Το πέρασμα των Groundation από τα μέρη μας, αποδεδειγμένα κινητοποιεί τους Έλληνες φίλους της reggae και το κατάμεστο Gagarin της Τετάρτης υποστηρίζει του λόγου το αληθές. Τούτη η φορά, όμως, ενείχε και μια ιδιαιτερότητα: Οι Καλιφορνέζοι δεν ήρθαν για να μας παρουσιάσουν το δικό τους υλικό, αλλά για να αποτίσουν φόρο τιμής στον άνθρωπο που συνέβαλε όσο κανένας στη διεθνοποίηση της reggae, τον Bob Marley. Κι όσο κι αν σκεπτόμουν κατηφορίζοντας προς τη Λιοσίων πως η αξία και τα επιτεύγματα της μπάντας παρείχαν τα εχέγγυα για μία δημιουργική προσέγγιση στον μύθο της reggae, στο πίσω μέρος του μυαλού μου υπήρχε ένας προβληματισμός. Ο οποίος αφορούσε στη συναυλία ως καλλιτεχνικό (και όχι μόνο ψυχαγωγικό) γεγονός, προβληματισμός παρόμοιας υφής με εκείνον που απαντάται σε πανηγυρικές αναβιώσεις ή λογής-λογής tribute.
 
Φθάνοντας στο Gagarin, η βραδιά είχε ήδη ξεκινήσει. Τα δυναμικά προηχογραφημένα dub του Monkey Man (πολλές φορές προερχόμενα κι από τη μουσική των Groundation) ζέσταιναν την ατμόσφαιρα, ενόσω ο ίδιος ράπαρε πάνω τους, με μπόλικο delay και αρκετά hardcore attitude –διόλου τυχαία κι η ανάσυρση των στίχων των Terror X Crew από το “Να Τους Δω Να Τρέχουν”, οι οποίοι εισχώρησαν κάποια στιγμή στο ρεπερτόριο. Το όλο αποτέλεσμα δεν διεκδικούσε δάφνες πρωτοτυπίας, προσωπικά πάντως με βοήθησε ώστε να απασχολήσω τον εαυτό μου μέχρι να βρω την όποια βολή μου σε ένα Gagarin που, όσο περνούσε η ώρα, γέμιζε και περισσότερο.


 
Δέκα παρά και τη σκυτάλη είχαν λάβει οι Fundracar. Με την οπτική που παραπλεύρως έχουν εισάγει στη reggae εταιρείες όπως η Hellcat και με την ορμή της πανκίζουσας ματιάς των Sublime να έχουν θέση πάνω στα βασικά roots ρυθμικά πατήματα, οι Fundracar έτυχαν της απήχησης του ακροατηρίου, αποδεικνύοντας πως με τις συχνές εμφανίσεις τους σε μεγάλα reggae events έχουν δημιουργήσει έναν κάποιο πυρήνα. Παρήγαγαν δε ένα σετ, το οποίο, αν και δεν απέφευγε τις κοινοτοπίες –τόσο στην εύκολη χρήση στοιχείων όπως το delay ή στις αναφορές στη «ganja», όσο και σε πιο ουσιώδεις, συνθετικές επιλογές– διέθετε σίγουρα τις καλές του στιγμές, στιγμές όπου το υβρίδιό τους ενδυόταν ένα αρκετά ενδιαφέρον περίβλημα. Παρόλα αυτά, η παραμονή τους επί σκηνής για μία γεμάτη ώρα (ίσως και περισσότερο), κάλυψε αρκετά πέραν του δέοντος τη συνθήκη του support…

Με αυτά και με εκείνα, ήταν για τα καλά περασμένες έντεκα όταν φάνηκαν οι Groundation, με το κοινό να τους χαρίζει βέβαια τη δέουσα υποδοχή. Μετά τις τυπικές χαιρετούρες, οι πρώτες κιόλας νότες του “Them Belly Full (But We Hungry)”, έδειξε με ακρίβεια την πλεύση που θα έπαιρνε έκτοτε η βραδιά. Η οκταμελής μπάντα από την Καλιφόρνια, με τη συνδρομή της jazzy κιθάρας του Will Bernard (μεταξύ άλλων, συνοδοιπόρος του πυρηνικού τρίο των Groundation στους Rockamovya), δεν είχε έρθει για να αναπαράγει τα τραγούδια του Marley, ούτε να αναφερθεί σε προφανείς και εύκολες επιλογές ώστε να παίξει το παιχνίδι με σιγουριά. Είχε έρθει για να γιορτάσει την παγκοσμιότητα του μηνύματος του Marley, να παρουσιάσει τη μουσική του ως φορέα αλλαγής και συνειδητοποίησης, να πάρει από αυτήν την ψυχή και να μετουσιώσει με αυτήν την ψυχή τη δική της ταυτότητα. Τα διδάγματα της πορείας των Groundation, ο τρόπος της μουσικής τους πράξης, εμπεδωνόταν και επιβεβαιωνόταν μέσα από τις συνθέσεις του Marley, έτσι όπως επιβεβαιώνεται ο γιος ως απόγονος του πατέρα.

Στην φαρέτρα, βέβαια, των Groundation υπάρχει (τα τελευταία ιδίως χρόνια) και η jazz. Κι έτσι τα αρχικά πατήματα στο προαναφερθέν εναρκτήριο λάκτισμα, δεν άργησαν να δώσουν τη θέση τους στο (τυπικό για αυτούς) jazz τελετουργικό συναυλίας –με τον Bernard να δίνει το πρώτο αξιομνημόνευτο σόλο της βραδιάς. Οι συνθέσεις άνοιγαν για να τοποθετηθούν οι εμβόλιμες εκτροπές –ήτοι εξαιρετικές σόλο στιγμές από το hammond του Marcus Urani, το μπάσο του Ryan Newman, τα κρουστά του Mingo Lewis, την τρομπέτα του “Diesel” Chachere ή το τρομπόνι του Kelsey Howard– κι όσο άνοιγαν και μετέτρεπαν την κατάστασή τους σε μία ρευστή ζωοποιό δύναμη, τόσο η ρυθμική κιθάρα του Harrison Stafford ή το σταθερό και στιβαρό rhythm section σε κρατούσαν συνδεδεμένο με το έδαφος, με τις ρίζες στις οποίες αναφερόταν ο Marley και αναφέρονται κι οι Groundation. Προσφέροντάς σου τη στέρεα επίγνωση ότι, πριν από όλους τους διαχωρισμούς που έχουμε εφεύρει, έρχεται (έστω και ως βιολογική υπενθύμιση) η ίδια η ανθρώπινή μας υπόσταση. Μήνυμα σαφές, το οποίο φέρει η roots reggae από την προ-Marley ακόμα εποχή, μέχρι και σήμερα.

Έτσι, οι Groundation κατάφεραν να παρουσιάσουν τις συνθέσεις του Bob Marley τονίζοντας μεν τη διάσταση του μηνύματος, διαφοροποιώντας δε τον τρόπο της μουσικής του επιτέλεσης. Προφανής ήταν η διάθεσή τους να μην αναλωθούν στα κλασικά, με το μόνο από τα πασίγνωστα κομμάτια που ακούστηκε να είναι το “Could You Be Loved” –γενόμενο, βεβαίως, δεκτό από το κοινό με τον ανάλογο ενθουσιασμό. Εξαιρετικές στάθηκαν επίσης κι οι εκτελέσεις των “Soul Rebel”, “Fussing And Fighting”, “Burnin’ And Lootin”, με  κορωνίδα του σετ (ξεκάθαρη, στα δικά μου αυτιά) το “Guiltiness”, ίσως γιατί ανέσυρε την ποιοτικότερη πτυχή της ιδιοσυγκρασίας των Groundation.
 
Δεν παραλήφθηκε ασφαλώς κι ένα πέρασμα από τη δισκογραφία των Καλιφορνέζων, με τα “We Free Again”, “Praising” και “Undivided” να παίζονται διαδοχικά (και να συμπληρώνονται από το “Freedom Taking Over”, το οποίο ακούστηκε στο encore), μένοντας όμως μόνο στην πρώτη δημιουργική περίοδο της μπάντας (προ  του 2004): αυτήν δηλαδή που ήταν σχεδόν αποκλειστικά αφοσιωμένη στη roots reggae παράδοση.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει η σύντομη μα περιεκτική παρουσία στη σκηνή του τενόρου σαξοφωνίστα Δημήτρη Βασιλάκη, όπως και το δεύτερο (μη προγραμματισμένο, από όσο μπορούσα να καταλάβω) encore, με τον Stafford να βγαίνει στη σκηνή με μόνη συνοδεία την κιθάρα του και να κλείνει έτσι το live –όπως περίπου κι ο Marley τη δημιουργική του πορεία– με το “Redemption Song”. Στον αντίποδα, ο ήχος τους Gagarin, ο οποίος, χωρίς να είναι ιδιαίτερα κακός, είχε σαφώς πιο «rock» προσανατολισμούς απ’ ότι επίτασσε η περίσταση –καθιστώντας έτσι κάπως θολό το συχνοτικό τοπίο που συνέθετε επί σκηνής η εννεαμελής ορχήστρα…

Τίποτα πάντως δεν εμπόδισε τους Groundation από το να πράξουν αυτό ακριβώς που υπόσχονταν: να αποτίσουν με ειλικρίνεια και απλότητα τα δέοντα στον μεγάλο Bob Marley και να αποδείξουν (αν, τέλος πάντων, χρειαζόταν απόδειξη) ότι δεν είναι απλώς αναβιωτές ή μεταπράτες της κληρονομιάς του, μα άξιοι συνεχιστές του πάντα επίκαιρου μηνύματος των Rastafari.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured