Θαυμάσια μουσική είχαμε την τύχη να ακούσουμε το Σάββατο βράδυ όσοι δώσαμε το παρών στο Half Note. Το οποίο μπορεί να μη βγήκε sold-out, γέμισε όμως σε ικανοποιητικότατο βαθμό, με το αθηναϊκό κοινό να τιμά με τον δέοντα τρόπο τον ερχομό του Nils Petter Molvær στην πόλη.

Αν και Νορβηγός, ο Molvær αποδείχθηκε ...Εγγλέζος στο ραντεβού των 22.30, λαμβάνοντας θέση στο αριστερό μέρος της σκηνής (όπως τη βλέπαμε), έχοντας στο πλάι του ένα λάπτοπ και δύο χαμηλά τοποθετημένα μικρόφωνα πιο μπροστά του. Η απόστασή τους από τον ίδιο δεν ήταν μεγάλη, δυσχέρανε όμως σημαντικά την επιδιωκόμενη επικοινωνία: κάθε δηλαδή που ο Molvær αποφάσιζε να μας πει κάτι, αναγκαζόταν να σκύβει αρκετά, με τη μάλλον βαριά προφορά του και το γεγονός ότι τα έλεγε σιγανά να μην τον καθιστούν πολύ κατανοητό. Με λίγη καλή πρόθεση, ωστόσο, έπιανες μέσες-άκρες τα λεγόμενα.

Απέναντι από τον Molvær βρισκόταν ο Ελβετός ντράμερ Samuel Rohner, ενώ στη μέση έκατσε ο (επίσης Νορβηγός) κιθαρίστας Eivind Aarset, με τα μπόλικα πετάλια του. Σημειωτέον, ο Aarset έχει πετύχει κι αυτός να γίνει όνομα αναφοράς στα σύγχρονα τζαζ πράγματα στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πρώτη του συνεργασία με τον Molvær (1997), κάνοντας τη συναυλιακή τους σύμπραξη στην Αθήνα μία ακόμα πιο ευτυχή συγκυρία. Αξίζουν ασφαλώς συγχαρητήρια στο Half Note που φρόντισε να φέρει το τρίο στα μέρη μας, έστω κι αν υπήρξαν σημεία στα οποία η διαμόρφωση του χώρου και η λογική που τον διέπει δοκίμασαν τα όρια του live.

Κάποιες δηλαδή μουσικές στιγμές ήταν τόσο λεπτεπίλεπτες και εγκεφαλικές, ώστε πραγματικά απορρυθμίζονταν από τους μικρούς μα αισθητούς θορύβους ποτηριών, πιατελών, φιαλών, αλλά και από τις κουβέντες ορισμένων θαμώνων, που μάλλον είχαν βγει να διασκεδάσουν με «κάτι σε τζαζ», χωρίς να υπάρχει πολλή επίγνωση για το πού ακριβώς πήγαιναν. Οι κυρίες δίπλα μου, αποτέλεσαν χαρακτηριστικό παράδειγμα: έφτασαν αργοπορημένες και θέλησαν να διασφαλίσουν πρώτα τις φωτογραφίες τους για τα social media, πριν ασχοληθούν με τα της συναυλίας. Κι ενώ έδειξαν ειλικρινές ενδιαφέρον και προσοχή στη συνέχεια, έγινε φανερό ότι δυσκολεύονταν να «επικοινωνήσουν» με ό,τι έβλεπαν. Το διάλειμμα επίσης, αν και πάγια τακτική –και πλέον αιτούμενο του κοινού, λόγω της αυστηρότητας των αντικαπνιστικών μέτρων– διέκοψε άγαρμπα μια εξαιρετική ροή, εκεί μάλιστα όπου είχε κορυφωθεί η εμπειρία. Έστω κι αν οι Molvær, Aarset & Rohner δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να μας ξαναβάλουν στο κλίμα, στην έναρξη του δεύτερου μέρους.

Αλλά τα όσα εκτυλίχθηκαν επί σκηνής αποδείχθηκαν μια τόσο συναρπαστική εμπειρία, ώστε εύκολα εξανέμισαν κάθε έγνοια περί των παραπάνω. Το επίθετο «συναρπαστική» εδράζεται στο γεγονός μιας ρευστής ταυτότητας, στην οποία θόλωνε κατά το δοκούν το αν άκουγες τζαζ ή αν γινόσουν κοινωνός μιας εξερευνητικής διαδρομής προς το άγνωστο, που απλά είχε ως σημείο σημείο εκκίνησης την τζαζ. Όλα αυτά έδωσαν βαρύτητα στον πολυδιαφημισμένο όρο «future jazz» στον οποίον συχνά εγγράφεται η δράση του Molvær –με ένα ανάλογο μάλιστα σλόγκαν κοινοποιήθηκε και ο ερχομός του στο Half Note. Άλλωστε είναι και ο προπάτορας της όλης τάσης, από τότε που με το άλμπουμ Khmer (1997) ανακάτεψε τόσο την τράπουλα μεταξύ τζαζ και ηλεκτρονικών, ώστε «ανάγκασε» τον Manfred Eicher να βγάλει τον ίσως πιο εξωστρεφή δίσκο της ECM, κόβοντας ακόμα και ...single, το μοναδικό στην ιστορία του label.

Ως επίκεντρο βέβαια πολλών από όσα συνέβαιναν παρέμεινε η τρομπέτα του Molvær, η οποία διαθέτει αδιαμφισβήτητες τζαζ καταβολές, εύκολα εντοπίσιμες στον Miles Davis της Bitches Brew φάσης (μα όχι μόνο). Την ίδια όμως στιγμή, την είδαμε –και τη θαυμάσαμε– να γίνεται και μηχανισμός εκτροπής, οδηγώντας τη μουσική σε μονοπάτια πιο «κουνημένα», χωρίς να χάνεται μάλιστα η στρογγυλή αίσθηση των μελωδιών στους όποιους μετατονισμούς. Είναι ένα σημείο αυτό, βέβαια, για το οποίο ο Νορβηγός δεξιοτέχνης έχει δεχτεί και επικρίσεις. Κατ' εμέ, πάντως, διαθέτει κομβική σημασία, γιατί διατηρεί προσπελάσιμες τις εξερευνήσεις του, χωρίς να προαπαιτεί τη θητεία του ακροατή σε πιο πειραματικά πεδία. Όσο εγκεφαλικό ή «ακανόνιστο» κι αν γίνεται το άπλωμα, δηλαδή, διατηρείται κάτι το ντελικάτο· κάτι από την απλή ομορφιά εκείνου που κάποιοι αποκαλούν «νυχτερινή τζαζ».

Τις λοξοδρομήσεις τώρα αυτής της τζαζ υπηρετούσε τόσο το λάπτοπ του ίδιου του Molvær, το οποίο ωθούσε τα πράγματα προς έναν ήχο με συγγένειες στον Oneohtrix Point Never (ή και στον Flying Lotus), αλλά πολύ περισσότερο η παρουσία των δύο συγκεκριμένων συνεργατών. Ο λιτός και ουσιαστικός Aarset πρόσφερε σωστές αντιστίξεις και ενίοτε σπουδαίες αντανακλάσεις, κάνοντας τη διαδρομή να φτάνει προς τα «σύνορα» περιπτώσεων σαν τους Grails, ίσως ακόμα και των Earth, όταν στην πρώτη γραμμή έμπαιναν τα πετάλια. Ο δε Rohner αποδείχθηκε ντράμερ ολκής, ο οποίος έπαιξε με αξιοσημείωτη εσωτερική ένταση και ίδρωσε (κυριολεκτικά) τόσο την κόκκινη, όσο και τη μαύρη «φανέλα». Επιβεβαιώνοντας τη διογκούμενη φήμη του στο ευρωπαϊκό τζαζ στερέωμα, στάθηκε έξοχα τόσο στο ελλειπτικό γκρουβ που απαιτούσαν όσες στιγμές επένδυαν σε μια αιθέρια ποιότητα, όσο και στα πιο δυναμικά ρυθμικά μέρη, τα οποία αποκτούσαν εγγύτητα προς το jazz rock καθώς ο Molvær άφηνε παράμερα την τρομπέτα για να πιάσει το μπάσο.

Το θερμό χειροκρότημα στο φινάλε, κάποιες ιαχές κι ένα δυνατό, χαρακτηριστικό σφύριγμα (μάλλον από την πλευρά του εξώστη) φάνηκαν αρκετά για να πείσουν το τρίο να μας χαρίσει ένα ακόμα κομμάτι, ως encore. Με αξέχαστο στιγμιότυπο τον Molvær να βάζει το στόμα του στο στόμιο της τρομπέτας και να χρησιμοποιεί την ηχώ της ίδιας του της φωνής ως ένα ακόμα όργανο, με το ελεύθερο χέρι του να λειτουργεί ως «φράγμα».

Αλλά και κάτι ακόμα, ως επίλογος: απογοητευτικά απούσα από το Half Note η ηλικιακή φουρνιά η οποία στη δεκαετία που μόλις πέρασε ήπιε νερό στο όνομα του Kamasi Washington και μέσα στο 2019 σήκωσε ανεξήγητο ντόρο για την άνιση δισκογραφική παρουσία των The Comet Is Coming, που σε αρκετά πράγματα βασίζεται στην αισθητική που ο Molvær πρότεινε ήδη από το 1997. Όση καλή πρόθεση κι αν έχει κανείς να μιλήσει περί μιας ζωντανής, μαζικότερης τζαζ (η οποία μπορεί να αφορά λ.χ. και όσους δεν ακούν τζαζ), δεν γίνεται να το κάνει έχοντας τα αυτιά άδεια από καλλιτέχνες οι οποίοι έθεσαν τέτοιες βάσεις και παραμένουν όχι μόνο ενεργοί, μα και σε θέση να δίνουν συναυλίες σαν κι αυτήν. Συμβαίνει εδώ το ίδιο πράγμα που έχει παρατηρηθεί και με διάφορους που χρησιμοποιούν αβασάνιστα και καταχρηστικά τον όρο «ψυχεδέλεια», ενώ δεν έχουν πάει να δουν ούτε μία φορά τους Acid Mothers Temple & Τhe Melting Paraiso U.F.O.

{youtube}fjVrQWilQVA{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured