Forest Swords (Outdoor Stage)

του Ανδρέα Κύρκου

Ο γνώριμος στο ελληνικό κοινό καλλιτέχνης από το Λίβερπουλ βγήκε στην υπαίθρια σκηνή του φεστιβάλ αρκετά νωρίς (20.30), κάτι που ίσως να απέτρεψε πολλούς επισκέπτες από το να τον δουν, κυρίως όσους ήθελαν να φτάσουν λίγο πιο αργά στο Παλιό Αεροδρόμιο, ώστε να κρατήσουν δυνάμεις για τις πρώτες πρωινές ώρες. Ωστόσο απέδειξε για ακόμα μία φορά ότι είναι οξυδερκής μουσικός και όχι απλά ένας καλός DJ. 

Με το video wall πίσω του να προβάλει εικόνες από θαλάσσια κύματα και από βράχια σε απόμερες παραλίες και με τη βοήθεια ενός σαξοφωνίστα που συνόδευε τους ήχους του (μας τον σύστησε απλά ως Andrew), ο Forest Swords ζέστανε με μαεστρία το ανοιχτό stage, πόνταρε στη μελωδικότητα, μαγνήτισε τα βλέμματα και έστρωσε ιδανικά το χαλί για τις επόμενες ώρες. Το set ήταν ιδιαίτερο και απαιτητικό· δεν αναζήτησε εύκολες λύσεις. Όσοι όμως έδωσαν βάση στη μουσική του (και ήταν η πλειονότητα) πρέπει να αφέθηκαν στη μαγεία του, κυριολεκτικά. Ιδανικό ζέσταμα από έναν σοβαρό επαγγελματία, ο οποίος σφράγισε από νωρίς την αρτιότητα της οργάνωσης του φεστιβάλ σε επίπεδο ήχου, σε επίπεδο επιλογών στο line-up και σε επίπεδο διάταξης χώρου.

Christian Löffler (Outdoor Stage)

του Τάσου Μαγιόπουλου

Με ατμοσφαιρικά σύνθια, υπόγειες μελωδίες και μια μπότα που έδινε ρυθμό ιδανικό για τη δεδομένη ώρα, εκεί γύρω στις 10 παρά, ο Christian Löffler αποτέλεσε ιδανική επιλογή για το ξεκίνημα της βραδιάς του Σαββάτου. Η έμφαση στη μελωδία και οι laid-back ρυθμοί του Γερμανού DJ/παραγωγού έδωσαν καλό τέμπο στο κοινό που είχε μπει σε λειτουργία προθέρμανσης, εν όψει της μακράς βραδιάς (όσοι τουλάχιστον τραβήχτηκαν από νωρίς μέχρι το Ελληνικό). 

Την ίδια στιγμή, υπό τους ήχους του, παρέες δεξιά κι αριστερά έκαναν τα προγράμματά τους για το πόσα ποτά (και όχι μόνο) θα πιουν, αλλά και για το ακριβές χρονοδιάγραμμα της χορευτικής βραδιάς. Άλλο αν στο τέλος της συζήτησης καταλάβαμε πως τα μέλη της είχαν μόλις γνωριστεί… Στο μεταξύ ο 34χρονος μουσικός επένδυε σε έναν σταθερό ρυθμό, ο οποίος απογυμνωνόταν όσο περνούσε η ώρα, παίρνοντας μια πιο χορευτική κατεύθυνση, πάντα στα πλαίσια του deep house παύλα ατμοσφαιρικού techno ήχου. Με το beat να αναδεικνύεται σε συνοδηγός, καθώς η μελωδία είχε καθίσει για τα καλά στη θέση του οδηγού, διανθισμένη με αναμνήσεις από τη χρυσή εποχή της Warp.

Etapp Kyle (Photon Showcase)

του Τάσου Μαγιόπουλου

Μπορεί να άργησε να ανοίξει τις πύλες του το Photon stage –καθυστερώντας περίπου μισή ώρα την προγραμματισμένη έναρξη– όμως υπήρχαν ουκ ολίγοι πιστοί ακόλουθοι του Ουκρανού που περίμεναν καρτερικά έξω από την είσοδο μέχρι να πάρουν το τελικό ΟΚ από τους υπαλλήλους του φεστιβάλ. Η είσοδος στον τεράστιο χώρο συνοδεύτηκε ηχητικά από ατμοσφαιρικά μπλιμπλίκια για ξεκίνημα, τα οποία δεν άργησαν να οδηγήσουν στη μεγάλη έκπληξη στην αρχή του set: ήταν το “Tha” του Aphex Twin που γέμισε την αίθουσα με τις αιθέριες μελωδίες του, φέρνοντας χαμόγελα ευδαιμονίας στους λίγους θεατές ήδη από τα πρώτα λεπτά του resident DJ του θρυλικού Berghain. 

Σύντομα ωστόσο τα πράγματα πήραν πιο άγρια τροπή, με τις μελωδίες να γίνονται πιο σκοτεινές, τα beat πιο ξερά και στακάτα και το ηχητικό κλίμα να μοιάζει απειλητικό. Όλα αυτά λογίζονται ως θετικά, παρεμπιπτόντως, καθώς ο Etapp Kyle έστησε ένα dance έρεβος που στόχο είχε αποκλειστικά και μόνο τα πόδια των θεατών του. Οι επιλογές του, με acid και techno επιρροές και αναφορές, έθεσαν το κλίμα για το εκρηκτικό Photon stage, το οποίο καθ' όλη τη διάρκεια της βραδιάς συγκέντρωσε τους πιο σκληροπυρηνικούς μουσικόφιλους του ADD.

Discosodoma Soundsystem (Warehouse Stage)

του Ανδρέα Κύρκου

Το ονειρικό και υγρό queer clubbing των Discosodoma Soundsystem το γνωρίζουμε από πολλές εμφανίσεις τους στην Αθήνα. Τα δυο παιδιά κατάφεραν να φέρνουν τη γνώση τους από τα πάρτυ του Λονδίνου και να πείσουν για την ικανότητά τους να υποχρεώνουν τον κόσμο να τους κοιτάει στα μάτια. 

Στο Warehouse stage του ADD Festival 2019 πρωταγωνίστησαν η εξαλλοσύνη, τα σκληρά bleeps, η βάρβαρη disco και το καταιγιστικό groove· από ένα ντουέτο που δείχνει ικανό να κατακτήσει οποιοδήποτε κοινό, σε οποιαδήποτε πόλη, όσο απαιτητικό κι αν είναι. Οι Discosodoma Soundsystem στοχεύουν στην αίσθηση του ακροατή τους και όχι στη συναισθηματική –σαν να επιβάλλουν την εγκεφαλική βίωση όσων παίζουν στα decks. Με κάποιον τρόπο προκρίνουν τη νοητική κατανάλωση, αλλά δεν υστερούν σε ψυχαγωγικό value: σε κρατάνε σε απόλυτη σωματική εγρήγορση. Το πέτυχαν μεγαλοπρεπώς μέσα στον ιδρωμένο» χώρο του Warehouse.

DVS1 (Photon Showcase)

του Τάσου Μαγιόπουλου

Ο άρχοντας της techno και ιστορική φιγούρα της dance κουλτούρας γενικότερα, αποτέλεσε ένα από τα «βαριά» χαρτιά του φετινού φεστιβάλ και ανέβηκε στη σκηνή του Photon για να δικαιώσει αυτόν τον τίτλο του. Λειτουργώντας ως συνδετικός κρίκος μεταξύ όσων έφτασαν νωρίς στο Κλειστό Γήπεδο Ξιφασκίας και εκείνων που θα έρχονταν ξημερώματα για να φύγουν καλό μεσημέρι, ο DVS1 έπαιξε στα σίγουρα. Οι μελωδίες αποδείχθηκαν είδος προς εξαφάνιση, οι ρυθμοί στάθηκαν καταιγιστικοί και το techno σφυροκόπημα προέκυψε ανελέητο. 

Με τα τρία αυτά συστατικά ως κύρια της μουσικής του συνταγής, ο αμερικανοτραφής Ρώσος μοίρασε απλόχερα χορευτικές συγκινήσεις. Διόλου τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του set έκαναν την εμφάνισή τους και τα πρώτα γυαλιά ηλίου στα μάτια των θεατών. Η μπότα σε κλωτσούσε στο στήθος, τα τραχιά bleeps σου έγδερναν τα αυτιά και ο ρυθμός σε οδηγούσε σε ασταμάτητο χορευτικό ξεφάντωμα. Ακόμα και ο φωτισμός είχε προσαρμοστεί στο σκοτάδι που ανάβλυζε από τις επιλογές του DVS1, με την ορατότητα να είναι τόσο-όσο, συμβάλλοντας περαιτέρω στο αίσθημα της techno μυσταγωγίας.

Kittin (Warehouse Stage)

του Τάσου Μαγιόπουλου

Ο συνωστισμός στην (στενή, είναι η αλήθεια) είσοδο του Warehouse για το set της (πρώην Miss) Kittin, αποδείχθηκε μάλλον προφητικός: ο εν λόγω χώρος αποδείχθηκε με διαφορά η πιο πολυσύχναστη σκηνή, για όση ώρα έπαιζε μουσικές η Γαλλίδα καλλιτέχνιδα. Η εμφάνισή της συγκέντρωσε από πιτσιρικάδες αγέννητους ακόμα όταν έκανε τα πρώτα της βήματα στην International Deejay Gigolo –στο πλευρό του The Hacker– αλλά και παλιοσχολίτες, οι οποίοι έδωσαν δυναμικό παρών προκειμένου να αναβιώσουν τα «τιμημένα» 1990s και '00s. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο θρυλικός Petros Floorfiller, που για χάρη της Kittin είχε πιάσει κάγκελο και χόρευε ασταμάτητα, ιδρώνοντας κυριολεκτικά και μεταφορικά τη φανέλα. 

Πρώτο highlight της εμφάνισής της, το "Silver Screen" του Felix Da Housecat, όπου και είχε αναλάβει τα φωνητικά, τα οποία και αναπαρήγαγε ζωντανά δια μικροφώνου. Οι αντιδράσεις έξαλλες, με τα σφυρίγματα, τις ιαχές και τα χτυπήματα στις διαχωριστικές λαμαρίνες μεταξύ σκηνής και κόσμου να ολοκληρώνουν ένα σκηνικό αποθέωσης. Η παλιά καραβάνα του electroclash απέδειξε περίτρανα πως «το έχει» ακόμα να προκαλεί εκρήξεις στο dancefloor. Δικαίως, αφού δεν άφησε στιγμή το γκάζι από το πάτωμα, έστω κι αν ο ήχος της είχε μια ξεκάθαρα '00s αισθητική. Το αποτέλεσμα ωστόσο παρέμενε αναμφισβήτητο: το πολυάριθμο κοινό πήρε φωτιά κατά τη διάρκεια του set, το οποίο –σε συνδυασμό με τη χαμηλοτάβανη αίθουσα και την κλειστοφοβική αίσθηση– αναπαράστησε ό,τι πιο κοντινό σε σκοτεινό, υπόγειο κλαμπ του εξωτερικού (έστω και της περασμένης δεκαετίας).

Nastia (Outdoor Stage)

του Τάσου Μαγιόπουλου

Την ίδια ώρα που η Kittin όργωνε το Warehouse, η Nastia είχε στήσει το δικό της πάρτι στην υπαίθρια σκηνή, πυροβολώντας κατά ριπάς εναντίον όσων είχαν προτιμήσει τον ανοιχτό ορίζοντα αντί για την κλαμπίστικη ατμόσφαιρα των εσωτερικών σκηνών. Η Ουκρανή Anastasia Topolskaia έχει αναδειχθεί τα τελευταία χρόνια σε μία από τις πιο περιζήτητες DJ του πλανήτη και κατέθεσε διαπιστευτήρια για αυτήν της τη διάκριση τα ξημερώματα της Κυριακής. Τρέφει δε μια ιδιαίτερη αδυναμία στον βετεράνο Luke Slater, αν κρίνουμε από τις φορές που προτίμησε να παίξει κομμάτια του προσωπικού του σχήματος (Planetary Asault Systems). Παρούσες στο set ήταν πάντως κι άλλες σταθερές αξίες του techno χώρου, όπως οι Blawan και Johannes Heil. 

Δεν έλειψαν όμως και διαχρονικά underground hits του συγκεκριμένου ιδιώματος, όπως για παράδειγμα το remix των Adam Beyer & Lenk στο “I Love You” του Phil Kieran, κατευθείαν από το μακρινό 2003. Προσθέστε σε αυτά την προσιτή φιγούρα της Nastia, τα πηγαία χαμόγελα προς το κοινό και το αβίαστο λίκνισμα του κορμιού της και έχετε την πλήρη εικόνα μιας ταλαντούχας καλλιτέχνιδας, η οποία αγαπάει πραγματικά ό,τι κάνει, το τιμά και γι' αυτό το κάνει καλά και το απολαμβάνει. Μαζί της και όλοι εμείς κάτω από τη σκηνή, όσοι κινούμασταν ρυθμικά στις μουσικές επιταγές της με περισσή προθυμία και ικανοποίηση για τις 2 ώρες που έπαιξε στο ADD Festival 2019.

Âme (Warehouse Stage)

του Ανδρέα Κύρκου

Οι Âme πέτυχαν να σερβίρουν ένα άριστο set. Παρακολουθώντας τους στην κονσόλα, αντιλαμβανόσουν ότι η μετρονομία του χορευτικού techno roll που υπηρετούν, δεν αναζητά τις ρίζες της σε κανένα Ντιτρόιτ –αλλά μάλλον στις παγωμένες αποθήκες του Μάντσεστερ και (κυρίως) του Βερολίνου. 

Το γερμανικό δίδυμο των Kristian Beyer & Frank Wiedemann «παίζει» σε μια βελτιωμένη, ανώτερη πίστα και ακούγεται προκλητικό στο αυτί. Και ο δραματικότατος, στιλιστικός ζόφος των beats σε βάζει χωρίς πολλά-πολλά στη δίνη της επιθετικής μουσικής τους. Στο ADD Festival 2019 μας κράτησαν λοιπόν δέσμιους, καθώς δεν άφησαν το κοινό να συμπεριφερθεί σαν περαστικός από την πίστα τους. Δεσμευτικοί, καίριοι και ξεκάθαροι σε προθέσεις. Από τις πολύ σφιχτές εμφανίσεις του φεστιβάλ.

Marcel Dettman (Photon Showcase)

του Ανδρέα Κύρκου

Σπαρταριστή techno σε minimal διάκοσμο που συχνά-πυκνά έβγαζε δόντια και άλλoτε μας έδειχνε το μεσαίο δάχτυλο, μας χάρισε ο Marcel Dettman. Ο Βερολινέζος περφεξιονιστής έκανε την εμφάνισή του να είναι υπόθεση «λαμπρά» σκοτεινή, βαθιά νυχτερινή, αναδύοντας οσμές από αυτές που συναντάς μόνο στα τρίτα υπόγεια. 

Η επαναληπτικότητα της μουσικής του, η δεξιοτεχνία του, το ρίσκο που έπαιρνε, καθώς και η αυτοπεποίθησή του, τον έκαναν ένα από τα πιο σημαντικά ονόματα του φετινού φεστιβάλ. Ο δε κόσμος φάνηκε πολύ δεκτικός στo set του, μάλιστα συντονίστηκε αμέσως με τις βιτριολικές λούπες και τα φλεγόμενα beats, αυτά που σε έκαναν να ακούς με προσοχή. Ο εξαιρετικός φωτισμός, τέλος, έδωσε το κάτι παραπάνω στο παθιασμένο set.

Deep Dish (Outdoor Stage)

του Ανδρέα Κύρκου

Αρχικά, οι Deep Dish μου ακούστηκαν σαν παρωχημένη λύση με σκοπό να αναβιώσουν οι ένδοξες μέρες της πρώιμης house των 1990s, η οποία λατρεύτηκε σαν ιερό τοτέμ στην Ibiza. Τελικά, όμως, το ντουέτο αποδείχθηκε συγκλονιστικό. Και έκανε τους ακροατές όχι απλά να ακούσουν, αλλά να υπακούσουν τη μουσική τους, με τον ήλιο να ανατέλλει στο πλάι της δροσερής υπαίθριας σκηνής. 

 

Οι Deep Dish μας έκαναν δώρο ένα εκστατικό, αλάνθαστο, υπερβατικό set, ξεφεύγοντας μάλιστα αρκετά από τον προβλεπόμενο χρόνο τους –απλά γούσταραν να παίξουν παραπάνω στο Παλαιό Αεροδρόμιο της Αθήνας. Έστρωσαν λοιπόν έναν ανέλπιστο ηχητικό τάπητα, ο οποίος τα έκανε όλα παρανάλωμα στo όνομα του progressive house μιας νέας εποχής, για ανθρώπους που έζησαν τα χρόνια στα οποία είχε σημασία να καταρρέεις τις πρωινές ώρες, καθώς και την (ξεχασμένη, πλέον) φάση που το αποψάτο clubbing βρισκόταν στο απόγειό του. 

Η μουσική τους ξεδιπλώθηκε ηδονικά, σαν τελετουργικό ανάθεμα στην καρδιά μιας εποχής στην οποία η dance κουλτούρα στέκει ενοχοποιημένη, νεοπλουτίστικη και χωρίς δύναμη να δημιουργήσει τον πυρήνα μιας νέας φυλής. Η μουσική των Deep Dish ακούστηκε από τα σκονισμένα ηχεία μιας πόλης που ψάχνει να βρει φρέσκια ταυτότητα. Το ντουέτο έδειξε τις ιαματικές ιδιότητες της ξεκάθαρης house disco, σε ένα ξώχαρο, διονυσιακό set για όσους χάθηκαν κάποτε στα χωράφια γύρω από τα Οινόφυτα, αλλά και για τους νεότερους εκείνους που έχουν διανύσει πολλές ώρες στα ακουστικά τους ονειρευόμενοι ότι χάνουν τον έλεγχο ένα Σαββατόβραδο στα περιζήτητα club του Λονδίνου. Μια γενναία, χορταστική εμφάνιση, η οποία σιχαινόταν τη νοσταλγία και ένιωθε περήφανο προϊόν του σήμερα.

Ben Klock (Photon Showcase)

του Ανδρέα Κύρκου

Ο ταλαντούχος κύριος Ben Klock λειτούργησε λίγο-πολύ σαν καταφύγιο ψυχών. Βγήκε στις 7 το πρωί για να στεγάσει στον εσωτερικό χώρο όσους θεατές είχαν απομείνει στο Παλαιό Αεροδρόμιο με τηγανισμένο εγκέφαλο από τον τυφώνα των Deep Dish. Το ωραία αυτό κατεστραμμένο κοινό είχε ήδη φτάσει στα όριά του, μα σχεδόν όλοι αναζητούσαν περισσότερο. 

Τα μοτίβα βιομηχανικής techno-νομίας του Ben Klock σφυρηλάτησαν λοιπόν τις αισθήσεις μέσω στρεσαρισμένων house και dub ρυθμών, σε ένα καλοσχηματισμένο πλαίσιο κινδύνου. Σωματική κίνηση σε καθόλου ευοίωνους ρυθμούς, οι οποίοι μετατρέπονταν σε κάτι υποβλητικό, καθαρτικό και κάργα ατμοσφαιρικό. Ο αφηνιασμένος electro dubber ξεκίνησε υποτονικά μα στη συνέχεια το απογείωσε, με μανιακά beat που ανταγωνίζονταν ανθρώπινους οργασμικούς βρυχηθμούς. Πλήρης, στιβαρός και με ξεκάθαρη θέση στον τρόπο με τον οποίον θέλει να ακούγονται τα πράγματα.

{youtube}TQtbsiKTWxU{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured