο οποίος αργότερα θα γινόταν μία από τις πιο κομβικές μορφές στην ιστορία της reggae) να δουλέψει μαζί του. Μετά από αρκετές τοπικές επιτυχίες, επιλέχθηκε ως ένας από τους εκπροσώπους της Τζαμάικα στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης το 1964. Η αληθινή απογείωση, όμως, ήρθε αργότερα, όταν υπέγραψε στη Island Records, τη δισκογραφική που θα τον έφερνε στο διεθνές προσκήνιο.
Στην αρχή, το marketing τον προώθησε προς το rock κοινό, γεγονός που εξηγεί και παράξενες επιλογές όπως η διασκευή του στο "Whiter Shade of Pale". Η νέα του ζωή στο Λονδίνο, ωστόσο, μόνο εύκολη δεν ήταν. Αργότερα είχε πει πως η πόλη ήταν «Σκύλα… Έζησα ρατσισμό με τρόπο που δεν είχα ξαναζήσει ποτέ στη ζωή μου». Κι όμως, μέσα σε αυτή τη δυσκολία γεννήθηκε μια από τις πρώτες μεγάλες του βρετανικές επιτυχίες: το λαμπερό, γεμάτο ska φως του "Wonderful World, Beautiful People" του 1969, που έφτασε στο Νο. 6 των charts.
Το τραγούδι, με μήνυμα ελπίδας και ενότητας, έκρυβε μέσα του και μια έμμεση επίπληξη για την κατάσταση του κόσμου («cheating, backbiting, scandalising and hating»). Αυτός ο συνδυασμός όμορφης μουσικής και κοινωνικής συνείδησης έγινε από τότε βασικό στοιχείο της τέχνης του Cliff. Στο Vietnam, το τραγούδι για τον τερματισμό του πολέμου, θυμόταν: «Οι κριτικοί στο Λονδίνο έλεγαν "Πώς γίνεται να τραγουδά τόσο σοβαρό θέμα με τόσο χαρούμενο ρυθμό;" Κι εγώ απλώς απάντησα: "Ουάου! Δεν είχα καν συνειδητοποιήσει ότι το έκανα. Απλώς έγραφα ένα τραγούδι πάνω σε έναν ρυθμό"».
Το 1970 βρέθηκε ξανά στο βρετανικό Top 10 με τη διασκευή του στο "Wild World" του Cat Stevens. Και το 1972 ήρθε η χρονιά που θα τον περνούσε στην αιωνιότητα: ο σκηνοθέτης Perry Henzell, διαισθανόμενος την παρουσία και το χάρισμά του, τον επέλεξε για πρωταγωνιστή στο The Harder They Come, μια ταινία που όχι μόνο τον ανέδειξε ως ηθοποιό, αλλά έγινε και θεμέλιος λίθος ολόκληρου του τζαμαϊκανού κινηματογράφου.
Ο Jimmy Cliff μπορεί να έφυγε από τη ζωή, αλλά η πορεία του συνεχίζεται σαν παλίρροια: αργά, βαθιά, και απολύτως ανεξίτηλα.









