Φωτογραφίες: Θεόφιλος Αναρμόδιος

«Να ’χα μονάχα λίγο αγάπη και χρόνο και λίγα φράγκα» - ποιας αλήθεια θα μπορούσε να μην δει ένα κομμάτι του εαυτού του στα παραπάνω λόγια του Νικήτα Κλίντ; Σίγουρα όχι όσοι κοντοστάθηκαν στην γωνία Ηπείρου και Αχαρνών, μπήκαν στο γεμάτο αναμνήσεις ανακαινισμένο Κύτταρο και εισέπραξαν την εκλυόμενη ενέργεια που σκόρπισαν στο χώρο οι Ρόδες. Μια μπάντα που με εφαλτήριο τη μανιέρα του hip-hop συνθέτει στον ήχο της rock, funk, punk, dub, reggae και οτιδήποτε άλλο υποπέσει στη μουσική - αισθητική τους αντίληψη, παραδίδοντας ένα ελκυστικό χαρμάνι. Έστω και αν εκείνο το βράδυ οι προθέσεις δεν ήταν πάντα αρκετές.

Αργοπορημένη εμφάνιση γύρω στις 23:15, με τον Νικήτα Κλιντ να εισπράττει θερμό χειροκρότημα καθώς προσπαθούσε με εμφανή αδυναμία να συρθεί στη σκηνή. Ξεκίνημα με “Κιούμπρικ” και “Βρώμικο”: οι κιθάρες σε πλήρη ένταση, η rhythm section διεκπεραιωτική και ο frontman να χάνει τα λόγια του αναμασώντας φωνήεντα, ριμάροντας στο πουθενά και βγάζοντας διάφορες άναρθρες κραυγές. Συνέχεια με το “Punk” - ένα από τα πολλά highlights του πολύ καλού Silent Disco - χαμόγελο αισιοδοξίας για τη συνέχεια του live με την “Καταθλιπτικιά”, το “Βουντού” όμως αρνήθηκε πεισματικά να συντονιστεί με τον Κλιντ. Μολαταύτα, οι Ρόδες συνέχισαν να ελίσσονται με μαεστρία ανάμεσα σε κομμάτια διαφορετικού ύφους και αισθητικής, γεφυρώνοντας τη low bap του “Top Shop” με mariachi μπαλάντες (“Δεν Είναι Αργά”), κιθαριστικά pop περάσματα (“Και Τι Έγινε;”) και oriental επιτυχίες (“Μάρθα Καραγιάννη”). Ενδιάμεσα, guest hip-hoppers ανέβηκαν στη σκηνή, άδραξαν το μικρόφωνο και με τη φρεσκάδα και τον αυθορμητισμό τους έσωσαν την παρτίδα, την ίδια ώρα που η ενθουσιώδης πιτσιρικαρία συμμετείχε ενεργά τραγουδώντας κυρίως στιχάκια από τη Γιορτή της Φαντασίας.

Η τρίωρη βραδιά έφτασε προς το τέλος με κάμποσες διασκευές - αποδόσεις, άλλες μάλλον αναμενόμενες (“Guns Of Brixton”) και άλλες αναπάντεχες, όπως το “Ακορντεόν” του Μάνου Λοΐζου ως σύντομη punk ριπή συνοδευόμενη από τη «σχιζοφρένεια» των πιο πιτσιρικάδων του κοινού ή τον “Μηχανισμό” του Νικόλα Άσιμου - « μου ’πανε να γίνω ρεβιζιονιστής και να γυρίσω δίσκο». Στο φινάλε η περιρρέουσα αίσθηση ήταν ότι οι Ρόδες, ένα συγκρότημα που έχει επιλέξει να κινηθεί σε δύσβατα μονοπάτια αντικομφορμισμού και αποδόμησης στήνοντας στον τοίχο τη χώρα του «ό,τι να ’ναι», χάρισε στο ήδη κερδισμένο κοινό τους μια βραδιά ζωντανής πρόβας, παρά τις κάποιες εξαιρέσεις που κατά διαστήματα απείλησαν το κλίμα αυτό.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured