Η Υπνοβάτις του Βιντσέντζο Μπελλίνι (Sonnambula, στο πρωτότυπο) είναι όπερα που περιγράφει την ειδυλλιακή ζωή της χωριατοπούλας Αμίνα, η οποία κοντεύει όμως να καταστραφεί από την πάθηση της υπνοβασίας, όταν αυτή τη φέρνει στην αμήχανη θέση να πρέπει να υποστηρίξει την ηθική της απέναντι και στον αγαπημένο της και στην κλειστόμυαλη κοινωνία.

Παρ' όλο που είναι ένα μουσικά πανέμορφο έργο, η Sonnambula πάσχει από άνιση κατανομή δράματος. Το πρώτο μισό κουτσαίνει δηλαδή σε δράση, καθώς τίποτα το συναρπαστικό δεν συμβαίνει, πέρα από την άφιξη του Κόμη Ροντόλφο. Μετατοπισμένη σε ένα ελβετικό σανατόριο, η όπερα που είδαμε στην Εθνική Λυρική Σκηνή ανοίγει έναν ενδιαφέροντα –αν και συντηρητικό– διάλογο με το λιμπρέτο του Φελίτσε Ρομάνι, όπως και με τη σύνθεση του Μπελλίνι.

Τα σκηνικά του Μάρκο Αρτούρο Μαρέλλι υπήρξαν επιβλητικά, με την αίσθηση της προοπτικής να δίνει βάθος στο κατά τα λοιπά κλειστοφοβικό περιβάλλον, διανθισμένο με φιλιγκρί στολισμούς. Η σκηνοθεσία κρίνεται άρτια: χωρίς πολλούς νεωτερισμούς μεν, αλλά και χωρίς κανέναν να μπορεί να αμφισβητήσει αν ήταν πραγματικά στιβαρή. Μικροδιαφωνίες με τα φώτα, έσβηναν μπροστά στους λογοτεχνικούς παραλληλισμούς με το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν (το προαναφερθέν σανατόριο) και την ποιητικότητα του σκληρού, μα άσπιλου χιονιού.

Όμως η χάρη της Sonnambula κρίνεται, τελικώς, από τη δεξιοτεχνία του πρωταγωνιστικού ζευγαριού. Κι εκεί όπου ο Γιάννης Χριστόπουλος σκοντάφτει, η Χριστίνα Πουλίτση περπατά με σιγουριά και καλαισθησία. Ούσα ένα πολύ δυνατό οπερατικό χαρτί για την Ελλάδα, η Πουλίτση απέδωσε μία Αμίνα υψηλά δραματική, δίχως να υποπέσει σε κλεψίματα και φανφάρες· με μία ερμηνεία σαν και αυτές που έχουμε μάθει να περιμένουμε από τη μονωδό.

Η υψίφωνος-στολίδι της χώρας μας απομακρύνεται με κάθε ρόλο όλο και μακρύτερα απ' το λεγόμενο «one-trick-pony» της Βασίλισσας της Νύχτας, αποδεικνύοντας ότι είναι μια coloratura soprano η οποία έχει το δραματικό βάθος, την τεχνική αρτιότητα, αλλά και τη λεπταισθησία να σηκώσει στους ώμους της ένα εύρος ρόλων διόλου ευκαταφρόνητο. Αν και ο κόσμος αρέσκεται να στέκεται στις άψογες ψηλές της Πουλίτση, η σοπράνο διαθέτει και μια πολύ ζεστή χαμηλή περιοχή, καθώς και τρομερή ευελιξία· και καταφέρνει να αποδίδει την παρτιτούρα με λυρική αριστοτεχνία. Η Αμίνα της προσπέρασε έτσι τις Συμπληγάδες της αφέλειας και προσάραξε στον όρμο της αγνότητας, τραγουδισμένη με άψογα αντανακλαστικά.

Στον αντίποδα, ο Ελβίνο του Χριστόπουλου περδικλώνεται τεχνικά και δραματικά σε κάτι που ίσως οφείλεται στο άγχος της πρεμιέρας. Λάθη, ρυθμικές βιασύνες κι ένας αχυρένιος ήρωας τον έφεραν πάντως στην αμήχανη θέση να αναμετριέται με το ερμηνευτικό θηρίο της Πουλίτση, σε μία άνιση μάχη. Αντιθέτως, η αντίζηλος Λίζα της Μαριλένας Στριφτόμπολα υπήρξε και πολύ πιστευτή, αλλά και πανέμορφα αποδοσμένη. Αντίστοιχα, ο Κόμης Ροντόλφο του Τάσου Αποστόλου αποδόθηκε –ως συνήθως– πολύ όμορφα από τον μπάσο μονωδό, με μία έξτρα δόση δραματικού βάρους, που αποτελεί σημαντικό βήμα μπροστά για το ρεπερτόριό του.

Ήταν λοιπόν ένα πολύ ελπιδοφόρο ξεκίνημα νέας σαιζόν αυτό για την Εθνική Λυρική Σκηνή, καθώς η Υπνοβάτις αποτέλεσε ισχυρό εναρκτήριο λάκτισμα για μια τρομερά ενδιαφέρουσα συνέχεια. Η οποία θα μας φέρει αντιμέτωπους με όπερες-σταθμούς, πρωτότυπες παραγωγές, αλλά και με επιλογές-outsiders, που δίνουν μια γεύση περιπέτειας για το μέλλον του εγχώριου θεσμού.

{youtube}STExj5p6O7Y{/youtube}

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured