Άγγελος Κλειτσίκας

Δεν θα κρυφτώ πίσω από το δάχτυλό μου: όταν συνομιλώ με τον Simon Reynolds κατακλύζομαι από ένα αίσθημα πληρότητας που έχω απέναντι μου έναν τόσο σημαντικό και επιδραστικό άνθρωπο στο χώρο της μουσικής δημοσιογραφίας. Τόσο στη συζήτηση που είχαμε πριν από αρκετά χρόνια όσο και σε αυτήν, προσπαθούσα να μην ξεπεράσω αυτό το λεπτό όριο ανάμεσα στον μουσικό δημοσιογράφο και τον θαυμαστή ενός ινδάλματος. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο είναι η ταπεινότητα και η όρεξη του να αφιερώσει αρκετό από τον πολύτιμο χρόνο του σε έναν δημοσιογράφο από την Ελλάδα, γιατί απλώς «απόλαυσε τη συζήτηση» - μπορώ να φανταστώ πολλές ντίβες που δεν θα απαντούσαν καν στο πρώτο mail. 

Η πρώτη επαφή μου με το συγγραφικό του έργο ήρθε με τη βίβλο για το post-punk και τη new wave “Rip It Up and Start Again”, ενώ στη συνέχεια εισχώρησα βαθύτερα στις λέξεις του: ξεκοκάλισα το “Energy Flash” - η καλύτερη εξιστόρηση που έχει γίνει για την ηλεκτρονική μουσική και τη rave κουλτούρα - και ένιωσα πως όξυνα τη νοημοσύνη μου με το “Retromania”, το βιβλίο που αποτύπωσε με τρομερή διαύγεια την προσκόλληση της σύγχρονης μουσικής με το παρελθόν της. Στην πρώτη του κυκλοφορία μετά από 8 χρόνια, το “Futuromania”, συλλέγει και επιμελείται διάφορα άρθρα του που έχουν εκδοθεί σε σημαντικά διεθνή media τα οποία μοιράζονται ένα κοινό χαρακτηριστικό: έχουν ως πρωταγωνιστές μουσικούς και καλλιτέχνες που οραματίστηκαν το μουσικό μέλλον και το έφεραν στο δικό τους παρόν. Από το άρθρο για τον Giorgio Moroder και το σοκ του “I Feel Love” μέχρι τη pop νεωτερικότητα των Yellow Magic Orchestra και από το θρυλικό του κείμενο για τον Burial στο Pitchfork μέχρι την αναλυτική έρευνα για τη χρήση του Auto-Tune στην μουσική παραγωγή, ο Βρετανός γιορτάζει και τιμά με τη μαγική του πένα όλους όσους διψούσαν να ανακαλύψουν το επόμενο μουσικό zeitgeist. 

Αφού ανταλλάξαμε νέα για τον καιρό των πόλεων μας (Los Angeles και Αθήνα), με το βάρος της κλιματικής κρίσης να πλανάται πλέον σε αυτό το αθώο κάποτε ice breaker, μπήκαμε κατευθείαν στην καρδιά της συζήτησης και γρήγορα χαθήκαμε σε συνειρμούς, στοχασμούς και συναισθήματα που προκαλεί ο λόγος του -πάντα με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.

Την τελευταία φορά που μιλήσαμε είχατε πει οτι αν γράφατε τότε το βιβλίο σας “Retromania” θα είχατε προσθέσει ακόμη ένα περισσότερο αισιόδοξο κεφάλαιο για ανθρώπους και καλλιτέχνες που διψούν για το μέλλον της μουσικής. Ήταν αυτή η σκέψη που οδήγησε στο νέο σας βιβλίο “Futuromania”;

Όχι ακριβώς. Είναι λίγο περίεργη η ιστορία της παρούσας εκδοχής του βιβλίου. Στην αρχή είχα απλώς την αόριστη ιδέα να γράψω κάτι για το μέλλον της μουσικής και τους μελλοντολόγους, οι οποίοι είναι επιστήμονες που μελετούν τις σύγχρονες τάσεις και τα μοτίβα σε διάφορα πεδία για να διαμορφώσουν μία εικόνα του μέλλοντος. Συνήθως δεν τα πηγαίνουν και πολύ καλά καθώς υπογραμμίζουν τα προφανή και προβλέπουν πράγματα που έχουν ήδη συμβεί. Σύντομα, όμως, παράτησα αυτό το θέμα γιατί ήταν χαοτικό και δεν έβγαζε πουθενά.

Η σημερινή εκδοχή του βιβλίου προέκυψε κάπως τυχαία: ένας Ιταλός συγγραφέας που γνωρίζω, και ο οποίος διευθύνει ένα μικρό εκδοτικό οίκο, ήθελε να μάθει αν σκεφτόμουν να γράψω τη συνέχεια του βιβλίου μου για την ιστορία της ηλεκτρονικής μουσικής (“Energy Flash”). Έτσι μου ήρθε η ιδέα γράψω ένα βιβλίο που θα περιείχε αυτή τη συνέχεια μαζί με άλλα κεφάλαια τα οποία θα μοιράζονται το ίδιο πάθος και ενθουσιασμό για το μέλλον της μουσικής. Σκέφτηκα ότι είχα ήδη γράψει μία δυνατή συλλογή άρθρων μέσα στα χρόνια σχετικά με το ίδιο θέμα και πως θα έβγαζε νόημα να εκδοθούν όλα μαζί. Έτσι μίλησα με τον παλιό εκδότη μου στη Faber, ο οποίος τρέχει πλέον το δικό του εκδοτικό οίκο White Rabbit, και συμφωνήσαμε για δύο βιβλία - το “Futuromania” και ακόμη ένα που γράφω αυτή την περίοδο. Το “Futuromania” είναι ουσιαστικά μία συλλογή κειμένων μου που έχουν ήδη δημοσιεύσει σε διάφορα media ανά τα χρόνια τα οποία έχουν ως κοινό στοιχείο τους ανθρώπους που έφεραν τη μουσική του μέλλοντος στο δικό τους σήμερα. Και κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο συνδέεται με το “Retromania”. 

Ήθελα να ρωτήσω σχετικά με αυτό, καθώς αναφέρεστε στο “Futuromania” ως τον αντικατοπτρισμό του “Retromania”. Πως το εννοείτε;

Όπως είπες και νωρίτερα, θα ήθελα να είχα γράψει κάτι ακόμη στο τέλος του “Retromania” που θα ήταν λίγο πιο αισιόδοξο και θα αφορούσε το μέλλον. Ίσως για ανθρώπους στο παρόν που κοιτάζουν μπροστά και προσπαθούν να κάνουν νέα πράγματα στη μουσική. Υπό μία έννοια το "Retromania" είναι μάλλον ένα πεσιμιστικό βιβλίο το οποίο μνημονεύεται συνεχώς στη βιβλιογραφία όταν η συζήτηση επικεντρώνεται στις μουσικές αναβιώσεις. Είμαι περήφανος για τη συγγραφή του, αλλά δεν θα ήθελα να μείνω στο μυαλό όλων ως εκείνος ο μίζερος τύπος που μιλάει για τη μουσική σαν κάτι που έχει κολλήσει για πάντα στο παρελθόν. Επίσης όταν μπήκα στο Twitter ονόμασα τον εαυτό μου Simon Retromania - φαντάζεσαι πως ούτε αυτό βοήθησε πολύ τα πράγματα. Επομένως, μου φάνηκε πολύ ωραία η ιδέα να γράψω ένα βιβλίο που βρίσκεται πιο κοντά στη φήμη μου ως συγγραφέας που έχει γράψει με ενθουσιασμό για μουσικά κινήματα και σκηνές, όπως πχ συμβαίνει στο “Rip It Up and Start Again” και το “Energy Flash”. Ήθελα να κυκλοφορήσω ένα βιβλίο για το μέλλον της μουσικής που θα αφήνει ελπιδοφόρα και εορταστική επίγευση στον αναγνώστη.

Επιπρόσθετα συνέβησαν πολλά φρέσκα πράγματα μετά το “Retromania” - όπως αυτά για τα οποία γράφω στα κείμενα σχετικά με το Autotune ή την Conceptronica - για τα οποία αισθάνομαι πολύ ενθουσιασμένος. Τα τελευταία χρόνια είχα την ευκαιρία να μιλήσω με τους ανθρώπους που βρίσκονται πίσω από τα νέα μουσικά zeitgeist. Η συζήτηση μαζί τους μου μετέδωσε μία φοβερή όρεξη για το μέλλον της μουσικής που οραματίζονται. Μακάρι να είχα καταφέρει να μιλήσω και στη Sophie, μία από τις καλλιτέχνιδες που είχε ανέκαθεν στραμμένο το βλέμμα της προς το μέλλον. Αρκετά σημεία στο βιβλίο έχουν και μία ιστορική χροιά, αλλά όλα αφορούν μουσική που έμοιαζε πολύ συναρπαστική και καινούρια τη στιγμή που κυκλοφόρησε. Υποθέτω ότι αυτό είναι το happy place μου, οτιδήποτε με γεμίζει με όρεξη για το μέλλον. 

Το βιβλίο καλύπτει μια αρκετά μεγάλη περίοδο των κειμένων σας. Πώς νιώσατε που επιμεληθήκατε προηγούμενα άρθρα σας για τους σκοπούς του βιβλίου; Μπήκατε ίσως σε έναν υπαρξιακό κύκλο σκέψεων;

Όχι ιδιαίτερα για να είμαι ειλικρινής. Όσο έγραφα την εισαγωγή και τον επίλογο του βιβλίου, ενδιαφέρθηκα με έναν ενσυνείδητο τρόπο κυρίως με αυτό που αποκαλώ ρητορική της συγχρονικότητας, επειδή συνειδητοποίησα ότι μεγάλο μέρος του συγγραφικού μου έργου παίζει με την έννοια του χρόνου: τι σημαίνει πχ οτι ένα κομμάτι είναι φουτουριστικό ή σε πλημμυρίζει με μία διάχυτη αίσθηση του παρόντος; Επίσης τα φαντάσματα του παρελθόντος, η μνήμη και η νοσταλγία είναι συνήθη μοτίβα στα κείμενα μου. Επομένως, γράφοντας συχνά για μουσική με λέξεις που φέρουν χρονικότητα, ήθελα να καταλάβω τι ακριβώς εννοούμε με φράσεις όπως φουτουριστική ποπ, μουσική μπροστά ή πίσω από την εποχή της, ρετρό αισθητική κλπ. Γι’ αυτό διερεύνησα ξανά όλα τα παραπάνω έχοντας κατά νου τη βαρύτητα γύρω από την χρονική διάσταση.

Είναι συναρπαστικό, λοιπόν, το γεγονός ότι η πιο ενδιαφέρουσα μουσική συγκεντρώνει όλα αυτά τα χρονικά στοιχεία ταυτόχρονα, γενόμενη διαχρονική και άχρονη μαζί. Σκεφτείτε τη jungle: οι ηλεκτρονικοί παραγωγοί έπαιζαν με τον ρυθμό με έναν πολύ νέο και περίεργο τρόπο, αλλά στην πραγματικότητα το ηχητικό αμάγαλμα φέρει ίχνη του παρελθόντος, όπως τη reggae. Προφανώς η μουσική συμβαίνει στο χρόνο, περιλαμβάνει το χρόνο και είναι γραμμική, αλλά σκέψου λίγο το παράδειγμα των Kraftwerk: στη δεκαετία του 1970 έφτιαξαν μουσική που τόσοι πολλοί καλλιτέχνες θα επιχειρούσαν στη δεκαετία του 1980 ή του 1990, όμως εκείνοι το έκαναν πρώτοι. Ωστόσο πολλές από τις αναφορές τους προέρχονται από τις αρχές του 20ου αιώνα - όπως οι αυτοκινητόδρομοι, τα ποδήλατα και οι ταινίες του Fritz Lang - είναι ένα παλιομοδίτικο μέλλον αυτό που φαντάστηκαν. Μπορεί να είναι οι εφευρέτες της φουτουριστικής ποπ, αλλά πλέον η μουσική τους έχει μουσειακό χαρακτήρα και μόνο το οπτικό θέαμα στις συναυλίες τους είναι αυτό που ανανεώνεται.

Σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου υποστηρίζετε ότι το Auto-Tune είναι το στοιχείο που ορίζει απόλυτα την εποχή μας και θα μας την θυμίζει όταν την σκεφτόμαστε στο μέλλον. Ποιο πιστεύετε ότι θα είναι το επόμενο τεχνολογικό εύρημα που θα καθορίσει το μουσικό zeitgeist;

Δεν μπορώ να γνωρίζω με βεβαιότητα, αλλά φαντάζομαι ότι θα σχετίζεται με την Τεχνητή Νοημοσύνη. Δεν καταπιάνομαι πραγματικά με το AI στο βιβλίο, παρά μόνο επιγραμματικά στο σημείο που αναφέρεται η Holly Herndon. Στην γερμανική έκδοση του βιβλίου υπάρχει ένα κομμάτι για την Τεχνητή Νοημοσύνη που είναι αρκετά επικριτικό, αλλά αισθάνομαι ότι σήμερα, μετά από δύο χρόνια που γράφτηκε, πρέπει να μοιάζει ήδη εκτός θέματος. Το ένστικτό μου λέει ότι η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν θα είναι ποτέ δημιουργική με τον τρόπο που είναι τα ανθρώπινα όντα. Μπορεί να είναι ένα χρήσιμο εργαλείο; Ναι. Όμως πριν από ένα χρόνο που ζήτησα από το Chat GTP να γράψει ένα άρθρο στο στυλ μου, ήταν πραγματικά βαρετό. Η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν έχει επιθυμίες ή προθέσεις, εμπειρία ή μνήμη, ενώ οι συγγραφείς στην προσπάθεια να βρουν τον σωστό συνδυασμό λέξεων κινούνται από δυνάμεις που βρίσκονται βαθιά μέσα τους. 

Το ίδιο ισχύει και στη μουσική: το AI δεν μπορεί πραγματικά να ακούσει μουσική, δεν έχει συναισθηματική ή σωματική αντίδραση σε αυτήν. Επομένως πιθανότατα το νέο zeitgeist να σχετίζεται με την Τεχνητή Νοημοσύνη, αλλά δυσκολεύομαι να φανταστώ ποιο ακριβώς θα είναι αυτό το μοναδικό στοιχείο σε τεχνικό επίπεδο παραγωγής της μουσικής. Στο Auto-Tune υπάρχουν εμφανή στοιχεία της επίδρασης του στη μουσική όπως πχ η ανθρώπινη φωνή που γίνεται ρομποτική και αλλόκοτη. Το ίδιο συμβαίνει και σε άλλες αντίστοιχες ηχητικές τεχνολογίες όπως τα samples και το drum machine. Δεν μπορώ να φανταστώ ποιο μπορεί να είναι αυτό το νέο τεχνικό χαρακτηριστικό στη μουσική που θα σχετίζεται με το AI.

Είναι αστείο ότι οι άνθρωποι προσπαθούσαν να κάνουν μουσική που θα ακουγόταν σαν να προήλθε από ρομπότ και τώρα θέλουμε τα ρομπότ να κάνουν μουσική που θα ακούγεται όπως αυτή των ανθρώπων. Δεν είναι παράδοξο αυτό; 

(Γέλια). Αυτή είναι μια ωραία αντιστροφή των πραγμάτων. Είναι όντως παράδοξο. Άκουσα πρόσφατο ένα AI κομμάτι των Oasis και ακουγόταν σχεδόν πειστικό, αλλά μπορείς να καταλάβεις οτι κάτι δεν πάει καλά. Έχω και εγώ τις δικές μου εμπειρίες με το AI. Πρόσφατα έκανα ένα λάθος κατά τη διάρκεια ενός podcast - μπέρδεψα έναν τίτλο ενός τραγουδιού για το οποίο μιλούσα. Τους ζήτησα λοιπόν ευγενικά να το αφαιρέσουν από την ηχογράφηση. Όμως αντί να το αφαιρέσουν εντελώς, το αντικατέστησαν με μία AI εκδοχή της φωνής μου που πρόφερε τον σωστό πλέον τίτλο. Κανείς δεν θα μπορούσε να το καταλάβει, εκτός από μένα. Είναι παράδοξο και απόκοσμο ταυτόχρονα.

Στο βιβλίο επανεπισκέπτεστε τις rave ημέρες σας αναφερόμενος το dancefloor ως μία συλλογική ουτοπία. Μετά την πανδημία το rave επέστρεψε μαζικά ως τρόπος διασκέδασης, lifestyle και κουλτούρα με τα δικά του χαρακτηριστικά, ενώ επίσης πολλοί καλλιτέχνες εξερευνούν εκ νέου τα όρια πολλών ηλεκτρονικών ειδών. Γιατί νομίζετε ότι αυτή η αναζωπύρωση συμβαίνει τώρα;

Δεν έχω πραγματικά κάποια σπουδαία εξήγηση, πέρα από την προφανή που λέει οτι οι άνθρωποι αισθάνονται αποξενωμένοι στις ημέρες μας -ένα αίσθημα που επιδεινώθηκε περισσότερο από την πανδημία και έπειτα. 

Νομίζω ότι θα είναι πάντα γοητευικό να χάνεσαι μέσα σε ένα μεγάλο πλήθος ιδρωμένων ανθρώπων που ενώνονται όλοι μαζί νιώθοντας κάτι σε απόλυτο συγχρονισμό. Δεν είναι τόσο διαφορετικό από οποιοδήποτε άλλο είδος συλλογικής μουσικής αντίδρασης, όπως το moshing και το crowd-surfing σε ένα grunge ή metal show, ή την ενέργεια που υπάρχει στο σύγχρονο hip hop όπου οι άνθρωποι μιλούν για “raging” ή για πάρτι που αποκαλούνται “rager”. Σε όλα τα παραπάνω εκλύεται εξιλεωτικά μία συλλογική ενέργεια. Και υπάρχει κάτι το απελευθερωτικό στο να υπόκεινται όλοι στις ίδιες ηχητικές και σωματικές αισθήσεις, όπως οι μαζικές αντιδράσεις στα μουσικά συνθήματα  (τα χέρια  ψηλά όταν ακούγεται το bass drop κτλ). Αυτή η αίσθηση ενότητας εντείνεται από το MDMA και άλλα ναρκωτικά φυσικά. Σε αυτό το σημείο όμως ανακάλυψα κάτι ενδιαφέρον: ερευνώντας το grunge, συνειδητοποίησα ότι πολλοί άνθρωποι στο Σιάτλ τη δεκαετία του 1980 έκαναν έκσταση και το παρεμφερές ναρκωτικό MDA. Ένιωθαν αυτό το «ωκεάνιο» συναίσθημα ακούγοντας μία εντελώς διαφορετική μουσική από αυτή των raves, αλλά πιθανώς αρκετά παρόμοια στην επίδραση της- τα σώματα γίνονταν ένα μέσα στο χαοτικό πλήθος.  Συναυλιακές συνήθειες όπως το moshing, το stage diving και το crowd-surfing φέρουν κυριολεκτικά την έννοια του ωκεάνιου συναισθήματος. 

Κάτι ακόμη: υπάρχει έντονη η ανάγκη της αληθινής διάδρασης των ανθρώπων σε φυσικά σημεία για μία βιωματική επαφή με τη ζωή. Ο γιος μου πηγαίνει σε micro-raves στο δάσος ή κάτω από γέφυρες σε υποβαθμισμένες περιοχές του Μπρούκλιν. Είναι μια περιπέτεια. Τα πράγματα μπορεί να πάνε στραβά - η αστυνομία μπορεί να διαλύσει το πάρτι. Είχε τραυματιστεί όταν περπατούσε σε κάτι χωράφια μέσα στο σκοτάδι μετά από ένα rave που γινόταν μέσα σε ένα δάσος. Αλλά όλες αυτές είναι συναρπαστικές στιγμές γι’ αυτόν και όσους τις ζουν. Βίωσε μία μοναδική, αυθεντική εμπειρία με την παρέα του που δεν θα την ξεχάσει. Όλο αυτό απαιτούσε επίσης προσπάθεια και αυτό είναι μέρος της ομορφιάς: δεν πήγαν απλώς σε ένα ακριβό κλαμπ όπου όλες οι εμπειρίες είναι προκατασκευασμένες. Αυτά τα ρέιβ πάρτι συμβαίνουν στα όρια του νόμου. Αλλά ακόμη και να πάει κανείς σε κάποιο νόμιμο club στη βιομηχανική ζώνη της πόλης που το ξέρουν όμοροι σου άνθρωποι -και αυτό μπορεί να αποδειχθεί μία περιπέτεια. Μένεις ξύπνιος όλο το βράδυ και ζεις εμπειρίες όταν οι «κανονικοί» άνθρωποι στην πόλη κοιμούνται. Είναι ένας συναρπαστικός τρόπος ζωής. Νιώθεις μέρος κάτι μεγαλύτερου.

Μετά την ανάρτηση της Taylor Swift στο Instagram για να δείξει την στήριξή της στην Kamala Harris, σκέφτηκα ότι πολλοί underground καλλιτέχνες έχουν προσπαθήσει να φυτέψουν πολιτικές ιδέες στο μυαλό των ανθρώπων, αλλά μια ανάρτηση από μια μεγάλη ποπ σταρ μπορεί να έχει πιο καθοριστικό αντίκτυπο στην πολιτική πραγματικότητα. Πως το σχολιάζετε αυτό;

Έχει ενδιαφέρον πως για τις διασημότητες που υποστηρίζουν πολιτικούς ισχύει πως το περιεχόμενο της μουσικής τους δεν παίζει κανέναν ρόλο σε σχέση με το επίπεδο λατρείας τους. Διάβαζα τις προάλλες ένα βιβλίο για το punk στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μία εποχή που οι συγγραφείς αγωνίζονταν για πολιτική δέσμευση των καλλιτεχνών να γράφουν τραγούδια με κοινωνικοπολιτικό έρεισμα. Τα τραγούδια της Tom Robinson Band λχ αφορούσαν πάντα σε κοινωνικά θέματα, ενώ στον αντίποδα μεγάλοι καλλιτέχνες, που είχαν συγκεντρώσει χρήματα για καλούς σκοπούς πχ για να αποτρέψουν τη σφαγή των φαλαινών, δεν είχαν καμία πολιτική αναφορά στη μουσική τους. Είχαν όμως επιρροή ως διασημότητες που λατρεύονταν από το κοινό. Βέβαια υπάρχουν και περιπτώσεις σαν τον Bruce Springsteen που συγκεντρώνει και τα δύο χαρακτηριστικά: με τη μουσική του έχει θίξει πολλά ταξικά ζητήματα, ενώ παράλληλα έχει υποστηρίξει τις απεργιακές κινητοποιήσεις στις Η.Π.Α. 

Μερικές φορές λειτουργεί, αλλά κάποιες άλλες μπορεί να αποδειχθεί πιο αποτελεσματικό να έχεις στο πλευρό σου κάποια που γράφει μόνο ερωτικά τραγούδια. Ο Donald Trump είχε τον Ted Nugent και τον Kid Rock να τον υποστηρίζουν, μαζί με πολλούς συντηρητικούς country τραγουδιστές. Σε εκείνες τις εκλογές η Lady Gaga μαζί άλλες μεγάλες διασημότητες υποστήριξαν τη Hillary Clinton χωρίς κανένα αποτέλεσμα καθώς ο Trump κέρδισε εύκολα. Υπάρχει ακόμη ένα παράδειγμα στη δεκαετία του 1970, όταν ο φιλελεύθερος πολιτικός George McGovern υποστηρίχθηκε από όλους τους μεγάλους ροκ σταρ της εποχής (Neil Young, Jackson Browne, James Taylor) που τραγουδούσαν για κοινωνικά ζητήματα, αλλά τελικά έχασε με μεγάλη διαφορά από τον Nixon. Μερικές φορές μπορεί αυτή η στήριξη να φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα, γιατί ο κόσμος αντιμετωπίζει με καχυποψία τις διασημότητες που μιλούν με κοινωνική ευαισθησία ενώ οι ζωές τους είναι μέσα στη χλιδή και την άνεση. Νομίζω ότι σε αυτήν την περίπτωση η δημοσίευση της Taylor Swift, που είναι τόσο δημοφιλής και αγαπητή στους νέους, θα μπορούσε πραγματικά να τους επηρεάσει για να εγγραφούν και ψηφίσουν.

Ζούμε σε μια εποχή όπου μερικές φορές η δημιουργία περιεχομένου είναι πιο σημαντική από τη δημιουργία μουσικής για τους καλλιτέχνες. Ποια είναι η γνώμη σας γι’ αυτό;

Νομίζω οτι πάντα υπήρχε αυτή η πλευρά της δημιουργίας περιεχομένου στη μουσική βιομηχανία, η οποία συνδιαμορφώνει το δημόσιο προφίλ των μουσικών αστέρων. Ο Morrissey για παράδειγμα  ήταν πολύ καλός στις συνεντεύξεις. Πάντα έλεγε προκλητικά ή προσβλητικά πράγματα που συνέβαλαν στην κατασκευή ενός brand. Ο David Bowie ήταν επίσης ένας φανταστικός συνεντευξιαζόμενος που πάντα έκανε πολύ ενδιαφέροντα ή βαθυστόχαστα σχόλια - η δημόσια του εικόνα αποδείχθηκε πολύ σημαντική για το φαινόμενο Bowie. Tο να είσαι δημόσιο πρόσωπο στη μουσική βιομηχανία είναι μέρος της δουλειάς. Πλέον υπάρχουν περισσότερα κανάλια επικοινωνίας και η ροή της πληροφορίας είναι ασταμάτητη, όμως τα πράγματα δεν είναι τόσο διαφορετικά από το παρελθόν. Όλα έχουν να κάνουν με το να παίζεις καλά και να μένεις μέσα στο παιχνίδι της μουσικής βιομηχανίας. Απλώς η αίσθηση είναι πιο διάχυτη λόγω της υπερπληθώρας τρόπων επικοινωνίας.

Τα μουσικά media περνούν κρίση στις μέρες μας. Πόσο σημαντικός είναι πλέον ο ρόλος του μουσικού δημοσιογράφου;

Πιστεύω και ελπίζω ότι ο ρόλος των μουσικοκριτικών εξακολουθεί να είναι σημαντικός στις μέρες μας. Μπορούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει στο μουσικό παρόν, να επισκεφθούν το παρελθόν με φρέσκια ματιά και να συμβάλλουν στην ευρύτερη πολιτισμική συζήτηση. Όμως η πιο σημαντική τους δουλειά είναι να εντοπίζουν μοτίβα στη μουσική κουλτούρα, να αφουγκράζονται τις pop και τις εναλλακτικές τάσεις και να ανιχνεύουν πρώτοι αναδυόμενες σκηνές και ρεύματα που σχηματίζονται. Ο γιος μου είναι δημοσιογράφος και γράφει για υποείδη που εμφανίζονται στο Tik Tok και μπορεί να εξαφανιστούν μετά από λίγους μήνες αλλά τη στιγμή που συμβαίνουν μοιάζουν πολύ σημαντικά για τη ψηφιακή γενιά. Παρόλο που οι άνθρωποι μπορούν να ακούν πλέον οτιδήποτε με όποιον τρόπο θέλουν, υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα εκεί έξω που πάντα θα χρειάζονται κάποιον να τους καθοδηγήσει για να βρουν τι πραγματικά αξίζει. 

Διδάσκω στο μουσικό σχολείο Cal Arts και κάποια στιγμή ενοχλήθηκα από το πόσοι λίγοι μαθητές μου διαβάζουν ακόμη μουσικοκριτικά κείμενα: βρίσκουν ωραία πράγματα με άλλους τρόπους, από τους κοινωνικούς κύκλους ή  μέσω memes, αλλά δεν ενδιαφέρονται τόσο για την κριτική ανάλυση της μουσικής. Ωστόσο πιστεύω πως ακόμη υπάρχει επιθυμία ανάγνωση ωραίων μουσικών κειμένων: αυτό φανερώνει η έκδοση και η εμπορική επιτυχία μουσικών βιβλίων στις μέρες μας. Ελπίζω οι λέξεις για τη μουσική να παραμένουν απολαυστικές.  

Όπως είπατε, είστε πατέρας και διδάσκετε επίσης στο μουσικό σχολείο CalArts στο LA. Είναι η μουσική τόσο σημαντική στη διαμόρφωση της ταυτότητας των νέων όσο ήταν κάποτε;

Πιστεύω πως είναι. Διδάσκω σε ένα μουσικό σχολείο, οπότε οι άνθρωποι σε αυτό είναι μουσικοί, ενώ έχω επίσης φοιτητές και από άλλα τμήματα όπως πχ το animation, οι οποίοι ενδιαφέρονται για το μάθημα μου και έχουν επενδύσει στη μουσική τους επιμόρφωση. Φαίνεται όλοι τους να είναι πραγματικά παθιασμένοι με τη μουσική και ιδιαίτερα με το punk. H punk ιδεολογία μοιάζει να έχει ακόμη ισχύ όπως επίσης και η DIY φιλοσοφία που συνδέεται στενά με το punk. Πολλοί από αυτούς τους μαθητές έχουν συμμετάσχει στις DIY κοινότητες των πόλεων που μεγάλωσαν, δημιουργώντας τους δικούς τους χώρους δράσης κάτω από γέφυρες ή μέσα σε αποθήκες. Νομίζω ότι η μουσική εξακολουθεί να είναι πολύ σημαντική στους νέους, αλλά υποθέτω ότι η διαφορά βρίσκεται στο πόσα διαφορετικά είδη μουσικής γνωρίζουν και είναι πρόθυμοι να εξερευνήσουν. Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα εκεί έξω, αλλά στο τέλος διατηρούν έναν εκλεκτισμό για να μην αποσπάται η προσοχή τους από τον όγκο της πληροφορίας.

Επιστρέφοντας στο βιβλίο, πιάσατε τον εαυτό σας να νιώθει νοσταλγία για την αίσθηση που είχε για το μέλλον σε σύγκριση με τώρα;

Ναι, πολύ έντονη. Αυτό σχετίζεται με αυτό που σχολίασα νωρίτερα για τον τρόπο που σκέφτομαι την έννοια του χρόνου, το ρετρό μέλλον ή τη νοσταλγία για το μέλλον που ανέφερες. Κοίταξα πίσω στις εποχές που έστρεφα το βλέμμα μόνο μπροστά. Στα κεφάλαια του βιβλίου με περισσότερο ιστορικό χαρακτήρα, όπως αυτό για το “I Feel Love” και τον Giorgio Moroder, ήθελα να γράψω τόσο για τι σήμαινε το κομμάτι εκείνη την εποχή και την επιρροή που είχε, αλλά ήθελα επίσης να μεταφέρω το συναίσθημα που ένιωσα όταν το άκουσα για πρώτη φορά. Συνέβη όταν ήμουν 14 ετών και ήταν εντελώς διαφορετικό από τα υπόλοιπα τραγούδια στα charts. Στην Αγγλία ήταν Νο1 για περίπου 4 εβδομάδες. Δεν έμοιαζε με τίποτα άλλο που είχα ακούσει μέχρι τότε. Πολλές φορές σε αυτά τα κείμενα, μέσα στην προσπάθεια να μην ξεχαστεί κάποια σημαντική ιστορική λεπτομέρεια, μπορεί να χαθεί η μεταφορά της αίσθησης γι’ αυτό που αποκαλούμε  «σοκ του καινούριου» (“shock of the new”, όρος που επινοήθηκε από τον συγγραφέα Robert Hughes). Είναι πολύ σημαντικό να μένει ανέπαφο και να μεταφέρεται αυτούσιο αυτό το στοιχείο.

Ποια ήταν η τελευταία φορά που νιώσατε αυτό το συναίσθημα ακούγοντας μουσική;

Νομίζω ότι το ένιωσα με το Auto-Τune και την trap - τους Migos, τον Playboi Carti, τον Future και τον Travis Scott. Ακουγόταν κάτι το εντελώς αλλόκοτο, αλλά όχι με δυσάρεστο τρόπο. Ήταν πανέμορφο και ονειρικό. Η τεχνολογία, οι φωνές, η ένταση των ερμηνειών. Άλλο ένα παράδειγμα είναι ο Young Thug: αυτό που κάνει με τη φωνή του μου φαίνεται απίστευτο. Έχω ακούσει και κάποια άλλα πράγματα στο πεδίο της χορευτικής μουσικής, όπως το είδος Amapiano από τη Νότια Αφρική. Δεν είναι ακριβώς σοκαριστικά καινούριο - πρόκειται ουσιαστικά για μία νέα μετάλλαξη της house -αλλά αυτό που κάνουν με το ρυθμό και τα μπάσα είναι πολύ μοναδικό και διαφορετικό απ’ ότι είχα ακούσει μέχρι τότε. 

Κάτι που συνειδητοποίησα αφού έγραψα το “Retromania”, είναι ότι ήμουν τόσο προσκολλημένος στον ήχο, που είχα ξεχάσει να δίνω τη πρέπουσα σημασία στις λέξεις, τα φωνητικά και την προσωπικότητα. Επομένως, το «σοκ του καινούριου» από αυτή την άποψη προήλθε από την αγαπημένη μου μπάντα τα τελευταία χρόνια, τους Dry Cleaning. Η μουσική τους δεν είναι τόσο νέα - είναι ουσιαστικά κλασική post-punk - αλλά το σοκ ήρθε από τις λέξεις, τα φωνητικά και το συναίσθημά της Florence Shaw . Ήταν παράξενο γιατί, ενώ είναι αρκετά νεότερη από εμένα, μιλούσε κατά κάποιον τρόπο εκ μέρους μου. Τους άκουσα εν μέσω πανδημίας, ήμουν ξενερωμένος με όλα και εκείνη μιλούσε έμμεσα για το πόσο πολιτικά κατεστραμμένη είναι η Μεγάλη Βρετανία, γι’ αυτό το αίσθημα στασιμότητας και παράλυσης που ένιωθα. Για μένα αυτό ήταν το σοκ ενός νέου τρόπου να μιλάει κανείς για την εποχή μας χρησιμοποιώντας μια νέα γλώσσα: ενά σοκ διαφορετικό από αυτό των Kraftwerk, του “I Feel Love” και του Auto-Tune, ένα σοκ περιεχομένου ίσως.

Όπως αναφέρετε στον επίλογο του βιβλίου, το “Futuromania” μοιάζει με τον τέταρτο τόμο μίας τετραλογίας βιβλίων (“Energy Flash”, “Rip It Up and Start Again”, “Retromania”). Τι μας επιφυλάσσετε για το μέλλον;

Πράγματι, αυτά τα βιβλία έχουν κάποια συνάφεια μεταξύ τους μιας και μοιράζονται παρόμοια θέματα όπως το μέλλον, τη καινοτομία και τη νεωτερικότητα. Το βιβλίο που γράφω τώρα αφορά στα τέλη της δεκαετίας του 1980 / αρχές της δεκαετίας του 1990 και έχει να κάνει με τη γέννηση του indie κατά κάποιο τρόπο και με συγκροτήματα όπως οι Smiths και οι R.E.M.. Ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου εστιάζει επίσης στη shoegaze, τους MBV κα τους Slowdive. Μαζί με τους Sonic Youth και τους Dinosaur Jr, είναι συγκροτήματα για τα οποία έγραφα αρκετά όταν ξεκίνησα την καριέρα μου ως μουσικός δημοσιογράφος. Μιλάω λοιπόν για την τελευταία εποχή πριν το διαδίκτυο αλλάξει ριζικά τα πράγματα. Οι περισσότεροι άνθρωποι τότε εξακολουθούσαν να αγοράζουν βινύλιο, να διαβάζουν φανζίν και να μαθαίνουν νέες κυκλοφορίες από εφημερίδες και περιοδικά, οπότε έπρεπε να περιμένουν κάποιο καιρό για νέα τεύχη. Ήταν μία εντελώς διαφορετική πολιτιστική οικονομία. Το ραδιόφωνο ήταν επίσης πολύ πιο σημαντικό σε σχέση με τώρα.Είναι ουσιαστικά η επόμενη εποχή από το “Rip It Up and Start Again” και είναι περισσότερο ένα βιβλίο αφήγησης γιατί ασχολήθηκα με αυτή την εποχή ως δημοσιογράφος, έγραψα για τα συγκροτήματα και πήγα σε πολλές από τις συναυλίες τους. Στην εποχή του “Rip It Up and Start Again” διάβαζα για τις μπάντες στις εφημερίδες, ενώ στο νέο βιβλίο ήμουν εγώ αυτός που έγραφε τις εφημερίδες. 

Υπάρχει σίγουρα ένα στοιχείο νοσταλγίας σε αυτή την προσπάθεια, αλλά προσπαθώ να το μεταφέρω με τέτοιο τρόπο ώστε να το αγκαλιάσουν τόσο οι άνθρωποι που το έζησαν όσο και οι νέοι που αγαπούν τη shoegaze μουσική. Οι Slowdive κυκλοφόρησαν ένα δίσκο πέρυσι που ήταν πολύ επιτυχημένος σε επίπεδο streaming και φαίνεται πως πλέον είναι πιο δημοφιλείς από τις πρώτες μέρες τους. Για κάποιο λόγο ο ήχος τους μιλάει στους νέους σήμερα, ενώ παράλληλα υπάρχουν πολλές shoegaze μπάντες με φανατικό κοινό. Κατά έναν περίεργο τρόπο το shoegaze μοιάζει να είναι σήμερεα μεγαλύτερο από ποτέ. Σίγουρα είχε θαυμαστές και ήταν αγαπητό στους κριτικούς εκείνων των ημερών, αλλά δεν είχε το μαζικό κοινό που έχει αυτή τη στιγμή.

Τελευταία ερώτηση: είστε αισιόδοξος για το μέλλον;

Δεν είμαι βέβαιος. Μπορώ να πω πάντως οτι είναι η πρώτη φορά που σκέφτομαι με αισιοδοξία τις επικείμενες εκλογές. Την ίδια στιγμή υπάρχουν πολλές σκοτεινές δυνάμεις στον κόσμο. Και έπειτα υπάρχει πάντα η μουσική. Για να είμαι ειλικρινής έχω σταματήσει να έχω πολλές προσδοκίες από αυτήν. Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα από το παρελθόν που δεν έχω ανακαλύψει και στα οποία θα μπορούσα να αφιερώσω όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Αν ακούσω κάτι καινούριο που θα με ενθουσιάσει θα το αποδεχθώ ως ένα ωραίο δωράκι, όπως πχ συνέβη με τους English Teacher τελευταία. Ξέρεις, νιώθω πλήρη το μυαλό και την καρδιά μου. Κάποτε ήμουν σαν το γιο μου, έφτιαχνα αμέτρητες λίστες με εκατοντάδες δίσκους που ξεχώριζα κάθε χρονιά και τις οποίες συγκέντρωνα αργότερα στο website που είχα πριν το blog. Πλέον θυμάμαι τα ονόματα από αυτές τις λίστες, αλλά μου έχει μείνει η μουσική μόνο των πιο σημαντικών. Είναι φοβερό να είσαι νέος και να ενθουσιάζεσαι με τα πάντα, αλλά ξέρω εκ πείρας πλέον οτι ελάχιστα καινούργια πράγματα θα με ενθουσιάσουν. Οπότε, ναι, πολλά πράγματα πάνε στραβά, όπως το περιβάλλον, αλλά η μουσική τα πηγαίνει μια χαρά. Υπάρχουν ακόμη πολλοί έξυπνοι άνθρωποι εκεί έξω που είναι ικανοί να μας εκπλήξουν με την ομορφιά και την πρωτοτυπία της μουσικής τους.

Το “Futuromania” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις White Rabbit

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured