Sugar For The Pill
Φωτ.: Georg Fischer

Dream pop και shoegaze για όσους εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η μουσική μπορεί να λειτουργήσει ως καταφύγιο, αλλά και ως αφετηρία για νέες περιπλανήσεις - έτσι θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει την καλλιτεχνική ταυτότητα των Sugar For The Pill, μιας μπάντας που εμφανίστηκε στην αθηναϊκή σκηνή την άνοιξη του 2020, όταν ο κόσμος συρρικνωνόταν βίαια γύρω μας. Από τα πρώτα τους βήματα έγινε σαφές ότι δεν επρόκειτο για ένα ακόμη σχήμα που αναπαρήγαγε μηχανικά τις αισθητικές συμβάσεις του shoegaze, αλλά για μια ομάδα μουσικών που, ενώ συνομιλούσε με τις επιρροές της από τους Slowdive, τους Ride, τους Chameleons, τους Interpol και τους Lush, επιδίωκε να συγκροτήσει έναν ήχο ο οποίος, αντί να μιμείται την παράδοση, θα την ενσωμάτωνε δημιουργικά.

Το ντεμπούτο άλμπουμ τους, Wanderlust, που κυκλοφόρησε το 2022, λειτούργησε ως μια πρώτη χαρτογράφηση αυτού του κόσμου, καθώς τα τραγούδια κινούνταν ανάμεσα στον μελωδικό post-punk ρυθμό και στις αιθέριες κιθαριστικές υφές, ενώ τα φωνητικά πρόσθεταν μια διάσταση ονειρικής εσωστρέφειας η οποία υπογράμμιζε το προσωπικό στοιχείο. Με το επόμενο άλμπουμ τους, το LUV, το οποίο κυκλοφόρησε στις 23 Μαΐου 2025 οι Sugar For The Pill διευρύνουν την αναζήτηση αυτή, με την αισθητική τους να αποκτά συνοχή και βάθος. Την παραγωγή συνυπογράφουν τα μέλη της μπάντας μαζί με τον Jordan Lawlor, άλλοτε των M83, ενώ η ηχογράφηση από τον Alex Bolpasis και το mastering από τον Daniel Good, συμβάλλουν ώστε ο ήχος συνολικά να αποκτήσει διαύγεια και βάθος.

Η ζωντανή παρουσία των Sugar For The Pill, η οποία έχει ήδη καταγραφεί μέσα από εμφανίσεις σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές σκηνές, αναμένεται να κορυφωθεί το Σάββατο 29 Νοεμβρίου του 2025 με την παρουσίαση του LUV στο Death Disco, μια συναυλία που προδιαγράφεται ως μια βραδιά στην οποία η μπάντα θα επιχειρήσει να μεταφέρει στο κοινό την ονειρική, συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα του άλμπουμ. Με αφορμή την εμφάνισή τους αυτή, συνομιλήσαμε για το άλμπουμ, τις περιοδείες, και τα shoegaze όνειρα.

Φωτ.: Νίκη Τοπουσλίδου

- Το νέο σας άλμπουμ έχει τίτλο LUV. Πρόκειται για αρκτικόλεξο, αισθητική επιλογή ή υπάρχει κάποια κρυμμένη ιστορία πίσω από αυτό;

Το LUV ίσως και να είναι αρκτικόλεξο… ίσως και όχι. Για εμάς κουβαλάει κάτι που σημαίνει πολλά, αλλά δεν θέλουμε να το αποκαλύψουμε. Θέλουμε ο καθένας να μπορεί να το υιοθετήσει, να του δώσει το δικό του νόημα, να το κάνει προσωπικό, όπως συμβαίνει με κάθε μορφή αγάπης. Κατά τα άλλα, το LUV είναι για εμάς μια καθαρά αισθητική επιλογή. Μας αρέσει η απλότητά του σαν λέξη, το πώς μοιάζει οικείο αλλά και λίγο διαφορετικό, το πώς χωράει μέσα του την ιδέα ότι η αγάπη είναι παντού, στα απλά, στα καθημερινά, στις μικρές λεπτομέρειες που συχνά προσπερνάμε.

- Στη νέα αυτή δουλειά σας εμβαθύνετε στο shoegaze και την dreampop, διατηρώντας όμως τα χαρακτηριστικά του ήχου σας. Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε προς αυτό το δημιουργικό μονοπάτι;

Σκοπός του να γράφεις μουσική είναι να μην μένεις ποτέ στάσιμος. Γράφουμε ό,τι βγαίνει αληθινά από μέσα μας, χωρίς κάποιο προσχεδιασμένο πλάνο για το πού θα πάει ο ήχος ή η αισθητική μας. Ακολουθούμε το ένστικτό μας κι αυτό μας οδηγεί κάθε φορά στο επόμενο βήμα. Μετά την περιοδεία μας στο εξωτερικό, νιώσαμε μια έντονη ανάγκη να κινηθούμε προς αυτά τα ηχοτοπία. Οπότε για εμάς δεν ήταν επιλογή «στρατηγική», αλλά περισσότερο μια εσωτερική ώθηση. Στην πραγματικότητα, για εμάς αυτός ο ήχος είναι μια φυσική συνέχεια του Wanderlust, σαν το επόμενο κεφάλαιο του ίδιου ταξιδιού. Σε αυτό το ταξίδι είχαμε μαζί μας δύο ανθρώπους που στήριξαν απόλυτα το όραμά μας, τον φίλο και «αιώνιο» συνεργάτη μας Alex Bolbasis, και τον Jordan Lawlor των M83, ο οποίος είναι απολύτως εξοικειωμένος με αυτό τον ήχο. Η συμβολή τους ήταν κάτι παραπάνω από πολύτιμη.

- Οι στίχοι του LUV μοιάζουν σαν να ανήκουν σε έναν ενιαίο κόσμο, ένα ταξίδι μέσα στην απώλεια, τη νοσταλγία και την ανάγκη να ξαναβρείς τον εαυτό σου. Υπήρξε μια κεντρική ιστορία ή συναίσθημα που τους συνέδεσε;

Οι στίχοι του LUV δεν προήλθαν από μία και μόνο ιστορία, αλλά από πολλές μικρές προσωπικές διαδρομές. Ο καθένας μας κουβαλάει άπειρα κεφάλαια που έκλεισαν, όπως  σχέσεις, φιλίες, όνειρα, στιγμές που άλλαξαν πορεία και μαζί τους εκείνη τη δύσκολη αλλά αναγκαία διαδικασία του να βρίσκεις ξανά τη δύναμη να συνεχίσεις. Για εμάς, το LUV είναι μια ωδή στο να ζεις κάθε στιγμή με ένταση και επίγνωση. Σαν μια υπενθύμιση να “χορεύεις” ακόμη και όταν δεν ξέρεις τι σε περιμένει, σαν να πιστεύεις πως δεν θα ξαναπληγωθείς, δεν θα ξαναπέσεις, δεν θα χρειαστεί να ψάξεις τη δύναμη για να ξανασηκωθείς, ακόμη κι αν ξέρεις ότι η ζωή δεν λειτουργεί έτσι. Η μνήμη είναι πάντα εκεί για να σου θυμίζει όσα έζησες, καλά ή δύσκολα. Και εμείς δεν θέλαμε οι στίχοι να μιλούν για regrets. Ό,τι έζησες σε έφερε εδώ. Eίναι κομμάτι σου, και κάπως έτσι το LUV ενώνει την απώλεια, τη νοσταλγία, τη διαδρομή πίσω στον εαυτό , αλλά και την ανάγκη να ξαναπιάσεις τη ζωή από το φως της.

- Το ομώνυμο κομμάτι μιλάει για τη διάχυση του εαυτού μέσα στα πράγματα που αγαπάμε – «I leave pieces of myself in everything I used to love». Μένω σε αυτό τον στίχο γιατί βρίσκω μέσα του μια μελαγχολία. Για εσάς, υπάρχει κάτι απελευθερωτικό σε αυτή τη φράση ή είναι περισσότερο μια εξομολόγηση απώλειας;

Όταν αγαπάς κάτι πραγματικά, είναι αδύνατο να μη χαθείς λίγο μέσα του. Να μη δώσεις κομμάτια σου, να μη χαρίσεις πλευρές που ίσως δεν δίνεις αλλού. Αυτός ο στίχος, κουβαλάει σίγουρα μια μελαγχολία, γιατί όπως είπαμε και πριν, στη ζωή αναπόφευκτα κάποιοι κύκλοι κλείνουν. Και όταν κάτι τελειώνει, συνειδητοποιείς ότι άφησες εκεί μέσα κάτι από εσένα που δεν μπορείς να πάρεις πίσω. Τα κομμάτια σου όμως αυτά, δεν χάθηκαν, υπάρχει μια ομορφιά στο ότι ζουν για πάντα σ’ αυτά που αγάπησες κάποτε. Για εμάς κάθε τραγούδι που γράφουμε λειτουργεί σαν μια μικρή κάθαρση, σαν ένας τρόπος να “ξορκίζουμε” τους προσωπικούς μας δαίμονες και να μετατρέπουμε την απώλεια σε κάτι δημιουργικό, οπότε ναι είναι μια φράση που κρύβει κάτι το απελευθερωτικό.

Φωτ.: Νίκη Τοπουσλίδου

- Συνολικά, ο ήχος σας είναι πολύ συνεκτικός, αλλά χωρίς να μοιάζει με “αναβίωση”. Πώς καταφέρνετε να δημιουργείτε κάτι που παραπέμπει στα 90s χωρίς να ακούγεται νοσταλγικό ή αναχρονιστικό;

Όπως έχουμε πει και πιο πριν, ποτέ δεν είχαμε κάποιο σχέδιο όταν ξεκινήσαμε να γράφουμε μουσική. Η αρχή μας έγινε μέσα στη δυστοπική περίοδο της πανδημίας, πέντε φίλοι που απλώς είχαν ανάγκη να εκφραστούν και να δημιουργήσουν. Γράψαμε ό,τι βγήκε από μέσα μας αβίαστα, χωρίς κανέναν στόχο για το πώς «πρέπει» να ακούγεται . Εννοείται πως όλοι κουβαλάμε μέσα μας τα ακούσματα που μας διαμόρφωσαν, οι άνθρωποι, οι μουσικοί, οι δίσκοι που μας άγγιξαν. Αυτά δεν μπορείς να τα αποσπάσεις από την ταυτότητά σου, εμφυτεύονται μέσα σου και, όταν δημιουργείς, βγαίνουν φυσικά στην επιφάνεια. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ο ήχος μας παραπέμπει σε εποχές που αγαπήσαμε, αλλά χωρίς να γίνεται νοσταλγικός ή αναχρονιστικός. Ίσως μέσα από όλο αυτό το οργανικό, αυθόρμητο φιλτράρισμα, νιώθουμε πως καταφέραμε κάτι που για εμάς ήταν ένα μικρό στοίχημα: να έχουμε, κατά κάποιον τρόπο, έναν δικό μας ήχο. Προσπαθήσαμε απλώς να είμαστε ειλικρινείς. Και αυτό, τελικά, γράφει καλύτερα από οτιδήποτε άλλο.

- Πολλές φορές σκέφτομαι πως η νοσταλγία είναι ένα καταφύγιο στην εποχή που ζούμε. Ανατρέχουμε σε χρονικά σημεία ή περιόδους που ενδεχομένως έχουμε πλέον εξιδανικεύσει για να νιώσουμε ασφαλείς. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ποια είναι η δική σας σχέση με τη νοσταλγία;

Η νοσταλγία είναι κάτι που όλοι κουβαλάμε. Σεβόμαστε το παρελθόν μας και τα μαθήματα που μας δίδαξε, είναι κομμάτι αυτού που είμαστε. Αλλά την ίδια στιγμή πιστεύουμε πως δεν μπορείς να μένεις εκεί για πάντα. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο να τιμάς τις ρίζες σου και στο να εγκλωβίζεσαι σε ένα εξιδανικευμένο «τότε». Κάποιες φορές μοιάζει με στρουθοκαμηλισμό να κοιτάς πίσω συνεχώς, ενώ δίπλα σου μπορεί να συμβαίνουν μικρά θαύματα που απλώς δεν τα βλέπεις επειδή δεν έχεις τα μάτια σου ανοιχτά στο τώρα. Η νοσταλγία εμπεριέχει περισσότερο για εμάς μια τρυφερότητα παρά προσκόλληση. Αγαπάμε και νοσταλγούμε τη μουσική που μας διαμόρφωσε, τους καλλιτέχνες που άφησαν το στίγμα τους πάνω μας, τις εποχές που μας έμαθαν ποιοι θέλουμε να γίνουμε. Αυτές οι αναφορές ζουν μέσα μας και, αναπόφευκτα, βγαίνουν και στη μουσική μας. Αλλά δεν ζούμε στο παρελθόν, δεν μπορούμε και δεν θέλουμε. Οπότε η νοσταλγία για εμάς δεν είναι καταφύγιο, είναι περισσότερο μια πυξίδα. Μας θυμίζει από πού ξεκινήσαμε, αλλά δεν καθορίζει προς τα πού θα πάμε.

- Έχετε καταφέρει κάτι που αποτελεί όνειρο για πολλούς έλληνες καλλιτέχνες – να βγείτε εκτός συνόρων, να περιοδεύσετε στο εξωτερικό και να συνεργαστείτε με διεθνείς δισκογραφικές. Πώς βιώνετε αυτή τη διαδρομή; Ποια είναι η πιο έντονη εμπειρία σας από αυτές τις εμφανίσεις;

Και για εμάς, η ευκαιρία να βγούμε εκτός συνόρων ήταν ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε μέσα από πολλή δουλειά και επιμονή. Έχουμε την τύχη η μουσική μας να ταξιδεύει σε χώρες της Ευρώπης αλλά και στην Αμερική, και είναι πραγματικά συγκινητικό να βλέπεις ανθρώπους για παράδειγμα στη Νέα Υόρκη ή σε άλλες πόλεις να τραγουδούν μαζί σου, να γνωρίζουν τα τραγούδια σου και να τα αγκαλιάζουν. Μια από τις πιο έντονες και αξέχαστες εμπειρίες μας ήταν όταν,  στην Αμερική, εκτός του ότι παίξαμε σε γνωστές σκηνές στο Lower East Side της Νεας Υόρκης  στις οποίες έχουν ξεκινήσει μπάντες όπως οι Interpol, The Strokes κλπ. , είδαμε γνωστούς καλλιτέχνες να παρακολουθούν την εμφάνισή μας και μετά να έρχονται για να μας συγχαρούν. Η αίσθηση ότι οι ήρωες σου γίνονται ακροατές σου και μοιράζεσαι μαζί τους την ίδια σκηνή είναι κάτι που δεν περιγράφεται με λόγια. Ακόμα πιο ξεχωριστή στιγμή ήταν η συνάντηση με τους Ride που μας αγκάλιασαν με θέρμη, μας έδωσαν συμβουλές , συζητήσαμε αρκετή ώρα. Αυτές οι στιγμές δεν είναι μόνο τιμητικές, σου θυμίζουν γιατί ξεκίνησες να γράφεις μουσική, πόση δύναμη έχει η δημιουργία και πόσο μαγικό είναι να βλέπεις τη μουσική σου να ζει και να αγγίζει ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Δεν μπορούμε να παραλείψουμε την υποστήριξη των δύο εταιρειών μας της Αμερικανικής  Shelflife Records και της ελληνικής Make Me Happy Records,  είναι πάρα πολύ σημαντική και τους ευχαριστούμε που πίστεψαν από την αρχή σε εμάς.

- Η συνεργασία σας με τον Jordan Lawlor (πρώην μέλος των M83) προσθέτει μια επιπλέον διεθνή διάσταση στο LUV. Πώς προέκυψε αυτή η γνωριμία και τι πιστεύετε ότι έφερε εκείνος στον ήχο σας;

Η γνωριμία μας με τον Jordan Lawlor προέκυψε μέσα από την ίδια τη μουσική. Όταν παίξαμε στην Αμερική, είχαμε την τύχη να συμμετάσχουμε στο The New Colossus Festival, ένα μεγάλο indieφεστιβάλ της Νέας Υόρκης. Όταν μας κάλεσαν να παίξουμε λέγαμε μεταξύ μας ότι κάποιος μας κάνει πλάκα και κοιτούσαμε να κάνουμε ταυτοποίηση, ήμασταν και η πρώτη Ελληνική μπάντα που καλούσαν, τουλάχιστον έτσι μας είπαν. Ακριβώς αυτές οι εμπειρίες είναι που ανοίγουν πολλές πόρτες, γιατί όταν η μουσική σου βρίσκει απήχηση, άνθρωποι της μουσικής βιομηχανίας σε παρακολουθούν ακόμη και χωρίς να το γνωρίζεις. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο μάνατζερ του Jordan μας  άκουσε και μετά από λίγο καιρό όταν επιστρέψαμε Ελλάδα μας έστειλε ένα email λέγοντας πως, μετά από δική του προτροπή, ο Jordan είχε ακούσει το Wanderlust και ενθουσιάστηκε. Ζήτησε να συνεργαστούμε, και πραγματικά η πρώτη μας επαφή ήταν κάτι παραπάνω από ευχάριστη. Ο Jordan είναι αεικίνητος και εξαιρετικά ταλαντούχος πολυοργανίστας, ήταν απλός, προσιτός και γεμάτος όρεξη να δουλέψουμε μαζί. Στη συνεργασία μας, κατάλαβε τον ήχο μας, αφιερώνοντας χρόνο να τον εξερευνήσει σε βάθος , προσθέτοντας τη δική του γνώση στην παραγωγή και τη μίξη. Η συνεισφορά του, εμπλούτισε  τον ήχο μας χωρίς να τον αλλοιώνει και, το ομολογούμε, μας χάρισε μια υπέροχη αίσθηση ότι έχουμε συνοδοιπόρο μας σε αυτό το άλμπουμ, έναν δημιουργό που θαυμάζουμε. Η εμπειρία αυτή μας έδειξε  πόσο μαγικό μπορεί να γίνει ένα μουσικό ταξίδι όταν οι δρόμοι ανοίγουν μέσα από τη μουσική, και πόσο σημαντικό είναι να συνεργάζεσαι με ανθρώπους που κατανοούν και σέβονται την ουσία του ήχου σου.

Φωτ.: Georg Fischer

- Συχνά λέγεται ότι στην Ελλάδα λείπουν τα “οικοσυστήματα” που στηρίζουν τα μουσικά είδη που εκπροσωπείτε. Εσείς έχετε καταφέρει να σταθείτε και να διακριθείτε. Τι θα συμβουλεύατε μια νέα μπάντα που ξεκινά τώρα;

Είναι αλήθεια πως το κοινό στην Ελλάδα είναι περιορισμένο, και ότι τα «οικοσυστήματα» που θα μπορούσαν να στηρίξουν αυτά τα είδη δεν είναι τόσο ανεπτυγμένα όσο σε άλλες χώρες. Παρ’ όλα αυτά, θεωρούμε πως υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι δημιουργοί στην Ελλάδα που αξίζει να βγουν έξω και να μοιραστούν τη μουσική τους με το ευρύτερο κοινό. Δεν χρειάζεται μεμψιμοιρία, το κοινό είναι αυτό που είναι και δεν χρωστάει κανείς σε κανέναν τίποτα. Από τη δική μας εμπειρία, η συμβουλή που θα δίναμε σε μια νέα μπάντα είναι απλή αλλά ουσιαστική: να δουλεύεις με αγάπη, αφοσίωση και συνέπεια. Τίποτα δεν χαρίζεται, αλλά θεωρούμε  πως η μουσική πάντα βρίσκει τον δρόμο της και ταξιδεύει μακριά. Κάθε προσπάθεια, τελικά ανταμείβεται. Η υπομονή και η επιμονή είναι το κλειδί , όσο κλισέ κι αν ακούγεται. Να συνεχίζεις να ονειρεύεσαι, να πειραματίζεσαι, να γράφεις και να μοιράζεσαι αυτό που αγαπάς. Κάποια στιγμή, η μουσική σου θα βρει τα αυτιά που την αναζητούν και θα κάνει το ταξίδι της, ακριβώς όπως κάναμε κι εμείς. Δεν έχει σημασία αν θα σε ακούσουν δεκάδες, εκατοντάδες η χιλιάδες άνθρωποι, σημασία έχει ότι θα σε ακούσουν και θα εμβαθύνουν στους στίχους σου και την μουσική σου αυτοί που τους γεννάς συναισθήματα. Και εμάς μας κάνει πραγματικά ευτυχισμένους το γεγονός ότι μας έχουν στείλει μηνύματα από διάφορες περιοχές του κόσμου για το πόσο πολύ τους έχει βοηθήσει σε δύσκολες καταστάσεις ένα τραγούδι μας πχ… Νιώθεις ότι στέκεσαι με τον τρόπο σου δίπλα και αυτό είναι ευτυχία.

- Η χρήση του ονόματος "Rigel", του φωτεινού μπλε άστρου, δίνει στο τέλος του δίσκου ένα σχεδόν κοσμικό φινάλε, αλλά και ένα αναστοχαστικό τόνο μέσω των στίχων. Θέλατε συνειδητά το άλμπουμ να τελειώνει με κάτι που ανοίγει τον ορίζοντα; Βλέπετε ήδη το (δισκογραφικό) μέλλον των Sugar for the Pill;

Θεωρούσαμε πως μουσικά ήταν πολύ όμορφο να ολοκληρωθεί ο δίσκος με το Rigel, ένα κομμάτι γεμάτο συναισθήματα για εμάς. Ο τίτλος αναφέρεται στον φωτεινότερο υπεργίγαντα αστέρα του αστερισμού του Ωρίωνα, ορατό με γυμνό μάτι τον χειμώνα στη χώρα μας. Το “Rigel”  μας υπενθυμίζει την φθαρτότητα και το πόσο μικροί είμαστε μέσα σε ένα σύμπαν που δεν σταματά να κινείται. Είναι μια στιγμή συνειδητοποίησης: τίποτα δεν διαρκεί για πάντα και όλοι είμαστε ένας κόκκος άμμου μέσα σε αυτή την αέναη κίνηση. Συνειδητά επιλέξαμε να κλείσουμε το LUV με αυτή την αίσθηση ορίζοντα και στοχασμού, γιατί κάθε τέλος είναι και μια νέα αρχή. Επιλέξαμε να κλείσει ο δίσκος με κάτι που αφήνει χώρο για φαντασία, περισυλλογή και αισιοδοξία για το μέλλον. Όσον αφορά τη συνέχεια, εμείς δεν σταματήσαμε ποτέ να γράφουμε μουσική. Έχουμε ήδη νέα κομμάτια έτοιμα και σχεδόν σύντομα θα ακούσετε και κάποιο νέο τραγούδι μας. Το LUV θα κάνει τον δικό του κύκλο, και θα ταξιδέψει εντός και εκτός Ελλάδας μαζί μας και εμείς συνεχίζουμε παράλληλα να είμαστε  ανοιχτοί στη δημιουργία, όπως πάντα.

- Μετά από εμφανίσεις σε Ευρώπη και ΗΠΑ, επιστρέφετε στην Αθήνα για την παρουσίαση του LUV στο Death Disco. Τι σημαίνει για εσάς να παρουσιάζετε αυτό το άλμπουμ ζωντανά στο ελληνικό κοινό; Υπάρχει κάτι που περιμένετε ή φοβάστε από αυτή τη βραδιά;

Όλα ξεκίνησαν από αυτόν τον χώρο… Λίγο μετά παίξαμε στο Release Festival δίπλα σε Nick Cave, Fontaines DC, Mogwai και στο Ejekt με τους Ride.Έπειτα ακλούθησαν πολύ σημαντικά live σε Ευρωπη και Αμερική. Σε αυτό το club, που μας έδωσε την πρώτη αγάπη και αναγνώριση, θέλαμε να κάνουμε και την παρουσίαση του LUV. Γι’ αυτό για εμάς αυτή η βραδιά είναι πολύ σημαντική, γεμάτη συναισθήματα και αναμνήσεις. Ανυπομονούμε όσο τίποτα να σας δούμε εκεί και να ακουστούν για πρώτη φορά ζωντανά όλα τα κομμάτια του δίσκου. Ευχαριστούμε θερμά τη Make Me Happy Records για την υποστήριξη και τους υπέροχους The Model Spy, με τους οποίους θα μοιραστούμε τη σκηνή αυτή τη μοναδική βραδιά. Σας περιμένουμε με ανυπομονησία για να ζήσουμε μαζί  και να ξεκινήσουμε το ταξίδι του LUV.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured