Φωτογραφίες: Δάφνη Ανέστη

Όταν έμαθα ότι ο Bonobo θα επισκεπτόταν τη χώρα μας για συναυλία στα πλαίσια της κυκλοφορίας του Black Sands, συνοδεία εξαμελούς ορχήστρας είχα πραγματικά ενθουσιαστεί. Και ανέμενα έτσι να έρθει η μέρα της συναυλίας, ώστε να τον απολαύσω. Αφού λοιπόν άκουσα επανειλημμένως χαρακτηρισμούς όπως «προδότη», «άπιστε» καθώς και άλλα, παρόμοιας φύσης, γιατί προτίμησα το live του συμπαθούς Άγγλου και όχι το παιχνίδι καλαθοσφαίρισης μεταξύ του ΠΑΟ και του επίδοξου(...) πρωταθλητή ΟΣΦΠ, συναντήθηκα με κάποιους φίλους, προκείμενου να κατηφορίσουμε προς το Κύτταρο.

Οι πόρτες άνοιξαν γύρω στις 10 και το συγκεντρωμένο πλήθος άρχισε να γεμίζει τον χώρο. Η πλειοψηφία αποτελούνταν κυρίως από άτομα 20-25 ετών. Το Κύτταρο γέμισε ασφυκτικά σε πολύ σύντομο διάστημα και μετά από λίγο το opening act –οι Cayetano – έκαναν την εμφάνισή τους. Οφείλω να ομολογήσω ότι ναι μεν δεν με ξετρέλαναν, αλλά αδιάφοροι δεν μου φάνηκαν. Από τα λίγα που μπόρεσα να καταλάβω από τα λεγόμενά τους, το σετ τους βασίστηκε εν πολλοίς σε αυτοσχεδιασμούς της στιγμής. Οι ηχητικές αναφορές σε ακούσματα όπως DJ Shadow ήταν εμφανείς. Με πολύ σκρατς, που κατά διαστήματα ίσως ήταν περιττό, μα με εμφανή τον ενθουσιασμό τους, κράτησαν το κοινό κοντά τους και κέρδισαν άφθονο χειροκρότημα. Μακάρι να συνεχίσουν ανοδικά, γιατί δείχνουν ότι αγαπάνε αυτό που κάνουν και το κοινό τους έχει αποδεχθεί.

Από εδώ και πέρα αρχίσανε όμως τα δύσκολα... Μέχρι να εμφανιστούν στη σκηνή ο Bonobo και η παρέα του, το κλίμα στο Κύτταρο άρχισε να θυμίζει Ινδονησία σε μέρα με 98% υγρασία. Αφόρητη ζέστη, σχεδόν παντελής έλλειψη εξαερισμού, και μηδενικός χώρος για οποιαδήποτε κίνηση πέρα της απαιτούμενης για την αναπνοή.

Κάπου εκεί πάντως, οι μελωδικοί Λονδρέζοι κάνουν την εμφάνισή τους, αλλά οι μόνοι χαρούμενοι ήταν όσοι ήρθαν για να μαγνητοσκοπήσουν και όχι να χορέψουν –σημάδι μεν του καιρού, αλλά δολοφονικό για το vibe κάθε συναυλίας. Οι υπόλοιποι αρκεστήκαμε να κουνάμε τον σβέρκο μας πάνω-κάτω, καθώς, όπως θα έχει ήδη γίνει αντιληπτό από τα παραπάνω, δεν διαθέταμε τον απαιτούμενο χώρο για χορό. Αρχικά με ενθουσίασε ο φλαουτίστας/σαξοφωνίστας/κλαρινίστας, ο οποίος φρόντιζε να μας χαρίσει δροσιστικές μελωδίες, ενώ λίγο αργότερα ανέβηκε επί σκηνής και η Andrea Triyana, για να μας χαλαρώσει λίγο –κυρίως με κομμάτια του τελευταίου Bonobo άλμπουμ. Ο ήχος όμως την αδίκησε, καθώς ανέδειξε τη βαβούρα από τα πηγαδάκια και όχι το low tempo σκηνικό που είχαν στήσει οι φιλοξενούμενοί μας επί σκηνής. Σε μεγάλο βαθμό, η κατάσταση έφερνε αναμνήσεις από Cinematic Orchestra, η ορχήστρα πάντως αποδείχθηκε πολύ δεμένη, ενώ έδειχνε πολύ χαρούμενη από την υποδοχή της εκ μέρους του ελληνικού κοινού. Το κλείσιμο ήταν up lifting –σε σημείο ώστε είδαμε και stage dive! Ο ηλεκτρονικός λυρισμός του Bonobo στάθηκε το κατάλληλο soundtrack για μια καλοκαιρινή νύχτα, εμποτισμένη με ιδρώτα και νικοτίνη.

Λίγο πριν το encore, αποσύρθηκα μη μπορώντας να αντέξω άλλο τις επικρατούσες συνθήκες στο Κύτταρο. Θα ήθελα να ξαναδώ μια συναυλία Bonobo σε κάποια παραλία, ώστε να τους απολαύσω όπως πρέπει. Γιατί χαίρομαι μεν που μάζεψαν τόσο κόσμο, νομίζω όμως ότι και οι συνθήκες εξαερισμού θα έπρεπε να έχουν προσεχτεί περισσότερο δεδομένης της εποχής, αλλά και πρόληψη να υπάρχει για αναποδιές, στη βάση ότι πουλήθηκαν τόσα εισιτήρια. Δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ τι θα γινόταν π.χ. σε περίπτωση σεισμού, με παντελή απουσία εξόδου κινδύνου. Θα έπρεπε ίσως στα διάφορα live να μας απασχολούν κι άλλα πράγματα πέρα από τα 3 λεπτά παραπάνω στα οποία περιμένουμε για τη μπύρα μας –έστω κι αν σαφώς άξιζε που παρακολουθήσαμε Bonobo στην Αθήνα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured