Τρεις φορές ακούστηκε η ηχογραφημένη φωνή του Αλέξη Κωστάλα το βράδυ της Τρίτης 29 Απριλίου 2025 στο γεμάτο στη Πλατεία, μα πολυπληθές και στις κερκίδες, Christmas Theatre, για το φινάλε της ευρωπαϊκής περιοδείας του Kamasi Washington. Γύρω στις 21.00, ήταν η πρώτη φορά που τον ακούσαμε να λέει πως «Η παράσταση ξεκινά σε 5 λεπτά», κάπου στις 21.25 επαναλήφθηκε προκαλώντας το γέλιο των παρευρισκομένων, μα αποδείχθηκε σχετικά ακριβής όταν λίγο αργότερα ξανακούστηκε στο «Η παράσταση ξεκινά σε 1 λεπτό». Η ώρα ήταν 21.40.
Το διάστημα αναμονής ήταν αρκετό για να αναλογιστεί κανείς την προηγούμενη εμφάνιση του Kamasi στο Γκάζι, τον Ιούλιο του 2017, και ό,τι έχει μεσολαβήσει από τo εκκωφαντικό μπαμ του Epic μέχρι και το Fearless Movement, με το τελευταίο ως βασικό όχημα της επιστροφής του στα μέρη μας. Στην κριτική του δίσκου, για όσους είχαν ασχοληθεί περισσότερο από το τυπικό επτάρι της βαθμολογίας, λέγαμε πως «ο συζητήσιμος πήχυς του Epic μακραίνει, και πως ο περιβόητος μεσσίας της jazz, ο σωτήρας του σαξοφώνου, δεν περπατά πάνω στη θάλασσα. Κι όμως, τούτο το γείωμα, πλάι στις αναπόφευκτες "υπερβατικές" σουίτες και στο μυστικιστικά μεγαλόπνοο χαλασμό, είναι που κουλαντρίζει τη συνολική εντύπωση. Ο ξέγνοιαστος στροβιλισμός της μικρής του κόρης στο εξώφυλλο, θαρρώ πως είναι το συνεκτικό κοντρολάρισμα που είχε ανάγκη, για το αναποφάσιστο μεν, cool δε, προσαρμοσμένο ξεμούδιασμα που παραδίδει.» Επέμεινα κι επιμένω πως όταν η κριτική χάνει σημεία αναφοράς, αποπειράται να κατασκευάσει καινούργια, οδηγούμενη στην αλλοίωση των νοημάτων και των αξιών. Την ίδια στιγμή καταλαβαίνω και συμμερίζομαι απόλυτα την ανάλυση κειμένων όπως πχ του Phil Freeman που στο βιβλίο Ugly Beauty: Jazz in the Twenty-First Century, επ’ αφορμής ενός show του Kamasi γράφει: «Στο εξώφυλλο του Epic, έμοιαζε με έναν free jazz προφήτη, περιπλανόμενο στην έρημο, φορώντας εκείνη τη ρόμπα που είναι σα να ρέει, με το Afro μαλλί και τα γένια του να μοιάζουν τρελά και άγρια. Όμως ο πραγματικός ήχος του διέτρεχε μια γκάμα με ευφράδεια, από υψηλής ταχύτητας hard bop φράσεις μέχρι άγριες κραυγές, συνδυάζοντας πολλαπλές προσεγγίσεις, ένα είδος μεταμοντέρνου κολάζ που περιλαμβάνει τεχνικές της jazz των τελευταίων 50 ετών.»
Τούτα σκεφτόμουν μέχρι το εναρκτήριο “Lesanu” που δε μπορεί παρά να σε αρπάξει και να σε ταρακουνήσει, με το δυναμικό παίξιμο όλων πλάι του, μα κυρίως εκείνου. Με τη στρατηγική του δίσκου, επέλλεξε να συνεχίσει, ισορροπώντας ανάμεσα στα πομπώδη μανουάλια και το rap fusion-αρισμα, με χαμόγελο, ορμή και groove, αφού πρώτα ζήτησε συγνώμη για την καθυστερημένη έναρξη, αιτία μιας προσωπικής «μάχης» με το σαξόφωνό του, ώστε να το φέρει στα μέτρα του. Στο “Asha the first” στράφηκε στην εξιστόρηση της μελωδίας που προέκυψε χάρη στα αξημέρωτα παιχνιδίσματα της τετράχρονης κόρης του στο πιάνο, η Patrice Quinn ψιθύρισε μειλίχια τις φράσεις στο “Lines in The Sand” κι όλα κυλούσαν καλύτερα από την mellow groove ασάφεια εκείνου του live στην Τεχνόπολη. Κι όμως, το πλάνο για την παρέα των Rickey Washington (φλάουτο και σοπράνο), Ryan Porter (τρομπόνι), Brandon Coleman (πλήκτρα), Tony Austin (ντραμς), Joshua Crumbly (μπάσο), και DJ Battlecat, «έσπασε» για συγκεκριμένους λόγους.
Το “Get Lit” με τον Battlecat στα rap beats δεν κατόρθωσε να προσθέσει coolness σε ένα χώρο σαν το Christmas Theatre, παρά μόνο αν σύσσωμο το κοινό αποφάσιζε να καταργήσει τη χωροταξία και να σηκωθεί από τις καρέκλες. Από την άλλη σκέφτομαι πως αυτό θα είχε λειτουργήσει στο αρχικό πλάνο του Ηρωδείου, και καταλήγω πως ευτυχώς τελικά η αναποδιά με το πρόβλημα στη μέση του ακύρωσε το αρχικό πλάνο, διότι μια μίνιμουμ ροή διατηρήθηκε τελικά στο κλειστό του Γαλατσίου. Δυστυχώς το επιδιωκόμενο soulful groove μέχρι και το “Together” (σύνθεση του Porter), το μοίρασμα στον καθένα από την μπάντα, μπορεί να έδωσε τις απαιτούμενες ανάσες στον Washington, όμως δε βοήθησε σε ένα προοδευτικό χτίσιμο προς μια τελική κορύφωση. Ίσως αν αυτό το χώρισμα στα solos, δεν ήταν τόσο στεγνά διακριτό, αν η αναλογία στους χρόνους του καθενός ήταν διαφορετική, αν οι διαπλοκές μεταξύ τους ήταν πιο συνεχείς και καίριες, αυτό το σπάσιμο γύρω στο 40λεπτο να είχε αποφευχθεί. Είμαι βέβαιος πάντως, πως οι δικές μου αντιρρήσεις, δεν πτόησαν όσους είχαν a priori αποφασίσει να συνταχθούν με αυτού του τύπου το groove, το βράδυ της Τρίτης. Αντιστοίχως, ποντάρω πως όσοι είχαν μια πιο μαξιμαλιστική και spiritual προσδοκία για το βασικό πυρήνα της εμφάνισης του σαξοφωνίστα, πιθανότατα να κράτησαν μονάχα το πρώτο μισάωρο και το φινάλε.
Το “Prologue” ήταν το καταληκτικό θέμα, δίχως encore, όμως επανέφερε την τάξη. Ο Kamasi είναι ένας τύπος που έχει χιούμορ, ευαγγελίζεται το σωστό μήνυμα κι είμαι βέβαιος πως αν βρισκόμασταν κοντύτερα, αλλά κι αν είχε δομηθεί από μεριάς της μπάντας ένα σχέδιο συνεκτικότερο, αυτή η συνεχής προσπάθεια ενοποίησης των πτυχών της αφροαμερικανικής κουλτούρας που επιδιώκεται μέσα από τους τρόπους του, θα ερμηνευόταν λιγότερο αποσπασματικά. Σε κάθε περίπτωση, ουδείς μας έχασε (ξανα)συναντώντας τον, το βράδυ της Τρίτης, διότι ακόμη κι έτσι, ο 44χρονος πια Kamasi Washington προ(σ)καλεί με τρόπο εύληπτο και ευρύ την εμπλοκή μας σε μια πτυχή της jazz του καιρού μας.
Και μιας και σήμερα, 30 Απριλίου που δημοσιεύεται αυτό το κείμενο είναι Internatioanl Jazz Day, αξίζει να σημειωθεί πως στις 15 Μαΐου στο CT Theater εμφανίζονται και οι Sun Ra Arkestra.