Ο Αργύρης Ζήλος υπήρξε ένας σπουδαίος μουσικοκριτικός. Ήταν ο άνθρωπος που έδωσε νόημα στη μουσική γραφή στην Ελλάδα, πριν ακόμη αυτή αποκτήσει όνομα. Από παιδί που μεγάλωσε μπροστά σε ένα πικάπ, σε ένα σπίτι όπου κανείς δεν είχε καμία σχέση με τη μουσική, έγινε η φωνή που έμαθε γενιές να ακούν με προσοχή, να διαβάζουν τη δισκογραφία σαν γλώσσα και σαν νέο εργαλείο κατανόησης του κόσμου.
Με μια διαδρομή που ξεκίνησε στον Ήχο το 1973, όταν η έννοια «μουσική κριτική» δεν υπήρχε καν στη χώρα, ο Ζήλος διαμόρφωσε κανόνες εκεί όπου δεν υπήρχαν. Διάβαζε εμμονικά ξένες κριτικές, αλλά δεν μιμήθηκε ποτέ κανέναν: πίστευε πως ο κριτικός οφείλει να βλέπει πρώτα τη δική του κοινωνία, τα δικά της πρόσωπα και ανάγκες, και να απευθύνεται σε αυτήν με ακρίβεια και ακεραιότητα. Για τον Ζήλο, η κριτική πέρα από παιχνίδι ύφους ή μια ελαφριά «νεανική» υπόθεση, ήταν σοβαρή καταγραφή, υπεράσπιση μιας γλώσσας και ενός επιπέδου. Και πάνω απ' όλα ήταν πράξη ευθύνης.
Με το ίδιο πάθος επεδίωκε την προσωπική επικοινωνία: πίστευε πως η μουσική δεν ενώνει μόνο απόψεις, αλλά συναισθήματα. Ότι οι άνθρωποι μπορούν να βρεθούν, να μιλήσουν, να διαφωνήσουν, χωρίς ιδιοτέλεια, απλώς από ανάγκη για ουσιαστικό διάλογο. Και σε έναν χώρο συχνά ανταγωνιστικό, εκείνος επέμενε ότι η μουσική είναι το πιο ασφαλές πεδίο για πραγματική επαφή.
Στα χρόνια του στον Ήχο και αργότερα στο Αθηνόραμα, σημάδεψε όσο λίγοι το τοπίο της ελληνικής μουσικής γραφής. Κι όταν διαφώνησε, όταν δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με αλλαγές που αλλοίωναν το έργο του, πάντα έφευγε με αξιοπρέπεια, γιατί για εκείνον η κριτική ήταν υπόθεση τιμής, όχι καριέρας.
Ο Αργύρης Ζήλος αφήνει πίσω του ένα τεράστιο αποτύπωμα: μια ολόκληρη γλώσσα γύρω από τη μουσική που πριν από εκείνον δεν υπήρχε. Μια στάση ζωής που έλεγε ότι δεν αρκεί να αγαπάς τους δίσκους, πρέπει να μπορείς και να τους υπερασπιστείς.
Τον αποχαιρετούμε με βαθύ σεβασμό για όσα μας δίδαξε και για όσα μας έμαθε να ακούμε. Και με σκέψη στους δικούς του ανθρώπους, που μοιράστηκαν μαζί μας έναν τόσο σπάνιο, τόσο πολύτιμο χαρακτήρα.








