Αν εξαιρέσουμε την απρόσμενη ραδιοφωνική επιτυχία “Song For Zula”, η αληθινή αξία του Phosphorescent παραμένει απόλαυση για λίγους, έστω κι αν οι κυκλοφορίες του επαινούνται από τους δισκοκριτικούς. Αυτό αποτυπώθηκε και στην εμφάνιση του Αμερικανού τραγουδοποιού στο Fuzz, μπροστά σε κοινό αποκαρδιωτικά λιγοστό, πλην όμως ιδιαίτερα εκδηλωτικό, αφοσιωμένο και καθηλωμένο, απέναντι σε έναν καλλιτέχνη ο οποίος έμοιαζε πραγματικά χαρούμενος για τον πρώτο του ερχομό στη χώρα μας.

Στην americana ατμόσφαιρα της βραδιάς ανέλαβε να μας εισάγει ο μυστακοφόρος Άγγελος Αϊβάζης με το τροπικό πουκάμισο· και ομολογουμένως το πέτυχε αρκετά καλά, μέσα από τα τραγούδια που έχει γράψει υπό το βουκολικό όνομα Pelion Rivers. Επιδεικνύοντας αληθινή γνώση του αμερικάνικου indie folk ήχου, εντυπωσιακή άνεση να στέκεται μόνος του επί σκηνής και εκφραστική αμεσότητα, κατάφερε με τις γλυκόπικρες μελωδίες κομματιών όπως το “Velvet” και το “Pixels” να κερδίσει και με το παραπάνω την προσοχή και τον σεβασμό του κοινού. Στα θετικά της εμφάνισης συγκαταλέγονται και οι δύο τολμηρές διασκευές σε Bob Dylan και Tallest Man On Earth, στις οποίες έβαλε μέσα την προσωπικότητά του. Αποδείχθηκε λοιπόν ιδανική εκκίνηση μα και αξιοσημείωτη περίπτωση, για έναν ήχο που διαθέτει ελάχιστους αξιόλογους εκπρόσωπους στην Ελλάδα.

Όσοι έχουν ασχοληθεί σε βάθος με τη δισκογραφία του Phosphorescent, δεν θα πρέπει να ένιωσαν έκπληξη μετά από το χορταστικό, πολύπλευρο και συγκινητικό live που είχαμε την ευκαιρία να απολαύσουμε την Τρίτη το βράδυ. Ο Matthew Houck –ο άνθρωπος πίσω από το μυστήριο καλλιτεχνικό όνομα– ενσαρκώνει σε προσωπικό επίπεδο το αρχέτυπο του Αμερικανού τροβαδούρου. Αποτελώντας κομμάτι της πενταμελούς του μπάντας, υπηρετεί τον heartland rock ήχο της πατρίδας του ως ταπεινός συνεχιστής θρυλικών ονομάτων όπως ο Tom Petty και ο Steve Earle. 

Ο συγκερασμός αυτών των δύο πτυχών αποτυπώθηκε εξαίσια στην εξέλιξη της συναυλιακής βραδιάς: από τον τρυφερό μινιμαλισμό του “My Beautiful Boy” μέχρι το βρώμικο γκρουβάρισμα του “Around The Horn” και από τον τεράστιο, γενναιόδωρο ήχο του “Nothing Was Stolen (Love Me Foolishly)” μέχρι την ανατριχιαστική σόλο τριπλέτα στο encore (“C’ Est La Vie No. 2”, “Wolves” και “My Dove, My Lamb”), ο Phosphorescent και η μπάντα του απέδειξαν πως διαθέτουν όλα τα σωστά υλικά για να τιμήσουν και κοινωνήσουν τη μουσική κληρονομιά που κουβαλούν.

Περισσότερο, όμως, η συναυλία καθορίστηκε από το κλίμα ζεστασιάς και συντροφικότητας το οποίο μετέδωσε ο Phosphorescent προς τον κόσμο. Κατάφερε δηλαδή να ανατρέψει υπέρ του τη φαινομενικά αρνητική συνθήκη του μισοάδειου χώρου, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που ξεχείλιζε από αγάπη, ειλικρίνεια και ευγνωμοσύνη

Η ατμόσφαιρα αυτή φανερωνόταν τόσο μέσα από τα λόγια του ίδιου του πρωταγωνιστή («δεν περίμενα να ερχόταν κανείς στο live, είμαι τόσο χαρούμενος που είμαστε όλοι εδώ»), όσο και μέσα από τις αβίαστες, συναισθηματικές εκδηλώσεις των θεατών. Η ουσιαστική επαφή μεταξύ των δύο πλευρών κορυφώθηκε αναμενόμενα στο “Song For Zula”, κατά την ερμηνεία του οποίου ο Houck κατέβηκε από τη σκηνή και άρχισε να αγκαλιάζει χωρίς δεύτερη σκέψη τον κόσμο στις μπροστινές σειρές, στην πιο γλυκιά και ενδεικτική στιγμή ολόκληρης της βραδιάς.

Μετά από την πλουσιότατη διάρκεια της μίας ώρας και σαρανταπέντε λεπτών, ο Phosphorescent μας αποχαιρέτησε, αφού πρώτα χορέψαμε ανέμελα στους funky ρυθμούς του “Ride On/Right On”. Όπως και η δισκογραφία του, έτσι και οι συναυλίες του, εμπνέουν μεγάλα συναισθήματα, βαθιές σκέψεις και μία διαυγή εκτίμηση της ζωής –με τις δυσκολίες και τις ομορφιές της. Ήταν βέβαια ένα live για λίγους. Αλλά και στο μέλλον, η ανεκτίμητή του αξία θα συζητιέται εξίσου από λίγους τυχερούς. 

{youtube}UqG17ixbli8{/youtube}

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured