I. Γέννεσις (1983–1989)
Η δεκαετία του ’80 ήταν εποχή υπερβολής. Όσο το heavy metal κατακτούσε τα στάδια και οι κιθάρες των Iron Maiden και Judas Priest έγραφαν ύμνους για τη δόξα και τη φαντασία, κάτι πολύ πιο δυσοίωνο έβραζε στα υπόγεια της Καλιφόρνια και της Φλόριντα. Το thrash metal είχε ήδη σπάσει τα όρια της ταχύτητας και της έντασης, μα για μερικούς νέους μουσικούς, αυτό δεν ήταν αρκετό. Ήθελαν κάτι πιο σκοτεινό, πιο ωμό, κάτι που να ακούγεται σαν την ίδια την αποσύνθεση που ζούσαν καθημερινά. Από αυτή την ανάγκη γεννήθηκε το death metal. Όχι ως μόδα, αλλά ως φυσική εξέλιξη μιας οργής που δεν χωρούσε αλλού.
Οι Possessed και το Πρώτο Κάλεσμα
Αφού λοιπόν το Seven Churches είναι ο λόγος που βρισκόμαστε εδώ, ας του δώσουμε το spotlight που του αξίζει. Δεν ξέρω αν είναι το "πρώτο death metal album". Οι απόψεις διίστανται όσον αφορά αυτό, αλλά σίγουρα αξίζει να το πιάσουμε ως το έργο που γέννησε σε μεγάλο βαθμό αυτή τη νέα αισθητική, φιλοσοφία και σε μικρότερο βαθμό ήχο. Τo δισκογραφικό ντεμπούτο των Possessed είναι ένα μνημείο πρωτόγονης βίας. 4 έφηβοι από το San Francisco, οι Jeff Becerra, Larry Lalonde, Mike Torrao και Mike Sus σίγουρα δεν είχαν συνειδητοποιήσει πως έγραφαν ιστορία. Και ίσως γι’ αυτό το άλμπουμ ακούγεται ακόμα πιο αυθεντικό, γιατί είναι ασυνείδητα επαναστατικό. Από τις πρώτες νότες του “The Exorcist”, με το εκκλησιαστικό όργανο που δίνει τη θέση του σε κιθάρες-λεπίδες, ο δίσκος μυρίζει καταστροφή. Σε μια εποχή που δεν ήταν κουλ να αυτοαποκαλείσαι "sick horror freak" (καλά εδώ που τα λέμε ποτέ δεν έγινε, sorry στον κύριο Rahmer), τα samples ταινιών τρόμου ήταν αρκετά σπάνιο φαινόμενο, και οφείλω να ομολογήσω πως προσδίδει τρομερά στη βαρύτητα του συνόλου.
Ο ήχος του είναι thrash που έχει χάσει κάθε ίχνος αυτοσυγκράτησης, έτοιμος να μεταβεί σε ένα άλλο στάδιο... Ο Jeff Becerra σπρώχνει τη φωνή του στα όρια της ανθρώπινης οδού, δημιουργώντας τη γέφυρα ανάμεσα στα επιθετικά thrash φωνητικά και το πρώτο αληθινό “death” growl της ιστορίας. Εκεί όπου οι thrashers κραύγαζαν, ο Becerra σπαρταρά, σέρνει το λαρύγγι του πάνω στις λέξεις. Αυτή η χροιά θα πάρει την τελική της μορφή όταν πίσω από το μικρόφωνο μπει ένα ομορφόπαιδο από την Τάμπα, αλλά καλό είναι να μην προτρέχουμε. Η παραγωγή είναι επιμελώς ατιμέλητη, πράγμα παράγωγο της εποχής. Οι Metallica δεν είχαν βγάλει ακόμα το Master Of Puppets, οπότε το είδος βρισκόταν μέχρι και εκείνο το σημείο σε αρκετά ωμό και σχετικά underground στάδιο, αν και φυσικά η έκρηξη που ερχόταν φαινόταν ήδη να είναι κοντά. Θεματικά, το άλμπουμ κινείται στην απόλυτη βεβήλωση: σατανισμός, εξορκισμοί, κόλαση, θάνατος. Και αυτό είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του. Η βλασφημία είναι δόγμα και καθαρά αισθητική προσέγγιση. Είναι ο καθρέφτης της εποχής του, όταν το «Satanic Panic» είχε γίνει ποπ φαινόμενο (λογικό όταν έχει το πιο κουλ όνομα έβερ) και η λογοκρισία κυνηγούσε κάθε εξώφυλλο με ανάποδο σταυρό. Οι Possessed πήραν αυτήν την υστερία και την μετέτρεψαν σε ένα μεγάλο κωλοδάχτυλο απέναντι σε κάθε πουριτανισμό. Ο Jeff, μετά τον σοβαρό τραυματισμό του το 1989, συνέχισε να κουβαλά τη φλόγα, επιστρέφοντας χρόνια μετά στη σκηνή, και ακόμα και από το αναπηρικο του καροτσάκι στέκεται ζωντανός μάρτυρας της μιας και μοναδικής αλήθειας. Ο θάνατος δεν πεθαίνει ποτέ, κρατήστε το αυτό. Ακόμα κι αν οι Slayer είχαν δείξει τον δρόμο με το Hell Awaits, οι Possessed πήγαν εκεί πρώτοι, πιο βαθιά, πιο πέρα, χωρίς φρένα. Και στο "Death Metal", ο δίσκος τελειώνει δηλώνοντας, με την απλότητα μιας γροθιάς στο στομάχι, το όνομα του νέου είδους βαφτίζοντας το με αίμα.
«Now we take over, and rule by Death Metal»
To Κεφάλαιο Death
Αν οι Possessed έγραψαν το πρώτο ευαγγέλιο, τότε οι Death είναι οι απόστολοι που το διέδωσαν, το εξευγένισαν και το μετέτρεψαν από παράνομο ήχο σε καλλιτεχνική φόρμα. Ας σταθούμε λοιπόν εκτενώς σε ό,τι έκανε ο Chuck Schuldiner και οι συνεχιστές του μέχρι το 1989, όταν το είδος πήρε πια σάρκα και οστά. Πριν υπάρξουν οι Death, υπήρχαν οι Mantas. Ο 16χρονος Chuck, το 1983 μαζί με τους Rick Rozz (κιθάρα) και Kam Lee (τύμπανα/φωνητικά), σχηματίζουν ένα συγκρότημα επηρεασμένο από μπάντες όπως Venom, Slayer και Hellhammer με μοναδικό στόχο να παίξουν όσο πιο κακό, βίαιο και αηδιαστικό metal μπορούσαν. Μέσα στο 1984 κυκλοφορούν μία σειρά από demo tapes με εντελώς φρικτές ηχογραφήσεις αλλά η πρόθεση είναι ξεκάθαρη. Βαριά riffs και growling φωνητικά που δεν υπήρχαν σε καμία άλλη μπάντα μέχρι τότε. Τραγούδια όπως “Legion of Doom” και “Evil Dead” είναι ήδη παρόντα σε πρώιμες μορφές και είναι οι σπόροι ενός νέου είδους. Το πρώτο τους "ολοκληρωμένο demo". όσο ειρωνικό και αν ακούγεται αυτό, ονομάζεται Death by Metal, και είναι ένα ιστορικό ντοκουμέντο που περιέχει όσα κομμάτια έχουν ηχογραφήσει ως τώρα. Την ίδια εποχή, στη σκηνή υπάρχουν οι Slayer με το Haunting the Chapel, Bathory με το ντεμπούτο του, και οι Possessed ετοιμάζουν το Seven Churches. Ο Schuldiner, ωστόσο, γράφει κάτι που δεν είναι απλώς thrash πιο γρήγορο και λίγο βαρύ. Είναι μια άλλη διάλεκτος, πιο σαρκοβόρα, πιο βλοσυρή.
Το 1984, μετονομάζει τη μπάντα σε Death και ο Chuck συνεχίζει μόνος του υπό το νέο όνομα, όταν ακόμα ούτε οι Possessed είχαν ονοματοδοθεί με τον θάνατο. Ένα όνομα που τα λέει όλα πολύ περιληπτικά. Μια λέξη, χωρίς μεταφορές, χωρίς ειρωνεία, χωρίς φιλολογία. Αυτό που επρόκειτο να κάνει θα καθόριζε την ταυτότητα ενός ολόκληρου είδους. Το επόμενο demo που κυκλοφορεί με το νέο όνομα είναι το Reign of Terror, τον Οκτώβριο του 1984. Ηχογραφημένο με τον Lee και τον Rozz είναι ακόμα πάρα πολύ ωμό, αλλά σαφώς πιο συγκροτημένο από τον προκάτοχό του. Ο Lee τραγουδάει εδώ, και τα φωνητικά του σίγουρα δεν είναι όσο βαριά όσο του Chuck, όμως δείχνει ξεκάθαρα να προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από οτιδήποτε άλλο εκείνη την εποχή.
Η συνέχεια ήρθε με δύο εμβληματικά demo. Το πρώτο εξ αυτών είναι το Infernal Death το οποίο κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1985. Περιέχει 3 κομμάτια, τα Infernal Death και Baptized In Blood που αργότερα δέχτηκαν ένα καλό ρεκτιφιέ για να μπουν στο Scream Bloody Gore, και το πιο βαρύ, με τίτλο "Archangel" το οποίο έμεινε στην αφάνεια δυστυχώς. Είναι ίσως το πιο καθοριστικό βήμα στην εξέλιξη του ήχου της μπάντας και το τελευταίο με αυτό το lineup, πριν ο Chuck ξεκινήσει να στρατολογεί νέα μέλη για το νέο του όραμα.
To δεύτερο είναι το Mutilation, του 1986 και εδώ βλέπουμε ένα άλμα μεγατόνων. Ο Chuck αναλαμβάνει τα πάντα, με μοναδικό συνοδοιπόρο των Chris Reifert στα τύμπανα που αργότερα θα έφτιαχνε τους Autopsy. 3 κομμάτια και εδώ, το "Land of No Return", "Zombie Ritual" και "Mutilation" όπου όλα είδαν το φως της δημοσιότητας στο ντεμπούτο, και εδώ τα βρίσκουμε στην σχεδόν τελειοποιημένη εκδοχή τους. Το Mutilation είναι με όλους τους τρόπους και όλες τις έννοιες ένα death metal ακατέργαστο διαμάντι. Το Mutilation θεωρείται πως είναι το demo που έπεισε τη Combat Records να του δώσει δισκογραφικό συμβόλαιο.
Στο 1987 πλέον, μετά από 4 χρόνια που οι μόνες του κυκλοφορίες ήταν σε μορφή demo, ο Schuldiner και οι Death κυκλοφορούν το πρώτο πλήρες άλμπουμ τον Μάιο του 1987, από την Combat Records, και ο κόσμος του metal αλλάζει για πάντα. Το Scream Bloody Gore ηχογραφήθηκε στο Λος Άντζελες με τον Chris Reifert στα τύμπανα αλλά ήταν ουσιαστικά ένα one-man project. Ο Chuck έπαιξε όλες τις κιθάρες, το μπάσο και έγραψε τα πάντα. Η παραγωγή του Randy Burns είναι πιο καθαρή από το Seven Churches, αλλά η αίσθηση παραμένει απολύτως φονική. Το Scream Bloody Gore περιέχει 10 ωδές στην αποσύνθεση. Θεματικά υπάρχει ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στο splatter και στο horror, παρά στο σατανιστικό/βλάσφημο στοιχείο. Ο Schuldiner δεν καταπιάνεται με αυτήν την πιο thrashy/punky βία των Possessed, αντ' αυτού δίνει βαρύτητα στον όγκο, στις ρυθμικές εναλλαγές και το brutality παραδίδωντας έναν προπομπό της κιθαριστικής και συνθετικής του δεξιοτεχνίας. Κατ εμέ το το Scream Bloody Gore είναι το πρώτο ολοκληρωμένο, no strings attached death metal album με τη μοντέρνα έννοια. Όχι μόνο επειδή περιέχει όλα τα τεχνικά χαρακτηριστικά, αλλά γιατί ορίζει και τη διάθεση. Υπάρχει μια μαγική ρεαλιστικότητα στον τρόμο. Μια απόλυτη και πρωτόγνωρη εμμονή με τον θάνατο.
Οι Αφανείς Ήρωες της Πρώτης Περιόδου
Και εδώ είναι μια καλή στιγμή για παύση. Θα ανοίξουμε σύντομα το κεφάλαιο αυτό ξανά, όμως είναι κρίμα να μην αναφερθούμε στους αφανείς... ή και όχι τόσο σε ορισμένες περιπτώσεις ήρωες της πρώτης περιόδου.
Ας μείνουμε λίγο ακόμα λοιπόν σε αυτήν την πρώτη εποχή. Στην προ-’87, όπου το metal στο underground βράζει και μεταλλάσσεται σε κάτι πιο βίαιο, πιο αποκρουστικό, πιο ακραίο και... πιο πραγματικό. Από το 1983 ως το 1986, δεκάδες μικρά συγκροτήματα ανά τον κόσμο έπαιζαν κάτι που ούτε το thrash ούτε το black μπορούσαν να περιγράψουν. Δεν υπήρχε σκηνή, δεν υπήρχε όνομα. Μόνο κασέτες, φανζίνς και μια αίσθηση ότι το metal έμπαινε σε πιο σκοτεινή φάση.
Το 1984, η Noise Records κυκλοφορεί το compilation Death Metal, ένα άλμπουμ που έμεινε στην ιστορία γιατί έδωσε την πρώτη αναφορά στο όνομα ενός είδους πριν ακόμα υπάρξει. Το παράδοξο; Το compilation δεν είχε ίχνος death metal μέσα του. Είχε τέσσερις μπάντες:
Τους Running Wild, όπου νεαροί τότε, και πιο κοντά στο speed/heavy ήχο των Maiden. Τους Helloween στο πρώτο τους στάδιο, σε ένα καθαρό proto-power metal.Τους Dark Avenger σε έναν πιο παραδοσιακό speed/heavy metal ήχο και στίχους τύπου «catching rainbows in the sky». Έ εντάξει δεν το λες και το καλύτερο παράδειγμα. Και τουλάχιστον... τους Hellhammer, που είναι οι μόνοι που άγγιζαν το σκοτάδι και το primitive doom-death-black συναίσθημα αλλά πάλι ήταν πολύ μακριά από αυτό που ψάχνουμε. Η Noise χρησιμοποίησε τον τίτλο «Death Metal» καθαρά για shock value, αλλά χωρίς να το ξέρει, δανέιστηκε το όνομα από ένα κίνημα που λίγα χρόνια αργότερα θα καταλάμβανε τον underground κόσμο.
Οι Poison από τη Γερμανία (μην τους συγχέουμε με τους Αμερικανούς γκλιτεράκηδες) υπήρξαν μια από τις πιο βίαιες και πρωτόγονες μπάντες της Ευρώπης. Τα demos τους, όπως το Sons of Evil (1984) και το Bestial Death (1985) , είναι γεμάτα βρωμιά, θόρυβο, blasts και απόγνωση. Η κιθάρα του Uli “Angel of Death” και τα φωνητικά του Virgin Slaughter είναι καθαρά proto-death, ενώ η ατμόσφαιρα είναι παντελώς κατακόμβη.
Οι Messiah από την Ελβετία από το πρώτο τους demo το 1985 με τίτλο Powertrash έδειξαν μια τάση να παίξουν κάτι πιο βίαιο και πιο "δυνατό" από το thrash. Στο μεγαλύτερο του μέρος όμως δεν υπερπηδά αυτά τα στεγανά. Σε δύο κομμάτια όμως γίνεται μια υπέρβαση. Αρχικά στο "Space Invaders" βλέπουμε μια πρωτόγονη εκδοχή death/doom, κοντά στους συντοπίτες τους Hellhammer, και τέλος στο κλείσιμο του δίσκου με τίτλο "Antichrist" έχουμε ένα από τα πιο μανιασμένα και καταστροφικά κομμάτια που έχουν γραφτεί. Αρκετά κοντά στον ήχο που θα όριζε το ακραίο metal της μακρινής Ιαπωνίας μετέπειτα. Δεν είναι thrash, δεν είναι black, δεν είναι grind... τι είναι; Aκόμα όμως και με το εκπληκτικό Hymns To Abramelin του 1986, όσο γρήγοροι, όσο επιθετικοί ήταν και όσο μανιασμένα και αν ήταν τα ουρλιαχτά τους, κάτι έλειπε για να αποτάξουν και οι ίδιοι τον τίτλο του thrash από πάνω τους.
Οι Thanatos στην Ολλανδία έρχονται το 1984 με το Speed Kills, ένα demo που συνδιάζει μεν γρήγορα riffs και blasts, όμως λείπουν πολλά ώστε να τολμήσουμε να το αναφέρουμε ως death metalμ ειδικότερα στον τομέα των φωνητικών και της συνολικής βαρύτητας. To 1986 όμως, κυκλοφορόυν το demo με τίτλο Rebirth, και εδώ αρχίζουμε να βλέπουμε πολλά βήματα προς την σκοτεινή μεριά. Το μπάσο γίνεται πιο παχύ, τα φωνητικά πιο βαθιά και η ατμόσφαιρα πιο πνιγηρή. Το κρεβάτι έχει στρωθεί για να βγει το Emerging From The Netherlands το 1990, που αν και κυκλοφόρησε αργά για να είναι άξιο αναφοράς εδώ, είναι αδιαμφισβήτητα ένας death metal δίσκος.
Η Βραζιλία υπήρξε ένα από τα πρώτα πραγματικά hotbeds του θορύβου. Λίγο η κοινωνική ανισότητα, η φτώχεια, η πολιτική καταπίεση και η punk νοοτροπία συνετέλεσαν εκεί, μεταξύ 1984–1986, στο να ξεπηδήσουν πολλές μπάντες που ένιωθαν το κακό μέσα τους και είχαν ανάγκη να το εξωτερικεύσουν. Οι Vulcano έρχονται το 1983 με το πρώτο τους EP με τίτλο Om Pushne Namah, το οποίο εισάγει δύο πράγματα. Αρχικά την πρώτη καταγεγραμμένη εμφάνιση του Son Goku και κυρίως έναν τεράστιο ηχητικό όγκο. Φυσικά οι Vulcano τότε έπαιζαν ακόμα heavy metal, όμως φαινόταν να υπάρχει μια τάση στο υπερβατικό. Με το Denvil on My Roof που ακολούθησε το 1984, δημιουργούν μια από τις πρώτες γέφυρες μεταξύ heavy metal και black metal, όμως με το Bloody Vengeance του 1986, τον πρώτο τους δίσκο παίζουν κάτι τελείως διαφορετικό. Σίγουρα ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια του thrash, όμως δεν μπορεί κανένας να αμφισβητήσει το πόσο death metal κρύβει μέσα του. Ανέφερα πως έχουν μέσα τραγούδι που λέγεται "Death Metal"; Ο νοών νοείτω!
Φυσικά δεν μπορεί να λείπει η αγία τετράδα από το Belo Horizonte της Βραζιλίας. Mutilator / Sarcófago / Chakal / Holocausto ενώνουν τις δυνάμεις τους στην πρώτη φάση της πορείας τους με ένα split γεμάτο από ψήγματα αυτού που έρχεται. Όλοι επηρεασμένοι από Venom, Hellhammer και Slayer, αλλά με πιο άρρωστο, πρωτόγονο ήχο. Η ιστορία της Βραζιλίας σε 48 λεπτά.
Στο Belo Horizonte όμως εκείνη την περίοδο γεννιόταν άλλη μια μπάντα, μια μπάντα που έμελε να αλλάξει το metal ολόκληρο, όχι μόνο το thrash, ούτε το death. Οι Sepultura το 1985 κυκλοφορούν το Bestial Devastation. Έναν δίσκο πρωτόγονο, και πρωτόγνωρα βαρύ και καταστροφικό. Δεν ξέρω αν είναι το σημείο 0 για το death metal, πιθανότατα δεν είναι. Είναι όμως ο δίσκος που όρισε αυτό που ξέρουμε σήμερα ως "War Metal", και αυτό από μόνο του είναι μεγαλείο. Οι Sepultura είναι από τα σπάνια cases που η εξέλιξή τους ήταν ανάποδη. Ήδη από το Morbid Vision που ακολούθησε την επόμενη χρονιά, με το ΠΑΣΟΚικό του intro έδειξαν να κινούνται σταθερά προς το thrash, με την μετάβαση να συνεχίζεται στο Schizophrenia του 1987 και να ολοκληρώνεται στο Beneath The Remains. Θα είχε πραγματικά μεγάλο ενδιαφέρον στην εξέλιξη του είδους αν συνέχιζαν πάνω στον ήχο του Bestial Devastation.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πέρα από τους Death και Possessed, υπήρχε ολόκληρη υπόγεια κοινότητα που έσκαβε στα έγκατα του thrash για να βρει κάτι νέο.
Οι Savage Death με τα demos τους αγγίζουν ένα speed/thrash πολύ πιο βρώμικο, με έμφυτη κακία, και βλάσφημο στίχο. Στο Mass Genocide έχουμε τραγούδια όπως το "Bring me the Guts of the Priest" που δεν τολμούσε να γράψει thrash μπάντα. Η αισθητική είναι λίγο horror b-movie αλλά η βία και το βραχνό growl τους αγγίζουν το death metal.
Στο ίδιο κλίμα οι Τεξανοί Devastation κυκλοφορούν το 1986 ένα demo με τίτλο A Creation of RIpping Death το οποίο δεν μοιάζει σε τίποτα με καμία άλλη thrash μπάντα της εποχής. Κυρίως, τα φωνητικά είναι 100% death metal. Όχι screams που πηγαίνουν λίγο πιο χαμηλά. Ένα κανονικότατο death growl. Ένα εκπληκτικό demo, και πραγματικά κρίμα που αυτή η μπάντα δεν δισκογράφησε επίσημα ποτέ.
To πρώτο demo των Insanity από το San Francisco, αν και το πιο ωμό από όσα έχουμε δει ως τώρα είναι ίσως και το πιο τεχνικό. Τα riffs εναλλάσσονται με επιδεξιότητα, τα drums είναι ένα ελεγχόμενο χάος και ενώ θα μπορούσαμε να πούμε πως η συνολική αισθητική είναι άλλος ένας προπομπός του war metal, η τεχνικότητα στις κιθάρες είναι αυτό που τους ανεβάζει σε ένα επίπεδο μόνους τους.
Οι Massacre ήταν και εκείνοι βαρυσήμαντοι στην σκηνή της Tampa. Από το 1984, όπου φυσικά αυτό που έπαιζαν ήταν τελείως διαφορετικό, έκαναν πολλά διαλείματα και επανασυνδέσεις, όμως αυτό δεν αλλάζει την παρακαταθήκη που άφησαν με το From Beyond το 1991. Από τα πρώτα demo τους όμως, και ειδικά αυτό του 1986 όμως φαινόταν πως χτίζεται κάτι πολύ βίαιο και πολύ διαφορετικό από αυτό που παίζεται εκείνη την εποχή.
Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για Αμερικάνικο proto-death χωρίς να αναφερθούμε στους Master/Death Strike του Paul Speckmann. Oι Master και οι Death Strike είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, δύο ονόματα που συνδέονται άρρηκτα με το προοίμιο του death metal. Ως Death Strike κυκλοφόρησε μόνο ένα demo, το “Fuckin’ Death” (1985), το οποίο έγινε δίσκος μαζί με άλλες ηχογραφήσεις εκείνης της εποχής το 1991, αλλά αυτό αρκούσε για να τους κατατάξει στους πραγματικούς πρωτοπόρους του ήχου. Όταν οι Death Strike διαλύθηκαν, ο Speckmann πήρε τα περισσότερα κομμάτια και τα μετέφερε στη νέα του μπάντα, τους Master, που αποτέλεσαν τη φυσική συνέχεια. Το demo των Master του 1985 είναι μια πραγματική αποκάλυψη για όποιον μελετά τη γένεση του death metal.
Το Season of the Dead των Necrophagia συχνά αγνοείται όταν γράφεται η “επίσημη” ιστορία του death metal. Όμως όσοι ξέρουν, το αναγνωρίζουν ως μία από τις πρώτες ολοκληρωμένες δουλειές στο είδος. Ένα άλμπουμ με την βρώμα του νεκροταφείου, και τη γεύση της σαπισμένης σάρκας και αίματος που εξυμνούσε τις πιο αηδιαστικές πτυχές της ανθρώπινης φαντασίας. Το Season of the Dead, κυκλοφόρησε το 1987, την ίδια χρονιά με το Scream Bloody Gore και, αν και λιγότερο τεχνικό, ήταν πιο βαθιά ριζωμένο στο horror με έντονη την αισθητική των Fulci, Deodato και του πρώτου Evil Dead. Εκεί όπου ο Chuck Schuldiner προσπαθούσε να μεταμορφώσει το thrash σε ένα νέο είδους, ο Killjoy το κατέβαζε στα έγκατα του σιχαμένου, του βρώμικου και του body horror.
Νομίζω πως εδώ είναι μια καλή στιγμή να επιστρέψουμε στο οικοδόμημα που έστησαν οι Death και ο Chuck. Αυτή τη φορά όμως στην εποχή μετά το Scream Bloody Gore.
Eίπαμε ήδη πως το Scream Bloody Gore ήταν ο πρώτος αδιαμφισβήτητος death metal δίσκος. Όμως ακόμα το είδος δεν είχε πάρει ακριβώς σάρκα και οστά. Δεν είχε γίνει... αν μου επιτραπεί η λέξη, κίνημα. Αυτό θα άλλαζε πολύ σύντομα όμως. Το Leprosy ήρθε ως η πραγματική θεμελίωση του είδους. Το βήμα από την ωμή βία του Scream Bloody Gore στην οργανωμένη και μεθοδική αποδόμηση κάθε υπολείμματός του παλιού ήχου. Από το πρώτο δευτερόλεπτο του ομότιτλου κομματιού γίνεται πολύ ξεκάθαρο πως δεν έχει βγει τέτοιος δίσκος ποτέ ξανά. Το Leprosy είναι ο δίσκος που πρακτικά εισάγει τον πιο “μοντέρνο” ήχο της Φλόριντα. Οι κιθάρες γίνονται πιο παχιές, το drumming του Bill Andrews (Massacre) είναι κατά πολύ τεχνικότερο, και η φωνή του Schuldiner πιο βαθιά από ποτέ σαν ένα άγριο εργαλείο μετάδωσης θυμού και τρόμου. Η παραγωγή του Dan Johnson και του Scott Burns είναι κρυστάλλινη, και φέρνει έναν τελείως διαφορετικό αέρα από τις προηγόυμενες δουλειές του, μιας και είχε δουλέψει κυρίως με πιο προσεγμένες heavy metal μπάντες όπως οι Savatage και οι Crimson Glory. Δεν αφαιρεί σε τίποτα όμως από την βία του δίσκου. Αυτό όμως που τον απογειώνει είναι τα άλματα που έγιναν σε συνθετικό επίπεδο. Οι συνθέσεις είναι όλες οργανικές, και τα τραγούδια έχουν δομή. “Pull the Plug”, “Left to Die”, “Born Dead” και “Leprosy” θεμελιώνουν την ταυτότητα της death metal σκηνής. Την ίδια περίοδο οι Morbid Angel κυκλοφορούν το Altars of Madness, οι Autopsy το Severed Survival και το Slowly We Rot των Obituary δείχνει την πλήρη επικράτηση του ήχου.
II. Η Χρυσή Εποχή (1989–1995)
Αν το Seven Churches υπήρξε η Γένεση και οι πρώτοι δίσκοι των Death το Ευαγγέλιο, τότε τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 μπορούμε να πούμε πως ήταν η πραγματική Αποκάλυψη. Αυτή η περίοδος υπήρξε μια πραγματική κοσμογονία μουσικών σχολών. ένα αχανές χάος δημιουργίας το οποίο τοποθέτησε το death metal στον χάρτη του ηχητικού στερεόματος με τον πιο βίαιο τρόπο και από όλες τις κατευθύνσεις. Μπορεί το αντίστοιχο Big 4 στο thrash στα μέσα του 80 να ήταν συγκεντρωμένο σε μια μικρή γεωγραφική ζώνη (με την Γερμανία να ακολουθεί), η Χρυσή Εποχή του death metal ήταν πολυκέφαλη. Σαν τη Λερναία Ύδρα του κάτω κόσμου. Από τους βάλτους της Florida ως την παγωμένη Σουηδία και τα υπόγεια του Birmingham, κάθε σκηνή είχε τη δική της ταυτότητα, αλλά όλες μοιράζονταν το ίδιο θεμέλιο. Ζούσαν και ανέπνεαν death metal.
Στο Orlando, και ειδικότερα στην Tampa, βρίσκουμε τον τόπο που μπορεί να χαρακτηριστεί με άνεση πλέον "η Μέκκα του death metal". Οι Death έδωσαν το παράδειγμα της εξέλιξης, με το Leprosy και κυρίως το Spiritual Healing να θεμελιώνουν το τεχνικό υπόβαθρο του είδους. Η Florida έγινε συνώνυμη του όρου “death metal”, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένα εργαστήριο τεχνολογικής και ηχητικής καινοτομίας, όπου κάθε συγκρότημα έπαιρνε μια πτυχή του είδους και την αποτύπωνε με διαφορετικό τρόπο. Στην επόμενη περίοδο, το Morrisound Studio γίνεται τόπος προσκυνήματος. Οι Obituary, Morbid Angel, Deicide, και λίγο αργότερα οι Malevolent Creation θα ακολουθήσουν τα ίχνη των Death, κάνοντας τη Φλόριντα το επίκεντρο του σύμπαντος για το death metal.
Οι Morbid Angel, με το Altars of Madness (1989) και προφανώς το εξίσσου εμβληματικό Blessed Are The Sick (1991) κυκλοφορούν δυό βλάσφημα και καταστροφικά ανουσιουργήματα που κοντράρουν σε σημαντικότητα κάθε δίσκο που έχει κυκλοφορήσει έκτοτε. Με έναν Trey Azagthoth όπου σαν ιεροφάντης, μετέτρεπε τους ήχους της κιθάρας του σε αρχέγονη επίκληση, με μια τεχνική που κανένας δεν κατάφερε να αναπαράγει.
Οι Obituary με τα Slowly We Rot (1989) και Cause of Death (1990) εισήγαγαν τον στοιχειωμένο, αποσυντεθειμένο ήχο. Πιο αργό και down to Earth, πολύ γκρουβάτο, όμως με μία υπέρμετρη σήψη που δεν είχαμε ξαναδεί. Φυσικά μεγάλο μερίδιο ευθύνης έχει ο Trevor Peres, με τα τιμωρητικά, και τρομερά headbangable riffs που εξαπόλυε σαν δεύτερη φύση.
Φυσικά οι Deicide ήταν το πιο βλάσφημο και πιο δηλητηριώδες death metal που είχε και έχει μέχρι και σήμερα παιχτεί. Το ομώνυμο ντεμπούτο το 1990 και το Legion (1992) που ακολούθησε είναι δύο μονόλιθοι ωμότητας, επιθετικότητας και πρόκλησης. Το γεγονός πως ο Benton έκαψε έναν ανάποδο σταυρό στο μέτωπο του και μέχρι σήμερα ροκάρει το σημάδι αμετανόητος, δείχνει ακριβώς την στάση και το legacy αυτής της μπάντας.
Οι Cannibal Corpse υπήρξαν άλλο ένα τεράστιο κεφάλαιο στο death metal, τόσο σε επίπεδο εμβληματικότητας αλλά και αδιαμφισβήτητης δημοτικότητας. Λίγο το Ace Ventura, λίγο η προκλητική over the top gore θεματολογία τους, τους έβαλε σε σπίτια και αυτιά ανθρώπων που δεν γνώριζαν όχι απλά το death metal, αλλά και το metal το ίδιο. Καμιά φορά το notoriety κάνει μεγαλύτερο καλό από την ίδια την φήμη, και οι CC είναι τρανό παράδειγμα. Αν συνδιάσεις όλα αυτά και με τα φοβερά riffs του Jack Owens, τον μαγικά χαρακτηριστικό ηχο του Alex Webster και φυσικά τα (ακόμα) βαθιά growls του Barnes, η επιτυχία τους ήταν δεδομένη. Μπορεί να ξεκίνησαν στο Buffalo, όμως ο ήχος τους σμιλεύτηκε και τελειοποιήθηκε αφού μετακόμισαν στην Tampa όταν είδαν την ραγδαία ηχητική και εμπορική άνθιση που συνέβαινε στην νοτιοανατολική ακτή.
Στην Αγγλία από τα τέλη της δεκαετίας του 80 γεννήθηκε το grindcore, το οποίο όμως σε μεγάλο βαθμό φλέρταρε με το death metal πριν το κλείσιμο της δεκαετίας. Οι Carcass με το Necroticism – Descanting the Insalubrious (1991) έπαιξαν έναν προπομπό του μελωδικού death/grind που τελειοποίησαν στο Heartwork και οι Bolt Thrower με το Realm of Chaos (1989) έβαλαν τη Βρετανία στον χάρτη με έναν ήχο πιο «πολεμικό», πιο πολιτικοποιημένο και βαθιά ειρωνικό απέναντι στο ίδιο το είδος πριν το τελειοποιήσουν στο The IVth Crusade και γίνουν η μπάντα που μου έρχεται πρώτη στο μυαλό όταν σκέφτομαι την «πεμπτουσία του death metal»
Οι Napalm Death από την άλλη κυκλοφόρησαν δύο ολοκληρωτικά death metal δίσκους με τα Harmony Corruption (1990) και Utopia Banished (1992) αφήνοντας για λίγο πίσω τις grind καταβολές τους.
Την ίδια περίοδο, στη Σουηδία μια διαφορετική μετάλλαξη γεννιόταν. Ο ήχος των Entombed, Dismember, Grave, Nihilist και Unleashed βασίστηκε στο Boss HM-2, ένα φθηνό πετάλι που μετέτρεπε τις κιθάρες σε πριονοκορδέλα. Πως το έκανε αυτό; Μα φυσικά γυρνώντας στη μέγιστη ρύθμιση όλα τα κουμπιά του πεταλιού. Τα πρωτοπόρα συγκροτήματα που βοήθησαν στη διαμόρφωση του ήχου ήταν οι Nihilist (μετέπειτα Entombed) και οι Morbid, που ηχογράφησαν στα θρυλικά Sunlight Studios της Στοκχόλμης. Το Left Hand Path του 1990 των Entombed καθόρισε ολόκληρη γενιά. Mid-tempo groove, μελωδικές κιθάρες και ξεκάθαρες punk πινελιές χωρίς όμως να φτάνει στο σημείο της Αγγλίας. Ο ήχος της Σουηδίας δεν ήταν τόσο "τεχνικός" όσο "οργανικός".
Το Like An Everflowing Stream των Dismember από την άλλη, παρόλο που είναι βαρύ και επιθετικό, περιέχει περισσότερα μελωδικά στοιχεία στις κιθάρες σε σχέση με τις άλλες μπάντες του είδους. Για πολλούς (included τον γράφων) είναι το καλύτερο δείγμα του ήχου της Στοκχόλμης, ή έστω μαζί με το Left Hand Path και ας μην πήρε ποτέ την ίδια αναγνώριση.
Στην ανατολική πλευρά των ΗΠΑ, ο ήχος έγινε πιο τεχνικός, πιο επιθετικός και πιο σφιχτός. Οι Immolation, Suffocation, Incantation και Ripping Corpse αντιπροσώπευαν μια νέα, πιο βίαιη φάση. Οι Suffocation με το Effigy of the Forgotten (1991) όρισαν τη γένεση του brutal death metal, στο οποίο θα επανέλθουμε σε λίγο, ενώ οι Incantation έφεραν την πιο κακοφορμισμένη, σχεδόν δαιμονική αίσθηση που θα ανοίξει αργότερα δρόμο για το blackened death και το death doom.
To Death/Doom
Μιλώντας για death doom, είναι από τα πιο ιδιαίτερα και εκφραστικά παρακλάδια του ακραίου metal. Ένα ρεύμα που έδωσε ένα βαθύτερο συναισθηματικό βάρος στο είδος. Κάποιοι μουσικοί ήθελαν να διατηρήσουν τη σκοτεινιά και τη φρίκη, όχι όμως μέσα από ταχύτητα, αλλά μέσα από βάρος και ατμόσφαιρα. Από τη μία, σαν βασικές επιρροές έχουμε σίγουρα μπάντες όπως οι Sabbath, κάτι που δεν χρειάζεται καν να αναφέρεται πλέον, τους Candlemass, τους Trouble, τους Saint Vitus και φυσικά τους Celtic Frost για την αποπνικτική ατμόσφαιρά τους. Από την άλλη, μπάντες όπως οι Death και οι Necrophagia είχαν ήδη γράψει πιο "αργό" death metal, όμως μόνο ως μεμονωμένα κομμάτια στους δίσκους τους, όχι σαν κανόνα όπως πχ το "Pull The Plug" , το "Ancient Slumber" και το "Choke On It". Άλλοι πιστεύουν πως το σημείο 0 το βρίσκουμε στους Autopsy και στο Severed Survival. Ενώ υπάρχουν πολλές δόσεις αλήθειας όσον αφορά την επιδραστικότητα, εγώ θα ρίξω το spotlight στην άλλη μεριά του Ατλαντικού.
To 1989 μια μπάντα από το Χάλιφαξ της Αγγλίας κυκλοφορεί ένα demo με τίτλο Frozen Illusion, και με τον ολοκληρωμένο τους δίσκο που θα έρθει την επόμενη χρονιά, οι βρετανοί θα αλλάξουν το doom για πάντα. Οι Paradise Lost, πριν γίνουν οι μάστορες του gothic metal που γνωρίσαμε στα μέσα του 90, υπήρξαν αμιγώς death/doom. Το Lost Paradise, ο πρώτος τους ολοκληρωμένος δίσκος, είχε χαμηλοκουρδισμένες κιθάρες, άρρωστα growls, αργά και μακρόσυρτα νεκρικά riffs και μελωδίες βυθισμένες στην απόγνωση.
Στην Νέα Υόρκη, πάλι το 1990 οι Winter θα κυκλοφορήσουν έναν από τους βαρύτερους δίσκους όλων των εποχών, με τίτλο Into Darkness, ο οποίος είναι και η μοναδική τους κυκλοφορία. To Into Darkness αν και προϊστορικό για τα δεδομένα του είδους, είναι ίσως ο πιο μονολιθικός death doom δίσκος στην ιστορία. Είναι απάνθρωπα αργό, αποπνικτικό και τα φωνητικά του John Alman ακούγονται σαν κουρασμένες ημιθανείς κραυγές από υπόγεια καταφύγια. Το γεγονός πως η θεματολογία τους μιλάει για τον ψυχρό πόλεμο, την καταστροφή και την αποσύνθεση προσθέτει έξτρα στην ατμόσφαιρα. Ίσως η μοναδική μπάντα που έχει εξίσου ισχυρό case με τους Paradise Lost όσον αφορά την πρωτιά.
Αν και περισσότερο doom παρά death, το ντεμπούτο των Cathedral περιλαμβάνει αρκετά death metal στοιχεία ώστε να το θεωρήσω μέρος της πρώτης γενιάς. Ο ήχος είναι υπερβολικά βαρύς αλλά και ψυχεδελικός, με riffs που λιώνουν, ενώ η φωνή του Lee Dorrian (πρώην Napalm Death) έχει ακόμα εκείνη τη βάρβαρη death απόχρωση.
Οι Αυστραλοί Disembowelment λίγα χρόνια μετά δημιούργησαν το πιο ατμοσφαιρικό και απόκοσμο δείγμα του είδους. Η λέξη ψυχεδελικό γυρίζει στο μυαλό όσο προσπαθώ να το περιγράψω, οπότε και θα την χρησιμοποιήσω αυθαίρετα και εδώ. Το Transcendence into the Peripheral είναι ένα άλμπουμ που μοιάζει περισσότερο με πνευματική εμπειρία. Οι Disembowelment εισάγουν κομμάτια 10+ λεπτών που πλέον είναι η νόρμα στο είδος, τελετουργικά φωνητικά, παράλογες εναλλαγές ταχύτητας, και μια ατέρμονη και απόλυτη αποξένωση. Είναι το σημείο τομής ανάμεσα στο death, στο doom και το ambient, και πρότυπο για μετέπειτα μπάντες όπως οι Esoteric, Evoken, Mournful Congregation που ακολουθώντας τα βήματα των Disembowelment έχτισαν αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως funeral doom.
Το κεφάλαιο Death... ξανά
Το 1990 με το Spiritual Healing γίνεται ίσως το πρώτο βήμα προς το πιο... προοδευτικό μέλλον. Ίσως ο Chuck αρχίζει να κουράζεται από την εμμονή με gore και αίματα, ίσως το έριξε στο διάβασμα, ποιος ξέρει; Ένα έιναι σίγουρο. Τα επόμενα κεφάλαια των Death είναι πολύ πιο ώριμα. Το Spiritual Healing εισάγει κοινωνικά και φιλοσοφικά θέματα: ευθανασία, θρησκευτική υποκρισία, ψυχική νόσος και... ο άνθρωπος με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Επιπλέον, το Spiritual Healing είναι το άλμπουμ όπου ο Schuldiner αρχίζει να παίζει με τεχνικές, να εισάγει έντονες ρυθμικές αλλαγές, μετατροπίες, και riff που σπάνε τα "κλισέ" του death metal, αν μπορούμε φυσικά να μιλήσουμε για κλισέ σε ένα είδος που οριακά έχει προλάβει να πει μπαμπά και μαμά. Τα σπάργανα αυτού που αργότερα θα γίνει γνωστό ως progressive death metal γεννιούνται εδώ. Φυσικά όλα αυτά είναι in hindsight, γιατί το Spiritual Healing παραμένει ένα καθ'ολα ωμό παραδοσιακό death metal album, απλά με αρκετό πιζάζ.
Μετά την κυκλοφορία των Leprosy και Spiritual Healing οι Death θα βγουν σε περιοδείες με συγκροτήματα όπως οι Dark Angel και Kreator, και έτσι η νέα μορφή του ακραίου ήχου μεταφέρεται παντού. Μέσα σε έξι χρόνια, ο Schuldiner έχει ήδη κάνει τη μετάβαση από tape-trading πιτσιρικάς σε αρχιτέκτονα ενός νέου κόσμου.Ο Chuck φυσικά δεν ξεχώρισε μόνο για τις συνθέσεις του, αλλά και για τη στάση του.Ενώ η υπόλοιπη σκηνή βυθιζόταν σε gore και αντικοινωνικά μοτίβα, εκείνος μιλούσε για ανθρωπιά, ύπαρξη, προσωπικό πόνο και συνείδηση. Τον ρωτούσαν συχνά για την αλλαγή στους στίχους που είχε ξεκινήσει στο Spiritual Healing του 1990, , το οποίο απομακρύνθηκε από τα αιματοβαμμένα θέματα των δύο πρώτων δίσκων. Η απάντησή του ήταν :
“I don’t write about Satan or religion. I write about what I feel, and what I fear.”
Ο γεννήτορας έμελε να είναι και ο άνθρωπος που το οδήγησε στην ωριμότητα. Από το Human (1991) και μετά, οι Death εγκαταλείπουν την αποκλειστικά φονική ενέργεια των προηγούμενων για να στραφούν προς την αυτογνωσία και τον στοχασμό. Μετά από διαφωνίες και αποχωρήσεις, ο Chuck αναζητά νέους μουσικούς που να μπορούν να υποστηρίξουν τη νέα του φιλοσοφία. To νέο lineup για το Human του 1991 είναι εξωπραγματικό. Sean Reinert στα τύμπανα και Paul Masvidal στη δεύτερη κιθάρα, ερχόμενοι και οι δύο από τους Cynic, και ο βιρτουόζος των Sadus τότε Steve DiGiorgio, ίσως ο καλύτερος μπασίστας του ακραίου metal. Το αποτέλεσμα είναι ένα νέο DNA για το death metal. Απότομες αλλαγές, πολυρυθμίες, μελωδικά περάσματα, και ένα παίξιμο που φλερτάρει με τη jazz-fusion λογική. Τα zombie και τα splatter δίνουν τη θέση τους στη νόηση, την συνείδηση, την κοινωνική αλλοτρίωση και ο ήχος είναι καθαρότερος από ποτέ.
Η παραγωγή του Scott Burns στα Morrisound Studios θα γίνει σημείο αναφοράς για την εποχή και την ίδια περίοδο θα έρθουν και άλλες μπάντες να αγκαλιάσουν αυτόν τον νέο πιο προοδευτικό ήχο. Οι Atheist θα κυκλοφορήσουν το Unquestionable Presence και οι Nocturnus θα συνδυάσουν για πρώτη φορά synths και death metal στο The Key και οι Pestilence με το Testimony of the Ancients θα το πάνε ένα βήμα παραπέρα τον ήχο τους. Το 1991 θα γίνει ίσως το μεγαλύτερο σημείο αναφοράς για το death metal.
To 1993 βρίσκουμε τους Death με νέα σύνθεση πάλι, και με νέο αέρα. Gene Hoglan (Dark Angel) στα τύμπανα, Andy LaRocque (King Diamond) στην κιθάρα, Steve DiGiorgio ξανά στο μπάσo και φυσικά τον Chuck στα ηνία. Είναι χωρίς υπερβολή, πιθανότατα το καλύτερο lineup μπάντας όλων των εποχών. Τόσο από άποψη τεχνικής κατάρτισης όσο και χημείας. Το αποτέλεσμα είναι ένα έντεχνο, αστραφτερό, σχεδόν φιλοσοφικό metal άλμπουμ. Οι κιθάρες του LaRocque προσθέτουν νεοκλασικά leads, ενώ ο Gene Hoglan πίσω από το κιτ κάνει την μπάντα να ακούγεται σαν καλογυαλισμένη μηχανή. Δεν είναι τυχαίο το προσωνύμιο "Atomic Clock" που του δόθηκε μετέπειτα. Το άταστο μπάσο του DiGiorgio δίνει εξαιρετικά ευδιάκριτες μελωδικές γραμμές που θα τις αναγνώριζα από χιλιόμετρα. Ενώ το Human είχε ήδη εισάγει πληθώρα από progressive στοιχεία, στο Individual τα βρίσκουμε σχεδόν να πρωταγωνιστούν. Υπάρχουν έντονες οι jazz επιρροές και οι περίπλοκες δομές, όμως ο πυρήνας συνεχίζει να ζει και να αναπνέει death metal. Το αποκορύφωμα του δίσκου όμως είναι η θεματική του κατεύθυνση. Το Individual Thought Patterns είναι ένα ψυχογράφημα. Το άλμπουμ εξακολουθεί να ακούγεται φρέσκο και επίκαιρο ακόμα και δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του, χάρη στην πρωτοποριακή του προσέγγιση. Αξίζει να σημειωθεί πως το “The Philosopher” (με το γνωστό video στο MTV’s Headbangers Ball) φέρνει για πρώτη φορά το death metal στην mainstream ορατότητα. Είναι ένα τεράστιο βήμα προς την εμπορική επιτυχία του είδους με τις υπόλοιπες μπάντες σιγά σιγά να ακολουθούν. Ο Chuck όμως παραμένει αφοσιωμένος στην τέχνη, και όχι στη φήμη του η οποία σαφέστατα γιγαντώνεται.
Βρισκόμαστε στο 1995, και αν έπρεπε να διαλέξω το αποκορύφωμα του οράματος του Schuldiner, θα ήταν αυτό. Το Symbolic φέρνει την τέλεια ισορροπία ανάμεσα στο brutality, τη μελωδία και την πνευματικότητα. Εδώ, μαζί με τον Gene Hoglan, τον Bobby Koelble (κιθάρα) και τον Kelly Conlon (μπάσο), ο Chuck δημιουργεί ένα άλμπουμ που ταυτόχρονα είναι το πιο προσβάσιμο ηχητικά στην μέχρι τώρα πορεία του και παράλληλα το πιο περίπλοκο. Δεν φοβάται να εισάγει ακουστικές κιθάρες και άνοιξε την πόρτα σε ένα ευρύτερο κοινό. Η παραγωγή του Jim Morris στα Morrisound Studios ευθύνεται ίσως για τον καλύτερο ήχο που έχει παραχθεί ποτέ σε δίσκο και απογειώνει το μεγαλείο των συνθέσεων και το όραμα του Schuldiner. Τα φωνητικά του στο Symbolic σηματοδοτούν μια σημαντική αλλαγή, καθώς είναι λιγότερο βαθιά από τα πρώιμα death metal growls και περισσότερο μια πιο ψηλή, τραχιά κραυγή. Αυτή η προσέγγιση καθιστά τους στίχους πιο κατανοητούς, επιτρέποντας στο λυρικό μήνυμα να περάσει πιο άμεσα στον ακροατή. Το άλμπουμ αντικατοπτρίζει την επιθυμία του να εγκαταλείψει τα στενά όρια του death metal βγάζοντας τον πιο ενδοσκοπικό του δίσκο, και το αποκορύφωμα της συνθετικής του δεινότητας. Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται πως αυτός είναι ο καλύτερος δίσκος που έχω ακούσει ποτέ, και σίγουρα αυτή δεν είναι η στιγμή για ψύχραιμες δηλώσεις. Ο Chuck σκόπευε να κλείσει τον κύκλο του στο death metal με το Symbolic, αισθανόμενος και εκείνος πως έχει δώσει όσα είχε στο είδος, όμως η Nuclear Blast είχε άλλη γνώμη.
Εκείνη τη χρονιά, η παγκόσμια σκηνή αλλάζει. οι At the Gates κυκλοφορούν το Slaughter of the Soul,
οι Opeth το Orchid και ο Chuck γίνεται επίσημα ο πνευματικός πατέρας του είδους.
H γέννηση του Progressive Death Metal
Και ενώ οι Death σιγά σιγά ολοκλήρωναν τον κύκλο τους η νέα εποχή είχε ήδη ανατείλει στη Σουηδία με τους Opeth. O Mikael Akerfeldt και η παρέα του μέσα από το Orchid, έπαιξαν κάτι που κανείς μέχρι τότε δεν είχε τολμήσει. Έπλασαν ένα μείγμα death metal και 70s progressive rock με εντελώς νέα συνθετική λογική. Οι διάρκειες εκτοξεύτηκαν, οι εναλλαγές καθαρών/σκληρών φωνητικών έγιναν πλέον μέρος μίας ενιαίας αφήγησης, και οι κιθάρες είχαν περισσότερο ρόλο αρχιτεκτονικής ηχητοπίου παρά riffs πάνω σε riffs. Οι Opeth μετέπειτα θα κυκλοφορήσουν μια σειρά από εκπληκτικούς progressive death metal δίσκους, με αποκορύφωμα ίσως το Blackwater Park του 2001 πριν αφήσουν το είδος για να εξερευνήσουν το progressive rock.
Οι επίσης Σουηδοί Edge of Sanity με μπροστάρη τον Dan Swano στο τιμόνι ξεκίνησαν ως μια παραδοσιακή death metal μπάντα, με έναν ήχο που έμοιαζε περισσότερο στην Αμερική στο Nothing But Death Remains (1991), και περισσότερο με Stockholm death στο Unorthodox (1992) και The Spectral Sorrows (1993). Στο The Spectral Sorrows μοιάζει να έχουν μια ελαφρώς διαφορετική προσέγγιση, όμως όχι αρκετά αξιοσημείωτη ώστε να μπουν στο φάσμα του progressive. Το άλμα γίνεται το επόμενο έτος με το Purgatory Afterglow me περίπλοκες ενορχηστρώσεις, εναλλαγές ανάμεσα σε ακραία φωνητικά και καθαρά, καθώς και μια έντονη αίσθηση μελωδίας που δεν ήταν συνηθισμένη για το είδος την οποιά και τελειοποίησαν στο Crimson.
Παράλληλα, στην Αμερική, οι Cynic με το Focus (1993) κυκλοφορούν έναν δίσκο που μοιάζει να μην ανήκει σε κανένα είδος. Αν το Human ήταν το λογικό βήμα εξέλιξης, το Focus ήταν το άλμα σε μία άλλη διάσταση με τα ρομποτικά vocoder φωνητικά του Masvidal ενσαρκώνουν έναν διάλογο ανθρώπου και μηχανής.
Στην ίδια περίοδο, οι Atheist ήταν το αληθινό πειραματικό εργαστήριο του τεχνικού death metal. Από το Piece of Time (1989) μέχρι το αξεπέραστο Unquestionable Presence (1991), ανέπτυξαν ένα παρανοϊκό μαθηματικό ιδίωμα, όπου οι μπασογραμμές του Roger Patterson (και μετέπειτα Tony Choy) έπαιρναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Με το Elements του 1993 όλο αυτό πήγε ακόμα παραπέρα. Latin χρωματιστοί ρυθμοί και ακουστικές flamenco κιθάρες και ένα παρανοϊκό μπάσο.
Οι Ολλανδοί Phlebotomized κυκλοφορούν το ντεμπούτο τους με τίτλο Immense Intense Suspence το 1994 και φέρνουν κάτι επίσης πολύ φρέσκο. Δημιουργούν έναν ασυνήθιστο ηχητικό καμβά συνδιάζοντας το death metal τους με βιολί και πλήκτρα, αργά ατμοσφαιρικά περάσματα και σε συνδιασμό με τα πολύ βαριά guttural φωνητικά του Dennis Geestman δεν μοιάζουν με απολύτως καμία άλλη μπάντα. Funny enough, το κοντινότερο σε αυτόν τον ήχο, είναι ίσως οι πρώτοι δίσκοι των Septic Flesh που κυκλοφορούσαν την ίδια περίοδο. Ίσως τα πρώτα δείγματα συμφωνικού death metal.
Αν και το μεγάλο μπαμ το έκαναν αρκετά αργότερα, οι Σουηδοί Meshuggah έδειξαν από νωρίς την τάση τους για πειραματισμό με τον ήχο τους. Το πρώτο τους άλμπουμ, Contradictions Collapse του 1991, έχει ακόμα έντονα thrash στοιχεία, αλλά με περίπλοκα ριφ και πολυρυθμικά μοτίβα. Με το EP του 1994 με τίτλο None και το Destroy, Erase, Improve του 1995 όμως, ο ήχος τους έγινε πιο βαρύς και τεχνικός, και άνοιξε τον δρόμο για το πολυρυθμικό death metal που θα γινόταν το σήμα κατατεθέν τους.
Είναι λίγο αστεία η συμπερίληψη των Cryptopsy σε αυτήν την κατηγορία. Και όμως είναι πέρα για πέρα ταιριαστή αν το αναλύσεις. Γιατί πολύ απλά κανείς δεν θα μπορούσε να είναι προετοιμασμένος για το Blasphemies Made Flesh το 1994, και πόσο μάλλον για το None So Vile του 1996. Ακόμα και αν νομίζαμε πως έως τότε είχαμε ακούσει τα πάντα. Οι Cryptopsy προσπάθησαν να πιέσουν τόσο πολύ τα όρια του έιδους ώστε να παράξουν το πιο ακραίο και το πιο μανιασμένο death metal που έχει γραφτεί ποτέ. Τα τύμπανα του Flo Mounier παίζουν σταθερά σε 300 bpm και πάνω, με τις πιο περίπλοκες εναλλαγές, οι κιθάρες είναι σαν να αλυσίδες που τις σέρνει ένα εκτροχιασμένο τραίνο και ο Lord Worm στα φωνητικά θυμίζει δαιμονισμένο rottweiler. Όλα αυτά σε συνδιασμό με ένα τρομερά χαρακτηριστικό μπάσο, catchy hooks και αδυσώπητα breakdowns, καθιστούν το None So Vile (και το Blasphemies) ως το πιο διασκεδαστικό και εντυπωσιακό δείγμα death metal που έχει βγει ποτέ.
Οι Timeghoul σχηματίστηκαν στα τέλη των ’80s. νήκουν σε εκείνο το κύμα των Αμερικανών που επηρεάστηκαν αρχικά από Death, Nocturnus και Morbid Angel, αλλά μέσα σε δύο μόνο demos, το Tumultuous Travelings (1992) και το Panoramic Twilight (1994) κατάφεραν να περάσουν σε μια τελείως διαφορετική διάσταση. Παίζουν ένα αρκετά προτοπορικό μείγμα από death, doom με πολλά progressive στοιχεία, τόσο στις δομές των κομματιών όσο και στην χρήση πλήκτρων και ατμοσφαιρικών σημείων, καθαρών ψαλμωδικών φωνητικών και την εναλλαγή ρυθμών. Από τα πιο καινοτόμα και παράλληλα αδικοχαμένα συγκροτήματα.
Αν οι Timeghoul έγραψαν μουσική από που έμοιαζε σαν από astral projection, οι Demilich την έγραψαν από το εσωτερικό ενός κεφαλιού ενός εξωγήινου οργανισμού. Το Nespithe του 1993 είναι το μοναδικό τους άλμπουμ, αλλά είναι αρκετό για να έχει περάσει στην ιστορία ως μία από τις πιο ιδιοφυείς, αλλόκοτες και ανεξήγητες κυκλοφορίες που έχει βγάλει ποτέ το death metal. Τα φωνητικά του Antti Boman είναι σαν sub-human gargles από κάποιον υπερμεγέθη βάτραχο, και οι τίτλοι των κομματιών δεν θυμίζουν απολύτως τίποτα το ανθρώπινο. Τα φωνητικά μπορεί να έγιναν το σήμα κατατεθέν αλλά η ουσία κρύβεται αλλού. Στις κιθάρες. Γεμάτες με περίπλοκους, μη γραμμικούς ρυθμούς και δυσαρμονίες σε ταχύτητες φωτός που αλλάζουν κάθε μερικά δευτερόλεπτα, μοιάζουν σαν αποκωδικοποίηση ενός εξωπλανητικού signal. Κάπου διάβασα να το ονομάζουν το “Trout Mask Replica του death metal" και δεν μπορώ παρά να υιοθετήσω τον παραλληλισμό.
Ένα πολύ ενδιαφέρον case είναι αυτό των Gorguts. Το ντεμπούτο τους με τίτλο Considered Dead που κυκλοφόρησε το 1991 ήταν μια αρκετά ευθεία βολή προς το ύφος των εδραιωμένων μπαντών Death, Pestilence και Monstrosity και του παραδοσιακού ήχου των πρώτων τους δίσκων. Το The Erosion of Sanity δύο χρόνια αργότερα όμως, ήταν το πρώτο ρήγμα. Εδώ διαφαίνεται μια μουσική σκέψη πολύ διαφορετική από οτιδήποτε άλλο έχουμε ακούσει. Riffs που αλληλοακυρώνονται ρυθμικά, αρμονίες που φλερτάρουν με την ατονικότητα και ρυθμοί που δεν προορίζονται για headbanging. Οι Gorguts κάνουν το πρώτο βήμα προς την ταυτότητά τους και από ακόλουθοι γίνονται η μπάντα την οποία έχουν αντιγράψει περισσότερο, και ευθύνεται για ολόκληρο σχεδόν το Dissonant death metal του σήμερα. Ειδικά με αυτό που θα δημιουργόυσαν 5 χρόνια μετά...
Οι ήχοι από το Gothenburg... και το μελωδικό death metal
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η Σουηδία ήταν ήδη ένα από τα πιο ζωντανά κέντρα του ευρωπαϊκού death metal. Ήδη αναφερθήκαμε σε μπάντες όπως οι Entombed, οι Dismember, οι Grave και οι Unleashed οι οποίοι έφεραν το death metal στα πιο βάναυσα, και σάπια άκρα του, με τον buzzsaw ήχο που έφερνε το HM-2 αλλά πάντα με μια άισθηση μελωδικότητας να υπάρχει στην ατμόσφαιρά τους.
Την ίδια όμως εποχή, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα, στην πόλη του Γκέτεμποργκ, νέοι μουσικοί που είχαν μεγαλώσει με Iron Maiden, Judas Priest και την ευρύτερη NWOBHM σκηνή, αλλά και με το πυρηνικό εργοστάσιο του death metal των γειτόνων τους, άρχισαν να αντιμετωπίζουν το death metal όχι μόνο ως μέσο μετάδοσης σοκ και δέους, αλλά και σαν μια πλατφόρμα μετάδοσης συναισθημάτων. Αντί να πνίξουν τις μελωδίες στον θόρυβο, τις έβαλαν στο επίκεντρο. Διπλές κιθάρες, δραματικές αρμονίες και πιο ποιητική προσέγγιση στα φωνητικά και τους στίχους. Ο ήχος του Γκέτεμποργκ ήταν πιο καθαρός, πιο λυρικός και πιο δομημένος.
Στις αρχές των ’90s, τα demo και οι πρώιμοι δίσκοι σχημάτων όπως οι Ceremonial Oath, Grotesque, Eucharist, Unanimated, A Canorous Quintet, Dark Tranquillity και In Flames έδειχναν πως κάτι νέο ωρίμαζε και σιγά σιγά γινόταν κίνημα.
Η αρχή και επίκεντρο όλων όμως ήταν μια μπάντα. Οι At The Gates είναι ο θεμέλιος λίθος του μελωδικού death metal. Ξεχύθηκαν μέσα από τα σπλάχνα των διαλυμένων Grotesque, αρχικά
ως The Dwellers at the Gates of Silent Memory, και ύστερα ως απλά At The Gates, και από το πρώτο τους EP με τίτλο Gardens of Grief έδειξαν την μετάβαση σε έναν νέο ήχο. Ο τόνος της κιθάρας είναι ακόμα ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς να ακούσει από μια Σουηδική μπάντα, όμως ειδικά στα δύο τελευταία κομμάτια, "All Life Ends" και "City of Screaming Statues" αναβλύζει μια πρωτοφανής μελωδικότητα με ασυνήθιστα riffs και θεατρική ατμόσφαιρα και τα ουρλιαχτά του Tomas Lindberg είχαν εξέπνεεαν περισσότερο πόνο, απόγνωση και συναισθηματισμό παρά brutality. Ομοίως, οι στίχοι ήταν ποιητικοί και οι θεματικές κινούνταν γύρω από τον υπαρξισμό και την μελαγχολία. Πάνω σε αυτόν τον ήχο πάτησαν, και το 1992 κυκλοφορούν τον πρώτο τους δίσκο με τίτλο The Red in the Sky is Ours, και η γέννηση του νέου είδους πήρε σάρκα και οστά.
Τα With Fear I Kiss the Burning Darkness και Terminal Spirit Disease τις επόμενες δύο χρονιές συνεχίζουν να χτίζουν σε αυτό το ηχοτοπίο απόγνωσης, με αποκορύφωμα το Slaughter of the Soul του 1995, το οποίο υπήρξε ένας γεννήτορας πολλών ειδών από μόνο του, και θα αναφερθούμε εκτενέστερα τις επόμενες μέρες μιας που στις 16 Νοεμβρίου κλείνει τα 30 του χρόνια.
Αν οι At the Gates ήταν οι γεννήτορες του είδους, οι In Flames ήταν αυτοί που το γιγάντωσαν και το έβαλαν στα περισσότερα σπίτια. Ξεκίνησαν σαν side-project μελών των Dark Tranquillity και Ceremonial Oath και από τις πρώτες τους κυκλοφορίες συνδιάσαν τον ωμό ήχο των προκατόχων τους με τις πιο καθαρές Maiden-ικές μελωδίες. O πρώτος ολοκληρωμένος δίσκος έρχεται το 1993 με τίτλο Lunar Strain, και μέσα περιέχει κάποιους από τους πιο σημαντικούς ύμνους του είδους.
Η μεγάλη έκρηξη ήρθε όμως το 1996, με το The Jester Race, τον δεύτερό τους δίσκο, αλλά και πρακτικά τον πρώτο δίσκο με το νέο line-up και την προσθήκη του Anders Friden και του Bjorn Gelotte. Kαθαρότερη παραγωγή, διπλές κιθάρες με σχεδόν folk/νεοκλασικές επιρροές, ακουστικά μέρη και έμφαση στα δυνατά hooks και ρεφραίν. Ο δίσκος που έκανε τον Jesper Stromblad να μοιάζει σαν θεός ανάμεσα σε θνητούς. Ήταν ένας ύμνος στην τραγικότητα, ένα album που έκανε το death metal προσβάσιμο χωρίς να το προδώσει.
Η συνέχεια με τα εξίσου εμβληματικά Whoracle και Colony τους εδραίωσε ως την ισχυρότερη δύναμη στο μελωδικό death metal, και η συνέχεια τους σε έναν πιο εκμοντερνισμένο ήχο στα 2000s έως και σήμερα τους εκτόξευσε σε "mainstream" status.
Οι Dark Tranquillity βρίσκονται σε ένα ιδιαίτερο ενδιάμεσο στάδιο. Δεν είχαν την επιδραστικότητα των At The Gates, και ούτε έφτασαν την δημοτικότητα των In Flames. Αυτό που έκαναν όμως ήταν να είναι οι πιο σταθεροί και διαχρονικοί εκπρόσωποι της σκηνής. Ξεκίνησαν το 1989 ως Septic Broiler με τον Anders Fridén στα φωνητικά, όπου έπαιζαν death metal, μέχρι που το 1991 αλλάζουν όνομα και κυκλοφορούν το πρώτο demo με τίτλο Trail of Life Decayed, μόλις λίγους μήνες μετά το Gardens of Grief των At The Gates. Εδώ έχουμε μια ωμή εκδοχή melodeath, που ενώ έχει βίαια death metal riffs τα συνδιάζει με μελωδικά leads, πλήκτρα και έντονη συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα.
Ήδη από το Skydancer του 1993, διαμόρφωσαν έναν ήχο πιο τεχνικό, πιο μελαγχολικό αλλά και πιο φωτεινό, με τον Stanne να χαρίζει τα καθαρά φωνητικά του, όπως επίσης και την προσθήκη γυναικείων.
Το 1995 όταν ο Mikael Stanne ανέλαβε τα φωνητικά και ο Fridén έφυγε για να ενταχθεί στους In Flames, οι Dark Tranquility εδραίωσαν τη δική τους ταυτότητα to 1995 με το Of Chaos and Eternal Night EP και φυσικά με το The Gallery, τον δίσκο που όρισε και τους ίδιους, αλλά και σε μεγάλο βαθμό την πορεία του είδους μελλοντικά. Ένα ιερό δισκοπότηρο του μελωδικού death metal. με ίσο, αν όχι καλύτερο case με τα Jester Race και Slaughter of the Soul.
Πριν από το 1995, ωστόσο, υπήρξαν κι άλλες σημαντικές μπάντες που έβαλαν θεμέλια για αυτό το ύφος. Οι Eucharist με το A Velvet Creation του 1993 έδωσαν έναν μελαγχολικό, σχεδόν blackened τόνο στο death metal τους . Οι Unanimated και οι A Canorous Quintet ανέπτυξαν την ισορροπία ανάμεσα στην ταχύτητα και το συναίσθημα. Οι Ceremonial Oath (με μέλη που αργότερα σχημάτισαν τους In Flames) και οι Desultory έφεραν ένα πιο thrashy ύφος, γεμάτο πάθος και μελωδία. Οι Hypocrisy μετά τους πρώτους αμιγώς swedeath δίσκους τους κυκλοφορούν το 1994 το The Fourth Dimension, με μια ξεκάθαρη στροφή προς το μελωδικό, ενώ οι Carcass αναφέραμε ήδη πως με το Heartwork του 1993 άφησαν πίσω τους σχεδόν όλα τα grind στοιχεία για ένα κράμα proto-melodeath.
Όλα αυτά τα σχήματα αποτέλεσαν τα πρώτα βήματα ενός κινήματος που θα κυριαρχούσε στη Σουηδία (και όχι μόνο) και θα επηρέαζε τη metal σκηνή ολόκληρου του κόσμου. Από τα στενά του Γκέτεμποργκ, το melodic death metal έγινε η γέφυρα ανάμεσα στο brutality και τον συναισθηματισμό. Ήταν το είδος που έφερε το death metal πιο κοντά στις μάζες.
III. Το τέλος της πρώτης εποχής (1996 - 2005)
Από το 1996 ως τα μέσα του 2000, το death metal μοιάζει να περνά μια μεταεφηβική κρίση ταυτότητας: έχει αποδείξει τα πάντα, και ψάχνει τι σημαίνει να μεγαλώνεις χωρίς να χάνεις την αρχική σου φλόγα. Σε άλλες περιπτώσεις με επιτυχία, σε άλλες... όχι και τόσο. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, το death metal είχε ήδη κλείσει τον πρώτο του ιστορικό κύκλο. Οι πρωτοπόροι είχαν καταθέσει ό,τι πιο ριζοσπαστικό μπορούσαν. Oι Death, είχαν πνευματικοποιήσει το είδος αφού το γέννησαν, και τελευταίο τους κεφάλαιο έμελε να είναι το The Sound Of Perserverance. Ένα τεχνικό αριστούργημα του progressive metal, απογυμνωμένο σχεδόν από τη βαναυσότητα με έναν Chuck να γράφει απλά όσα είχε μέσα του πριν τον τραγικό του θάνατο από την επάρατη νόσο το 2001.
Οι Entombed το είχαν ήδη απογυμνώσει κρατώντας τα πιο ωμά στοιχεία του, όμως πλέον και αυτοί έχασαν το ενδιαφέρον τους και ξεκίνησαν να πειραματίζονται με κάτι που περισσότερο έμοιαζε με rock ' roll με growls παρά με death metal. Έτσι με το Wolverine Blues γεννήθηκε το death n' roll.
Οι At the Gates και οι Opeth το είχαν εξευγενίσει. Το 1996, το είδος έμοιαζε πια ώριμο, ίσως υπερβολικά ώριμο. Ο κόσμος είχε αλλάξει. Το grunge είχε κερδίσει πάρα πολύ έδαφος και έκανε το κοινό να αφήσει πίσω του μια κούραση για την υπερβολή. Από την άλλη στη Σκανδιναβία το black metal είχε κλέψει τη φλόγα της ακρότητας και κατά κάποιο τρόπο μονοπωλούσε στο κομμάτι της "επανάστασης". Οι death metal μπάντες έπρεπε να επαναπροσδιορίσουν τι σημαίνει “ακραίο”. Έτσι, στα τέλη των 90s, αρχίζει ένα νέο στάδιο, η εποχή του διαχωρισμού. Από τον έναν κορμό γεννιούνται πολλά και διαφορετικά κλαδιά. Άλλοι επιστρέφουν στις ρίζες, άλλοι αποζητούν τεχνική τελειότητα, άλλοι βυθίζονται στο χάος, κι άλλοι αγκαλιάζουν το κοινό που τους αγνόησε μια δεκαετία νωρίτερα.
Το Κύμα του Brutal Death Metal και του Slam
Αν η Φλόριντα γέννησε το death metal, η Νέα Υόρκη του ’90 το έκανε απάνθρωπο. Οι Suffocation, με τα Effigy of the Forgotten του 1991 και Pierced from Within του 1995 (το Breeding the Spawn ποτέ δεν έλαβε την ίδια αναγνώριση, κυρίως λόγω της αστοχίας του στο κομμάτι της παραγωγής) , είχαν θέσει έναν νέο κανόνα. Ποιος είναι αυτός; Ασφυκτικά και ασταμάτητα grooves, τα φωνητικά να βυθίζονται στα έγκατα, και κοφτά "chopping" riffs.
Από αυτή τη βάση ξεκίνησε μια ολόκληρη γενιά μπαντών που πήραν τον ήχο των Suffocation και τον έκαναν θρησκεία. Σύντομα, από αυτό το βίαιο υπόστρωμα αναδύεται και το slam death metal, όπου το groove των breakdown γίνεται κεντρικό στοιχείο. Μπάντες όπως οι Devourment στο Molesting the Decapitated (1999) και οι Cephalotripsy, οι Pyrexia, οι Internal Bleeding, οι Abominable Putridity, οι Αμερικάνοι Disgorge με το masterpiece τους She Lay Gutted επίσης του 1999 ή οι Ρώσοι Katalepsy έκαναν το slamming brutal death metal ένα από τα πληθέστερα κινήματα του death metal.
Οι συνθέσεις είναι ελάχιστα τεχνικές, αλλά απίστευτα φυσικές. Η αισθητική συνήθως να αγγίζει το splatter και το gore και η έμφαση είναι ξεκάθαρα στην δημιουργία του πιο ακραίου σε βαθμό κακουργήματος. Το slam γίνεται underground cult φαινόμενο, και φέρνει έναν απαναπροσδιορισμό στη βία.
Το Κύμα του Technical Death Metal
Ενώ το brutal death επικεντρωνόταν στη σωματική βία, μια άλλη κατεύθυνση αναζητούσε τη διανοητική υπεροχή. Μιλήσαμε ήδη για τους Cryptopsy και τους δύο εκπληκτικούς τους δίσκους. Οι Cryptopsy άνοιξαν τον δρόμο με το None So Vile, όμως λίγα χρόνια αργότερα, το Onset of Putrefaction των Necrophagist έγινε η νέα Bίβλος. Κρυστάλλινη παραγωγή, shredding solos και φοβερά τεχνικά riffs, όλα όμως γύρω από έναν ωμό death metal πυρήνα.
Μπάντες όπως οι Spawn of Possession, Psycroptic, Origin, Decrepit Birth και Anata διέδωσαν το ίδιο ιδεώδες τεχνικής αριστείας. Τα συναισθήματα έρχονται σε δεύτερη μοίρα, και στο προσκήνιο μπαίνει η επίδειξη των περίπλοκων riffs και μπασογραμμών και riffολογικής δεξιοτεχνίας.
Αργότερα όμως, μπάντες όπως οι Gorod, οι Augury και οι Obscura συνδίασαν αυτήν την τεχνική μανία με jazzy δομές και πιο ρευστές συνθέσεις. Είναι η φυσική συνέχεια των Atheist και Cynic, αλλά παιγμένη από μουσικούς που μεγάλωσαν με Necrophagist και... το Obscura των Gorguts.
Το Κύμα του Deathgrind
Εκεί που το brutal death metal και το slam εστίαζαν στην υπερβολή και το technical στη δεξιοτεχνία, το deathgrind έφερε πίσω την ορμή του hardcore και του punk. Πρώτοι διδάξαντες ήταν φυσικά οι Terrorizer με το εκπληκτικό World Downfall του 1989, το οποίο ήταν ένα πολύ πρώιμο παράδειγμα αλλά πολύ καθοριστικό για τον ήχο του deathgrind.
Οι Carcass είναι άλλο ένα τέτοιο παράδειγμα, που φλέρταρε με διάφορα είδη όταν άφησαν πίσω τους το grindcore (και το goregrind για το οποίο ευθύνονται εξ ολοκλήρου). Νομίζω όμως πως η μεγαλύτερη τους συνεισφορά στο deathgrind ήρθε με τον δεύτερό τους δίσκο Symphonies of Sickness.
Φυσικά οι Napalm Death είναι πρωτοπόροι του grindcore και έκαναν στην δεκαετία του 90 στροφή προς το death metal, χωρίς όμως να τα συνδιάζουν επαρκώς για να τους θεωρήσω ως γεννήτορες του deathgrind. Ίσως το καλύτερο παράδειγμα να είναι το Fear, Emptiness, Despair του 1994.
Οι Assück από την Φλόριντα αποτελούν ένα ακόμα κλασικό παράδειγμα μπάντας που γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ grindcore και death metal και θεωρούνται ευρέως ως μία από τις πρωτοπόρες και πιο σημαντικές μπάντες του deathgrind. Με το εκπληκτικό Anticapital του 1991 παίζουν ένα grind, που σε όλα τα τεχνικά στοιχεία του ακούγεται περισσότερο death metal. Από την παραγωγή έως τα βαθιά growling φωνητικά και τo αδιανόητα τεχνικό drumming του Rob Proctor.
O δίσκος όμως που ήρθε και εδραίωσε το είδος σαν κίνημα ήταν ένας. Το ντεμπούτο άλμπουμ των Brutal Truth με τίτλο Extreme Conditions Demand Extreme Responses, που κυκλοφόρησε το 1992 από την Earache Records θεωρείται σχεδόν ομόφωνα ως το καλύτερο παράδειγμα του παντρέματος death metal και grindcore. Πάνω σε αυτό πάτησε στον μεγαλύτερο βαθμό η σκηνή που γεννήθηκε μερικά χρόνια αργότερα.
Έτσι , στα τέλη των 90s, μπάντες όπως οι Dying Fetus, οι Nasum, οι Haemorrhage, οι Regurgitate και οι Aborted αναμειγνύουν αυτήν την grindcore παράδοση με death metal riffs και δομές. Οι συνθέσεις γίνονται πιο κοφτές, τα θέματα πιο πολιτικά... το χιούμορ πιο μαύρο.
Οι Exhumed με το Gore Metal του 1998 φέρνουν αυτήν την αισθητική των Carcass ακόμα πιο κοντά στο death metal, ενώ οι Dying Fetus παίζουν ένα κοφτό και παράλληλα μανιασμένο και τεχνικό κράμα στο Purification Through Violence.
Το deathgrind δεν προσποιείται καμία σοβαροφάνεια, είναι άμεσο, ωμό, και απροσδόκητα τεχνικό κάτω από τη βρωμιά. Από αυτό το κίνημα προκύπτει και ο ακραίος ήχος των Benighted, των Misery Index (πρώην Dying Fetus μέλη και όνομα από τον δεύτερο δίσκο των Assück), των Cephalic Carnage και Cattle Decapitation που συνέχισαν πάνω στο παλιό ιδεώδες αλλά με μοντέρνα οπτική.
Το Κύμα του Blackened Death Metal
Την ίδια εποχή, σε μια άλλη πλευρά της Ευρώπης, το death metal αρχίζει να φορά το προσωπείο του black metal. Οι Πολωνοί Behemoth, που αρχικά παίζουν ένα σχεδόν καθαρό black metal, με folk και παγανιστικά στοιχεία μεταμορφώνονται σε έναν blackened death metal οδοστρωτήρα με τα Pandemonic Incantations του 1998 και διευρύνουν αυτήν την ηχητική αναζήτηση στα Satanica (1999) και Thelema.6 (2000).
Επίσης το 1999, οι Βρετανόί Akercocke κυκλοφορούν τον πρώτο τους δίσκο με τίτλο Rape of the Bastard Nazarene, που συνδιάζει με μοναδικό τρόπο black/death/avant garde στοιχεία.
Οι Belphegor από την Αυστρία ενώ στους πρώτους 3 δίσκους παίζουν καθαρό black metal, το 2000 ανεβαίνουν στο κίνημα του blackened death με το εκπληκτικό μνημείο βαρβαρότητας που ονομάζεται Necrodaemon Terrorsathan και το τελειοποιούν στο Lucifer Incestus του 2003.
Μπάντες οπως οι Zyklon (με μέλη των Emperor ), οι ίδιοι οι Emperor με τους ύστερους δίσκους τους, οι Angelcorpse και αργότερα οι Hate διευρύνουν τον ήχο. Ήδη από τα μέσα των 2000s, δεκάδες μπάντες ξεπηδούν από παντού και το blackened death μετατρέπεται σε διεθνές φαινόμενο. Οι Behemoth γεμίζουν φεστιβάλ και το είδος αποκτά σχεδόν mainstream παρουσία, πάντα διατηρώντας το βλάσφημο πρόσημό του.
Το Κύμα του Deathcore
Καθώς το νέο millennium ξεκινά, οι νεότερες γενιές μεγαλώνουν με death metal αλλά ζουν σε μια εποχή που κυριαρχεί το metalcore. Το αποτέλεσμα είναι το deathcore. Η γέφυρα ανάμεσα στο breakdown και στο blast beat. Μπάντες όπως οι The Red Chord, οι Arkangel, oι Despised Icon, All Shall Perish, Job for a Cowboy και Suicide Silence μπορεί να μην προέρχονται από το ίδιο υπόβαθρο με τους... let's say Morbid Angel. Είναι scene kids αλλά θέλουν να παίξουν με την βία του death metal.
Είναι ίσως το είδος που έχει δεχθεί τον περισσότερο πόλεμο διαχρονικά, όμως είναι και αυτό που ευθύνεται για την έκρηξη την δημοτικότητας του death metal στις νέες γενιές. Κι αν οι περισσότεροι της παλιάς φρουράς το είδαν σαν εμπορικό τέκνο του είδους, δεν παύει να έχει τη δική του θέση στην ιστορική συνέχεια.
Από το 1996 ως το 2005, το death metal δεν είχε πια έναν ήχο, αλλά εκατό. Είχε γίνει πλατφόρμα έκφρασης. Αυτός ο πολυδιάσπαρτος ιστός μπορεί να έμοιαζε με κρίση ταυτότητας, αλλά στην πραγματικότητα ήταν η αρχή της μετα-μοντέρνας εποχής του death metal.
IV. H Νέα Εποχή του Death Metal
Οι Ήχοι του σήμερα
Μετά την κάμψη του τέλους των ’90s, πολλές από τις παλιές δυνάμεις του είδους επανήλθαν με ανανεωμένο σθένος και έμπνευση. Όχι πλέον ως απλά member berries, αλλά με μια επαναπροσδιοριστική διάθεση. Οι Immolation, για μένα είναι το πιο τρανό παράδειγμα αυτού του επαναπροσδιορισμού. Με το Close to a World Below στην αλλαγή του millennium κυκλοφορούν έναν από τους κορυφαίους (αν όχι τον κορυφαίο) δίσκο στο είδος, και βάζουν νέα θεμέλια. Η παραγωγή του ήταν σύγχρονη, πυκνή, αλλά καθόλου ψυχρή. Οι κιθάρες μοιάζουν σαν να λιώνουν στο αυτί με έναν πρωτοφανή τρόπο, το μπάσο μεγαλουργεί και τα φωνητικά του Ross Dolan είναι μεν brutality incarnate αλλά με φοβερή ευκρίνεια. Μετά τα 2010s, κάθε δίσκος τους με ιδιαίτερη μνεία στα Majesty and Decay του 2010 και στα δυο πρόσφατα Atonement και Acts of God, οικοδομούν ένα δικό τους μοναδικό, μοντέρνο αλλά βάναυσο ηχητικό σύμπαν. Είναι σίγουρα το απόλυτο παράδειγμα μπάντας που εκμοντερνίστηκε χωρίς να γίνει πλαστική και η ψυχή της παρέμεινε ατόφια.
Παρόμοια πορεία όσον αφορά το ποιοτικό κομμάτι ακολούθησαν και οι Cannibal Corpse, που από το Kill (2006) και μετά μπήκαν στη χρυσή τους περίοδο. Με τον Erik Rutan να περνά σταδιακά από παραγωγός σε βασικός κιθαρίστας, οι Corpse απέκτησαν μια νέα αρκετά πιο “τεχνική” διάσταση που δεν είχαν στα πρώτα τους χρόνια, και συνεχίζουν να κυκλοφορούν σταθερά καλούς δίσκους με ρυθμούς γραμμής παραγωγής εργοστασίου στην Κίνα. Οι Autopsy, μετά την επανένωσή τους, επανέφεραν το ακατέργαστο gore τους ιδίωμα στο σήμερα, ενώ οι Carcass μετά την επανένωση με το Surgical Steel και το Torn Arteries έδωσαν δύο από τις καλύτερες δουλειες τους σαν σε δεύτερη νιότη.
Καθώς η πρώτη δεκαετία του 2000 έφτανε στο τέλος της, το death metal βρισκόταν σε ένα σημείο καμπής. Το είδος δεν ήταν πλέον underground, ήταν ένα από τα θεμέλια του metal, με ολόκληρες γενιές μουσικών και ακροατών να το αντιμετωπίζουν πλέον ως μέρος της παράδοσης και όχι ως το αντιδραστικό παραπαίδι. Στο νέο κύμα του Slam οι Disgorge και οι Devourment έγιναν οι αρχιερείς μιας νέας αισθητικής ενώ το Technical death metal άνθισε σαν ποτέ άλλοτε. To masterpiece των Necrophagist του 2004, Epitaph έφερε την απόλυτη επανάσταση στον νέο ήχο. Από εκεί ξεπήδησαν οι Obscura, The Faceless και Decrepit Birth, καθεμία μπάντα με τον μοναδικό, δικό τους ήχο.
Το τεχνικό death metal έγινε το πεδίο του τελειομανή μουσικού: συνθέσεις βασισμένες σε μαθηματικά μοτίβα, blast beats που ακολουθούν γεωμετρικά σχήματα, riffs τόσο σύνθετα που μοιάζουν να γράφτηκαν από AI πριν την εποχή του AI. Οι Καναδοί Archspire πήραν αυτό το DNA και με τα All Shall Align και The Lucid Collective δίνουν αδιανόητες επιδείξεις ανθρώπινης δεξιοτεχνίας. Δίπλα τους οι συντοπίτες τους Beyond Creation έδωσαν έμφαση στη μελωδία, στις ιδιόρυθμες μπασογραμμές και την ατμόσφαιρα.
Από την άλλη οι Rivers of Nihil στο Where Owls Know My Name του 2018 εισήγαγαν σαξόφωνα και οι οι Fallujah δημιούργησαν τον όρο “atmospheric death metal” με το μαγευτικά The Harvest Wombs και The Flesh Prevails.
Οι Cattle Decapitation μετέτρεψαν τo κατά έναν τρόπο σατιρικό και αιματοβαμμένο deathgrind των 90s και early 2000s σε μια οικολογική αποκάλυψη, με έναν μοναδικό ήχο στο The Harvest Floor του 2008 και την τελειοποίηση του με το The Monolith of Inhumanity του 2012.
Οι Septicflesh έκοψαν το κενό ανάμεσα στο όνομά τους, και μαζί πρόσθεσαν και ένα τσουβάλι συμφωνικά στοιχεία στο μελωδικό/ατμοσφαιρικό/industrial death metal που έπαιξαν κατά καιρούς. Το Sumerian Daemons του 2003 είναι το πρώτο δείγμα αυτής της στροφής, η οποία γιγαντώθηκε με τους επόμενους δίσκους και κρατάει ως σήμερα. Μαζί τους σε αυτό το ρεύμα ανέβηκαν λίγες μπάντες, κυρίως λόγω της δυσκολίας ανεύρεσης budget για ορχήστρες, όμως notable συγκροτήματα είναι οι Fleshgod Apocalypse και οι Ex Deo.
Και ενώ ο κόσμος του tech, του dissonant, του progressive του avant-garde και του deathcore έβλεπε προς το μέλλον, μια άλλη τάση κοίταζε πίσω, στο ένδοξο παρελθόν. Μπάντες όπως οι Tomb Mold, οι Gatecreeper, οι Outer Heaven, οι Spectral Voice, οι Undergang και οι Mortiferum επανέφεραν αυτόν τον σπηλαιώδη ήχο της Στοκχόλμης και της Φλόριντα, αλλά με μοντέρνα αισθητική και φιλοσοφία. Τα riffs τους είναι βαριά και εμφατικά το reverb ξαναμπήκε στο στούντιο, και η λασπώδης παραγωγή έγινε μήνυμα αντίδρασης κόντρα στην ψηφιακή εποχή και το overproduction.
Στο ίδιο μήκος κύματος μπάντες όπως οι Horrendous, οι Obliteration, οι Vastum και οι Morbus Chron αναπαράγουν το συναίσθημα των πρώιμων Death και Autopsy, δείχνοντας ότι η παλαιά σχολή μπορεί ακόμα να ακούγεται φρέσκια όταν αντιμετωπίζεται με φαντασία και πάνω από όλα σεβασμό.
Οι δικοί μας Dead Congregation είναι ο ορισμός του «πώς να διατηρήσεις την ουσία του παλιού ιδεώδους, αλλά το κάνεις να ακούγεται καλύτερο από ποτέ». Τα Graves of the Archangels και Promulgation of the Fall έγιναν αμέσως δίσκοι ορόσημα στο underground και εκτίναξαν την μπάντα σε cult στάτους. Πήραν τον ήχο των 90s Incantation, και τον έφεραν στο σήμερα, με φρέσκες ιδέες στο κομμάτι των riffs, εκπληκτική ατμόσφαιρα και πνιγηρή αύρα. Είναι το benchmark όσον αφορά το old school death metal... του σήμερα.
To Dissonant Death Metal
Καθώς η δεκαετία του 2010 προχωρούσε, ένα νέο υπορεύμα αναδύθηκε. Ένα είδος που προσέγγιζε το death metal όχι μόνο για την ωμότητά του, αλλά ως ένα vessel προς την αρχιτεκτονική του χάους. Το dissonant death metal δεν είναι εύκολο να οριστεί. Είναι η συνάντηση της δυσαρμονίας των Gorguts, η οποία γιγαντώθηκε με την κυκλοφορία του Obscura το 1998, με την πολυπλοκότητα του Nespithe σε συνδιασμό με τον όγκο του Close to A World Below.
Όλα αυτά, και επιπλέον αυτή η εσωτερική, μυστικιστική ατμόσφαιρα και ηχητική πολυπλοκότητα της Αγίας τριάδας των δίσκων των Deathspell Omega, ακόμα και αν εκείνοι ανήκουν στο black metal.
Οι Ulcerate από τη Νέα Ζηλανδία είναι ίσως η πιο επιδραστική μπάντα αυτού του ήχου. Στο Everything Is Fire του 2009, που κατ εμέ αποτελεί και το magnum opus τους πατούν γερά στο ύφος των προκατόχων τους με τα riffs να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή και με τέτοιον όγκο, ώστε να δίνουν μια τόσο μπουχτιστική εμπειρία όσο λίγοι δίσκοι. Από την άλλη, το 2020 έρχονται με το δημοφιλέστερο άλμπουμ τους, το αριστουργηματικό Stare Ιnto Death and Be Still, στο οποίο ανέπτυξαν αυτό το χαοτικό ύφος των Gorguts και το πήγαν σε ένα τελείως άλλο επίπεδο. Τόσο σε όγκο, αλλά και σε ατμόσφαιρα. Μοιάζει πλέον σαν μια καταστροφική και υπαρξιακή δίνη, προσθέτωντας post metal στοιχεία με κάθε κομμάτι να μοιάζει να καταρρέει εκ των έσω.
Oι Imperial Triumphant το πάντρεψαν με jazz και art-deco Νέo-Υόρκέζικη αισθητική, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν μια μεταμοντέρνα εκδοχή του ήχου, μέσα από το πρίσμα της μεταπολιτισμικής παρακμής της τεχνοκρατίας.
Οι Ιταλοί Ad Nauseam δημιούργησαν έναν καθαρά avant-garde ήχο βασισμένο σε δυσαρμονίες, drone και noise, ενώ οι Portal από την Αυστραλία πήραν το ίδιο υλικό και το μετέτρεψαν σε καθαρό εφιάλτη βγαλμένο μέσα από κάποιο αρχαίο Lovecraftιανό τέρας.
Οι Ολλανδοί Defacement προσπάθησαν να δημιουργήσουν έναν ήχο ο οποίος να περιέχει μέσα του όλα τα στοιχεία των παραπάνω, πολλές φορές ταυτόχρονα. Το αποτέλεσμα είναι το πιο πηχτό, χαοτικό death metal που έχει παιχτεί ποτέ.
To Death Metal... Στα Σαλόνια
Αν το dissonant death metal αντιπροσωπεύει την εσωστρέφεια του είδους, το mainstream ρεύμα του αντιπροσωπεύει την εξωστρέφειά του. Από το κλείσιμο των 2000s, μπάντες όπως οι Gojira, οι Meshuggah, οι Amon Amarth, οι Behemoth, οι Opeth και οι In Flames έφεραν το death metal σε τελείως νέα επίπεδα δημοφιλίας.
Οι Gojira είναι η μπάντα που έβαλε το death metal στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αυτό από μόνο του είναι ένα γιγάντιο άλμα. Από το τεχνικό αλλά ωμό ντεμπούτο τους Terra Incognita στο From Mars to Sirius και έως το Fortitude του 2021, εξελίχθηκαν από τεχνικοί death groovers σε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του μοντέρνου metal. Το ηχητικό τους αποτύπωμα (αλλά όχι το ανθρακικό ) είναι ένας συνδυασμός ρυθμικής πολυπλοκότητας, καθαρών φωνητικών και περιβαλλοντικού στοχασμού. Με το Magma του 2016 έκαναν στροφή σε ακόμα πιο προσβάσιμο ήχο, και είδαν μια γιγάντωση στο μέγεθός τους, που συνεχίζει σταθερά ως σήμερα. Μια μπάντα που αν και δεν έγινε ακριβώς σχολή, είναι άξιοι σημαιοφόροι του είδους στο ευρύ κοινό.
Οι Meshuggah, από την άλλη, άλλαξαν ολόκληρο το metal. Είτε αυτό είναι για καλό είτε όχι. Ξεκινώντας με το Destroy Erase Improve (στο ντεμπούτο όπως επισήμανα και νωρίτερα ψάχνουν ακόμα να βρουν τον χαρακτήρα τους) και φτάνοντας στο ObZen και στο πιο πρόσφατο Immutable του 2022, δημιούργησαν ένα σύμπαν ρυθμικής γεωμετρίας που διαμόρφωσε ολόκληρη γενιά. Αν και οι ίδιοι το απαρνούνται, το djent, αλλά και κάθε είδος που σκέφτεται το brutality ως "μαθηματικό πεδίο" και την γρούβα επιστήμη. Είναι death metal, αλλά σε αποσύνθεση, αναλυμένο σε άπειρες διαστάσεις.
Οι Vikings του death metal Amon Amarth ήταν ίσως οι πρώτοι (από τις νέες μπάντες) που μετέφεραν το death metal στις μεγάλες λίγκες. Τα Twilight of the Thunder God (2008) και το Deceiver of the Gods (2013) έκαναν το epic μελωδικό death metal εμπορικά βιώσιμο χωρίς να χάνει τη δυναμική του.
Οι Behemoth, ίσως περισσότερο από όλους, μετέτρεψαν το blackened death metal σε τελετουργία. Τόσο το βλάσφημο gimmick τους, όσο η ποιοτική δισκογραφική τους αλλαγή στα 2000s με δίσκους ογκόλιθους για το είδος όπως το Demigod και Evangelion και οι σταθερά εκπληκτικές τους ζωντανές εμφανίσεις, τους εκτόξευσαν στα charts του underground. Με το The Satanist του 2014 όμως, και μετά την μάχη του με τον καρκίνο, ο Nergal ανέβασε το είδος στο κορυφαίο επίπεδο. Μεγαλοπρεπείς ενορχηστρώσεις, βιβλική εικονογραφία, και ένας συνδυασμός κυρίως black και λιγότερο death metal τόσο πειθαρχημένος όσο και θεατρικός. Σήμερα, οι Behemoth είναι πρεσβευτές του extreme metal στα μεγάλα φεστιβάλ, χωρίς ποτέ να χάσουν το σκοτάδι τους.
Οι Opeth, αν και από την περίοδο του Heritage το 2011 άφησαν πίσω τους το death metal (πλην μερικών στιγμών του τελευταίου δίσκου), ευθύνονται για κάποιους από τους σημαντικότερους δίσκους στο ιδίωμα, και το death metal έχει σταθερή θέση στις ζωντανές τους εμφανίσεις, παρά την νέα τους κατεύθυνση στον κόσμο του progressive rock/metal. Δίσκοι όπως το Still Life του 1999, Blackwater Park (2001) και Ghost Reveries 2005 παραμένουν μνημεία του μοντέρνου death metal.
Οι In Flames, τέλος, αποτέλεσαν την πιο αμφιλεγόμενη αλλά και τη πιο μακροβιώσιμη mainstream εκδοχή του μελωδικού death metal. Από τα The Jester Race και Whoracle μέχρι το Come Clarity και το πρόσφατο Foregone, η μπάντα μετατράπηκε σταδιακά από πρωτοπόρους του Gothenburg σε εκπροσώπους του μοντέρνου, υβριδικού παγκόσμιου metal. Και όμως, η επιρροή τους είναι αδιαμφισβήτητη. Χωρίς αυτούς, ίσως δε θα υπήρχε η γέφυρα ανάμεσα σε εμπορικό και extreme ήχο.
Και ύστερα, στο τέλος αυτής της διαδρομής, στέκονται οι Blood Incantation. Το επόμενο στάδιο. Ίσως η μπάντα που ενώνει όλες τις εποχές του είδους σε ένα και η επόμενη death metal μπάντα που θα γνωρίσει πραγματική mainstream επιτυχία. Η κορύφωση αυτής της αναβίωσης της παλιάς σχολής. Όταν όμως οι συνάδελφοί τους κοιτάζουν μέσα στο υπόγειο και στις σπηλιές, εκείνοι κοιτούν προς τα άστρα. Ο ήχος τους φλερτάρει με το διαστημικό prog και το ambient, με έναν τρόπο πολύ διαφορετικό από τους Opeth και χωρίς να χάνει τον ωμό death metal πυρήνα του. Το Starspawn του 2016 τους έκανε την πιο ελπιδοφόρα μπάντα στο underground και το Hidden History of the Human Race τους έκανε κάτι πολύ παραπάνω. Μια μαγευτική και ψυχεδελική εκδοχή του κλασικού death metal.
Μπορεί να μην έκαναν capitalize σε αυτό το momentum που έχτισαν, καθώς το 2022 κυκλοφορούν έναν dark ambient/ηλεκτρονικό δίσκο, με τίτλο Timewave Zero, με το κοινό να μην ξέρει καν αν θα συνεχίσουν να υπάρχουν ως death metal οντότητα μετά από αυτό. Και όμως το 2023 κυκλοφορούν ένα αυτοτελές single με τίτλο Luminescent Bridge, και ανακοινώνουν το επόμενο, και πιο φιλόδοξό τους βήμα. Το Absolute Elsewhere έρχεται την επόμενη χρονιά και ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ένα κοσμικό, μυστικιστικό και επιβλητικό έπος που συνδιάζει krautrock, 70s prog και ambient σε ένα death metal πακέτο. Το κοινό, τόσο το παλιό όσο και ορδές νέων ακροατών ακολούθησε. Το άλμπουμ μπήκε σε mainstream charts, απέσπασε αποθέωση κριτικών (εδώ ευλογώ τα μούσια μου) και εκτόξευσε τη δημοτικότητά τους σε επίπεδα πρωτοφανή για συγκρότημα death metal του underground. Δεν έγιναν ακόμα η ΠΙΟ δημοφιλής μπάντα του είδους φυσικά, όμως κανένας άλλος δεν έφτασε τόσο ψηλά, τόσο γρήγορα, χωρίς να κάνει compromise στον ήχο του σε κάτι πιο "radio friendly". Και αυτό είναι και ο μεγαλύτερος τους θρίαμβος.
Οι Blood Incantation στα μάτια μου έγιναν το σύμβολο της σημερινής εποχής. Μιας γενιάς που σέβεται την παράδοση, πειραματίζεται χωρίς φόβο, και βλέπει το death metal σαν μορφή τέχνης, πέρα από εκτόνωσης. Γύρω τους υπάρχουν δεκάδες συγγενείς. Qrixkuor, Chthe'ilist, Cosmic Putrefaction, Sulphur Aeon, VoidCeremony, Ulthar, Cryptic Shift. Όλοι τους συνθέτουν μια νέα σχολή κοσμικού death metal, που μπορεί ακόμα να μην έχει γίνει κίνημα, αλλά σίγουρα έρχεται.
40 χρόνια μετά το Seven Churches, το death metal του σήμερα μοιάζει να είναι περισσότερο ένα οικοσύστημα παρά ένα ξεκάθαρο και ενιαίο είδος. Αυτό είναι και που το έχει κρατήσει τόσο... ζωντανό (sic). Από τη δυσαρμονία των Ulcerate, μέχρι τη γήινη σήψη των Dead Congregation και την υπερβατικότητα των Blood Incantation. Από τα γεμάτα venues και στάδια των Amon Amarth, Behemoth, In Flames, Opeth και Gojira μέχρι το underground που ακόμη ηχογραφεί με πρωτόγονα μέσα και κυκλοφορεί κασέτες. Το είδος συνεχίζει να εξελίσσεται χωρίς ποτέ να βρίσκει κορεσμό με την κοινή έννοια.
Ο θάνατος, τελικά, δεν πέθανε και πότε δεν θα πεθάνει.
     
            
        
				
				
        
        
        






