Κατά γενική ομολογία, πιο εύκολα βρίσκει κανείς νερό στη Σαχάρα, παρά ποιοτική συναυλία από ξένο underground black metal σχήμα στα αθηναϊκά δρώμενα. Οι περισσότερες σχετικές ενέργειες λαμβάνουν χώρα μεμονωμένα, σε μικρούς χώρους, με την προσέλευση να μη ξεπερνά συνήθως τα 150 άτομα. Έτσι, τα πιο γνωστά στο κοινό συγκροτήματα αυτού του ήχου παραμένουν λιγοστά και συγκεκριμένα· η δεύτερη λοιπόν επίσκεψη των Mgla στην Ελλάδα περισσότερο αποτελεί την εξαίρεση, παρά την επιβεβαίωση ενός άνυδρου κανόνα.

Ο Dead Creed, πρωτεργάτης των death metallers The Psalm, άνοιξε τη συναυλία τηρώντας σκιερώς υποδόρια, ακουστικά folk noir μοτίβα. Επιδιδόμενος σε μοναστηριακές μελωδίες, οι οποίες ανέβλυζαν πυκνές αναθυμιάσεις κάθε λογής εξωτικών λιβανιών, εγκαθίδρυσε τα στεγανά μιας αδιάσπαστης προσοχής καθ' όλη τη διάρκεια της setlist. Ελάχιστοι ήσαν δηλαδή εκείνοι που αναλώθηκαν σε καφενειακές συζητήσεις κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη σκηνή, καθώς η επιβλητική κουκούλα, το στιβαρό δερμάτινο jacket, ο λιτός φωτισμός, αλλά και η ευλαβική κατάνυξη που απέρρεε από τις βαρυποινίτικες πενιές του, απέτρεψαν κάθε περιθώριο οδών διαφυγής. Αν ένα στοιχείο περιγράφει απόλυτα τη μουσική του Dead Creed, αυτό είναι η αναλαμπή μιας ηλιαχτίδας στο πυκνό σκοτάδι: η ελπίδα εκείνη την οποία καρτερά ένας ευλαβικός προσκυνητής, στα βάθη του πιο ανήλιαγου πηγαδιού.

Τη σκυτάλη παρέλαβαν οι Diablery, αθηναϊκή μπάντα με προϋπηρεσία στον χώρο, αλλά και διαρκή εξέλιξη της ελισσόμενης μουσικής τους. Δεδομένης της αναβαθμισμένης οπτικής πάνω σε ουσιώδες τμήμα του υλικού τους, η πεισμωμένη εμμονή στην περίτεχνη υφή των Σουηδών Dissection αναδεικνύει μια ευπρόσδεκτη έμπνευση για να πράξουν κάτι το διαφορετικό –εν συγκρίσει με τις τρέχουσες τάσεις της σκηνής. Παρ' όλα αυτά, τίποτα δεν λειτούργησε σωστά: ειδικότερα η lead κιθάρα ήχησε ξερή και δυνατότερη από όλα τα υπόλοιπα όργανα, σε σημείο εμφανούς παραφωνίας, παρά την προσπάθεια που επιβεβλημένα κατέβαλαν επί σκηνής. Έστω λοιπόν κι αν ο ήχος τούς αδίκησε κατάφωρα, δεν θα λέγαμε ότι η εμφάνιση αυτή δεν πρόσφερε τίποτα: παρά τις όποιες αντιξοότητες, διαφαίνεται μια ευάρεστη προοπτική, δεδομένου πως θα δουλέψουν περισσότερο κάποια στοιχεία του ήχου τους.

Οι Πολωνοί Mgla ανέβηκαν στη σκηνή ακριβείς σαν ελβετικά ρολόγια: στιβαροί, μα συνάμα προσηλωμένοι, επιδόθηκαν στην εργολαβική οικοδόμηση ενός σταδιακά κλιμακούμενου vibe. Είναι αλήθεια πως η οπτική τους θα μπορούσε κάλλιστα να συγκριθεί με την αντίστοιχη μιας arena rock μπάντας, για τον απλούστατο λόγο πως η απλότητα των tremolo picked μελωδιών βασίζεται σε ευθύβολο δυναμισμό, όχι απαραίτητα μακριά από συνειρμικώς ραδιοφωνικά στάνταρ. Γνωρίζω πόσο παράταιρο ηχεί κάτι ανάλογο εφόσον μιλάμε για black metal, αλλά αναλογιστείτε το: σημαντικό τμήμα των συνθέσεών τους παραμένει απλό σε δομές, όντας αρκούντως πιασάρικο, ενώ στηρίζεται θεμελιωδώς στην αμεσότητα των καλύτερα γραμμένων riffs.

Κάτι τέτοιο, βέβαια, φέρει και τα μειονεκτήματά του. Για παράδειγμα, απαιτείται η πάροδος 2 ή 3 συνθέσεων έως ότου αναδειχθεί η ατμόσφαιρα της παρουσίας τους. Ενδεχομένως ο μέτριος ήχος κατά την έναρξη της εμφάνισης να έπαιξε τον δικό του ρόλο, μιας και οι κιθάρες ηχούσαν αρκετά χαμηλότερα από τα επιβλητικά φωνητικά –σε βαθμό που χρειάστηκε να μετακινηθούμε σε μπροστινές σειρές για να βιώσουμε την εμπειρία στο έπακρο. Κατά δεύτερον, η σκηνή του Gagarin μοιάζει άβολη για μια μπάντα πλήρως στατική, διότι οι Πολωνοί δεν έχουν κάποιον ψαρωτικό frontman, μήτε προσφέρουν ενεργητική παρουσία. Επιλέγουν αντιθέτως να εστιάσουν στον απογυμνωμένο μινιμαλισμό, αντίστοιχο της απομόνωσης στην ασφυξία τεσσάρων στενών γκρίζων τοίχων, μέσω των οποίων στενεύει κάθε περιθώριο ανάνηψης από την πλήρη απουσία ανάσας.

Όσο όμως κυλούσε ο χρόνος και ο ήχος βελτιωνόταν, τόσο πιο αγέρωχοι φάνταζαν οι Mgla, ως κουαρτέτο σκιερών μορφών –ωσάν αγγελιοφόροι του δυσοίωνου Χάροντα, οι οποίοι διαπραγματεύονται σκληρά πόσος καιρός απομένει ώσπου να αδράξουν την ψυχή σου. Θέλετε να έπαιξε τον ρόλο του το επιμελές φετινό άλμπουμ Age Οf Excuse ή οι επικές μελωδίες του With Hearts Towards None (2012); Η αναδρομή πάντως μέσα από σταθμούς του παρόντος και παρελθόντος ανέσυρε μια πετροχτισμένη γέφυρα, η οποία φάνταζε αρκούντως απειλητική για όσους τολμούσαν να διαβούν το βρυώδες πλακόστρωτό της.

Παρ' όλα αυτά, όση συγκίνηση κι αν προσέφεραν ουσιώδη highlights της συναυλίας, δεν καθίσταται εφικτό να παραβλέψουμε σημαντικά στοιχεία-κλειδιά. Όπως ότι η πρώτη επίσκεψη των Mgla στο Κύτταρο το 2017, στα πλαίσια του Death's Black Descent III, φάνταζε σαφώς ανώτερη και συγκριτικά πιο αξιομνημόνευτη από την περιγραφείσα συναυλία. Κατά δεύτερον, έχοντας παρακολουθήσει 4 φορές τους Πολωνούς ζωντανά, ολοένα και πείθομαι πιο ακράδαντα για το πόσο θα εξύψωνε τη σκηνική τους παρουσία η προσθήκη ενός ικανού frontman. Η παγερή τους στατικότητα επιχειρεί βέβαια να εμπνεύσει απόμακρο, αρχαϊκό δέος, το οποίο όμως οριακά φθίνει στα πλαίσια μιας ευρύχωρης σκηνής. Όταν μάλιστα κάποιο δομικό συστατικό αποτυγχάνει στο να αποτελέσει ιδανικό χαλί (η ευνοϊκότητα π.χ. του ήχου ή η ανταπόκριση του κοινού), τότε η τελική προσπάθεια δυσκολεύεται να αγγίξει τον απαιτούμενο πήχη.

Και εδώ οφείλουμε να αναλογιστούμε το κλίμα που επικρατούσε στην αρένα του Gagarin, ειδικότερα αν το συγκρίνουμε με τη θερμή ατμόσφαιρα της επίσκεψης του '17, που πυροδοτήθηκε από το γεγονός πως το ελληνικό κοινό τους βίωνε για πρώτη φορά ζωντανά. Με το Κύτταρο να είναι ένας σαφώς μικρότερος χώρος, οι όποιες αντιδράσεις κατέληγαν πιο συσπειρωμένες, εν συγκρίσει με τις σποραδικές ιαχές της φετινής επιδρομής. Ίσως επομένως στον ίδιο τον χαρακτήρα των Πολωνών να ταιριάζουν μικρότερες αρένες. Όπως και να έχει, το γενικότερο vibe υπολειπόταν της άκρατης συγκίνησης της προγενέστερης εμπειρίας.

Αυτό σημαίνει λοιπόν ότι η όλη εμφάνιση στο σύνολο της δεν ήταν εξαιρετική; Τουναντίον, το πέρας της άφησε μια απολαυστική γεύση, απλά όχι αξιομνημόνευτη. Ενδεχομένως να γινόμαστε αυστηροί, αλλά οι Πολωνοί παρέδωσαν μεν μια άρτια συναυλία, που όμως δεν άγγιξε τη δυνητική τελειότητα. Το γεγονός άλλωστε ότι πλέον ξεχωρίζουν στο σημερινό underground –όχι μόνο σε επίπεδο οπαδικής αποδοχής, αλλά και για το πώς σμίλευσαν, εξέλιξαν, αλλά και ανέδειξαν ένα ύφος αδιάψευστα προσωπικό– θέτει υψηλές απαιτήσεις, σε κάθε πιθανό τομέα. Ελάχιστες παραμένουν οι μπάντες που φέρουν αναγνωρίσιμη ταυτότητα, καταμεσής μιας εποχής που οι περισσότεροι εκπρόσωποι ακολουθούν απλά τη νέα τάση της μόδας. Ακόμη λιγότεροι μοιάζουν δε να αγγίζουν τη mainstream metal αποδοχή, σε καιρούς υπερπληροφόρησης από έναν βομβαρδισμό αμέτρητων κυκλοφοριών.

{youtube}k26ul-FcCow{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured