Κωστής Δρυγιανάκης
Γιάννης Παπαϊωάννου

   

Σαν να περπατάς σε μια πόλη που σιγοψιθυρίζει τις μυστικές της ιστορίες∙ κάθε ήχος, κάθε ηχητικό απόσπασμα της καθημερινότητας, μετατρέπεται σε υλικό για μια αόρατη σύνθεση. Ο Κωστής Δρυγιανάκης, πάντα πεισματικά εκτός κατηγοριών, επιστρέφει με το Unresolved Issues (Tanzprocesz, 2025)∙ έναν δίσκο που μοιάζει με άλυτο γρίφο, με ένα ημερολόγιο από φωνές και σιωπές που δεν ακολουθούν γραμμική πορεία αλλά ανοίγουν πολλαπλά μονοπάτια.

Η μουσική του δεν είναι ποτέ «καθαρή». Είναι μίξη, σύγκρουση, συνομιλία. Τυχαίο και δομημένο, αυστηρό και χαοτικό, καθημερινό και μυστηριακό. Σαν soundtrack μιας ταινίας που δεν γυρίστηκε ποτέ, αλλά υπάρχει στο μυαλό όσων την ακούνε.

Γεννημένος στον Βόλο το 1965, ο Κωστής Δρυγιανάκης σπούδασε Φυσική και Κοινωνική Ανθρωπολογία, μα στη μουσική πορεύτηκε ουσιαστικά μόνος, έξω από κάθε σχολή. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 έως σήμερα έχει υπάρξει κινητήριος δύναμη σχημάτων όπως η Οπτική Μουσική, έχει ιδρύσει τη δισκογραφική "Εδώ" και έχει συνεργαστεί με καλλιτέχνες τόσο διαφορετικούς όσο ο Νίκος Βελιώτης, ο Ross Daly και η Σαβίνα Γιαννάτου. Παράλληλα έχει γράψει μουσική για κινηματογράφο και θέατρο, έχει εκδώσει δίσκους εκκλησιαστικής και παραδοσιακής μουσικής, ενώ δεν σταματά να αναζητά ήχους πέρα από το αυτονόητο∙ άλλοτε μέσα από field recordings, άλλοτε μέσα από αυτοσχεδιασμούς που ισορροπούν στο όριο της σιωπής.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Δρυγιανάκης μιλά για ανοιχτούς λογαριασμούς, για τη σιωπή ως δημιουργικό υλικό, για το βάρος της αβεβαιότητας που τρυπώνει μέσα στην τέχνη. Και κυρίως, για εκείνο το άπιαστο στοιχείο που κάνει τη μουσική του να θυμίζει πάντα μια συνάντηση με το άγνωστο.


- Ο τίτλος Unresolved Issues παραπέμπει σε ανοιχτές πληγές, εκκρεμότητες, ίσως και σε ερωτήματα που δεν βρίσκουν απάντηση. Ποια ήταν η αρχική σπίθα για αυτόν τον τίτλο;

Ναι, εκκρεμότητες, «ανοιχτοί λογαριασμοί»· αυτός ήταν ο ελληνικός τίτλος του κομματιού. Θέματα που περιμένουν επίλυση, και μόνιμα επανέρχονται. Αυτό αφορούσε πρώτα πρώτα τη δουλειά μου ως μουσικού, ως συνθέτη. Είχα κάνει ένα διάλειμμα για κάποιο διάστημα, και αισθανόμουν ότι ήθελα να ανανεωθώ και να αναζητήσω νέες κατευθύνσεις· αλλά καθώς προχωρούσα, διαπίστωσα ότι είχα ελάχιστα απομακρυνθεί από αυτά που έκανα στο παρελθόν, από τις μεθοδολογίες και τα υλικά μου. Είχα ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί τους και ξαναγύριζα, κάνοντας τροποντινά κύκλους γύρω από το ίδιο σημείο. Το ίδιο διάστημα, εργαζόμουν παράλληλα για ένα ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό πρόγραμμα και κάθε τόσο συζητούσαμε με τους εταίρους για τα "unresolved issues" που υπήρχαν. Από κει προέκυψε ο αγγλικός τίτλος.    

- Στη μουσική σου συχνά ακούμε έναν διάλογο ανάμεσα σε «καθημερινά θραύσματα» και πιο αυστηρές, συνθετικές δομές. Στο νέο άλμπουμ τι κυριαρχεί;

Νομίζω πως σε όλη τη δουλειά μου υπάρχει αυτός ο διάλογος, τουλάχιστον από το 1997 και μετά. Έχω λοιπόν ανοιχτούς λογαριασμούς μαζί του, δεν καταφέρνω να τον εγκαταλείψω. Φλερτάρω την ιδέα να κάνω κάτι πολύ διαφορετικό, αλλά νομίζω ότι δεν θα ήθελα να αποποιηθώ τον πλουραλισμό των ήχων που χρησιμοποιώ· άρα, πρέπει να επινοώ τρόπους για να τους βάζω να συνομιλούν μεταξύ τους. Αυτό τελικά δημιουργεί δομές.    

- Υπάρχει μια ισορροπία μεταξύ του τυχαίου και του αυστηρά δομημένου. Πώς αποφασίζεις πότε να αφήσεις το τυχαίο να μιλήσει και πότε να το δαμάσεις;

Θα έλεγα ότι το τυχαίο και το δομημένο είναι δυο στοιχεία που αλληλοσυμπληρώνονται, πάντα και παντού, ακριβώς όπως στο σινικό Γιν Γιανγκ. Τίποτα δεν είναι απόλυτα δομημένο, τίποτα δεν είναι εντελώς τυχαίο. Πώς αποφασίζω; Νομίζω, με το ένστικτο, με την αίσθηση του κατάλληλου. Δεν το πολυσκέφτομαι, με την έννοια της λογικής, δεν το προαποφασίζω· αφουγκράζομαι μάλλον, όπως το έθετε ο Αντώνης Λιάκος σε ένα βιβλίο του. Αφήνω τους ήχους –τα ηχογραφήματα μάλλον– να με οδηγούν. Κατά κάποιο τρόπο, «κάνω υπακοή» στους ήχους που μεταχειρίζομαι· συνδιαλέγομαι μαζί τους όπως ο σκηνοθέτης με τους ηθοποιούς του. Καθοδηγώ, αλλά εξίσου καλά αφήνομαι και να οδηγηθώ.         

- Πόσο σε ενδιαφέρει η έννοια της «αφήγησης» στη μουσική; Το Unresolved Issues μοιάζει με ένα μονοκόμματο ηχητικό ημερολόγιο χωρίς γραμμικό χρόνο.

Η αφήγηση, η ροή, με ενδιαφέρει αφάνταστα πολύ, γενικά. Την είχα αναζητήσει και σε φωτογραφίες κάποτε, κάνοντας σειρές από εικόνες, κάτι σαν στατικές ταινίες, σαν καρτούν. Πρόσφατα την ξαναβρήκα μπροστά μου, οργανώνοντας φωτογραφικά λευκώματα. Νομίζω, η φράση "σάουντρακ-χωρίς-ταινία που είχα διαβάσει κάποτε για τους Tangerine Dream είναι αρκετά εύστοχη και για τη δική μου δουλειά. Το γεγονός ότι στη μουσική η αφήγηση μπορεί να είναι αρκετά αφηρημένη και αμφίσημη, μου φαίνεται συναρπαστικό. Ωστόσο, δεν αισθάνομαι τον χρόνο πάντα σαν γραμμικό διάδρομο. Πολλές φορές ο χρόνος στο κεφάλι μου είναι ένας καμβάς διδιάστατος, ίσως και ένας τριδιάστατος χώρος. Μάλιστα, με τα ψηφιακά μέσα και την διαύγεια που παρέχουν, αισθάνομαι ότι μπορώ να στήνω παράλληλα πολλαπλές αφηγήσεις. Το αυτί επικεντρώνεται κάθε φορά σε μία, έτσι συχνά ανακαλύπτει νέες πλευρές στις διαδοχικές ακροάσεις του ίδιου κομματιού.

- Αν κάποιος νέος ακροατής έρθει για πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική σου μέσω αυτού του δίσκου, τι θα ήθελες να πάρει μαζί του;

Θα ανέφερα ακριβώς αυτή την αίσθηση της αφήγησης, όπως επίσης και τον πλουραλισμό από τον οποίο δεν μπορώ να ξεκολλήσω. Είναι ίσως ακριβώς τα στοιχεία που αισθάνομαι ενδιαφέροντα στη μουσική μου· αυτά που δημιουργούν έναν μίτο, που κρατούν κάπως το ενδιαφέρον του ακροατή ζωντανό. Όμως σε κάθε περίπτωση, ο ακροατής θα πάρει αυτό που ο ίδιος θέλει, αν βεβαίως το βρει στη μουσική μου. Όχι αυτό που θέλω εγώ. Η μουσική έχει μια αυτονομία, είναι σαν ένα παιδί που τραβά το δικό του δρόμο, ανεξάρτητα από τα σχέδια και τις φιλοδοξίες των γονιών του. Έτσι, δεν κάνω πολλές σκέψεις για το τι θα ήθελα. Κι αν βρει κάτι τελείως διαφορετικό από αυτά που σκέφτομαι εγώ, θα είμαι εξίσου ευχαριστημένος. Να πω εδώ ότι κι εγώ ο ίδιος, ακούγοντας παλιά μου κομμάτια, πολλές φορές ανακαλύπτω ενδιαφέροντα στοιχεία εντελώς διαφορετικά από εκείνα που σκεφτόμουν όταν τα έφτιαχνα. 

- Έχεις μιλήσει για τη σιωπή ως ισότιμο συνθετικό στοιχείο. Στην εποχή της αδιάκοπης ροής ήχου και πληροφορίας, πώς καταφέρνεις να υπερασπιστείς τη σιωπή;

«Η μουσική είναι η κούπα που περιέχει το κρασί της σιωπής» είχε πει κάποτε ο Robert Fripp. Μου φαίνεται πολύ όμορφη, πολύ ποιητική διατύπωση, αλλά τελικά, υπάρχει πράγματι σιωπή; Ο John Cage, ήδη τη δεκαετία του 1950, διαπίστωνε ότι πάντα υπάρχουν ήχοι, ακόμη και στα ανηχοϊκά δωμάτια. Άρα τελικά το ερώτημα δεν είναι ήχος ή σιωπή, αλλά πόσος ήχος και πόση σιωπή. Ξαναρχόμαστε εδώ στο Γιν Γιάνγκ. Θα πρέπει να θυμόμαστε εδώ ότι στη φύση τίποτα δεν είναι απόλυτο· ούτε η σιωπή, ούτε το κενό, ούτε η ακινησία. Το απόλυτο είναι μια ιδέα.  Η αδιάκοπη ροή, η μεγάλη ποσότητα μουσικής και πληροφορίας, νομίζω θέτει ένα άλλο ερώτημα. Παλαιότερα –και ειδικά ζώντας στην επαρχία– είχαμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τη μουσική και την πληροφορία σαν πράγματα που σπάνιζαν, σαν νερό στην έρημο. Οι μουσικές και οι πληροφορίες δεν ήταν ποτέ αρκετές. Σήμερα, η ποσότητά τους έχει γίνει πλημμύρα. Είναι πολύ περισσότερη απ’ όση μπορούμε να διαχειριστούμε,  καταλήγει άχρηστη και επικίνδυνη. Πρέπει να βρούμε νέους τρόπους διαχείρισης της ώστε να μην μας πνίξει. Έτσι, πολλές φορές αποζητούμε πια όχι το νέο και το άγνωστο, αλλά το γνώριμο και το οικείο· έναν οδοδείκτη μέσα στο χάος της αφθονίας. Δεν ξέρω βέβαια αν όλο αυτό συμβαίνει και επειδή γερνάμε σιγά σιγά.

- Πόσο σε επηρεάζει η τεχνολογία στη διαδικασία; Είναι εργαλείο, είναι περιορισμός, είναι και τα δύο;

Είναι εργαλείο, θα έλεγα το τελειότερο εργαλείο που έχει εμφανιστεί ως σήμερα. Ως τέτοιο, επιβάλλει τους όρους του, αλλά δεν ξέρω αν αυτό θα πρέπει να χαρακτηριστεί περιορισμός. Η μουσική πάντα καθοριζόταν από τα χρησιμοποιούμενα εργαλεία· ο Μπετόβεν δεν θα μπορούσε να γράψει αυτά που έγραψε αν δεν είχε το πιάνο, ο Hendrix δεν θα μπορούσε να παίξει αυτά που έπαιζε αν δεν είχε την ηλεκτρική κιθάρα. Οι ψηφιακές τεχνολογίες νομίζω αλλάζουν τον τρόπο που προσεγγίζουμε τον ήχο. Σήμερα το μάτι μας οδηγεί περισσότερο από το αυτί. Βλέπουμε τους ήχους ως γραφήματα, μπορούμε να «ζουμάρουμε» στο χρόνο, να πετύχουμε μια χειρουργική ακρίβεια. Ο ήχος δεν είναι πλέον πτερόεις, όπως ήταν πριν ανακαλυφθεί η ηχογράφηση, είναι με κάποιο τρόπο χειροπιαστός. Αυτό εισάγει νέους τρόπους σκέψεις· το δημιουργικό σημείο είναι η ακρόαση, όχι το παίξιμο. Έτσι, τελικά δουλεύουμε με ηχογραφήματα και όχι με μουσικούς που παίζουν «εκείνη τη στιγμή». Αυτό αποτελεί συνηθισμένη πρακτική της εμπορικής δισκογραφίας –οι μουσικοί ηχογραφούν καθένας χωριστά– αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και με κάθε εναλλακτικό τρόπο, δημιουργώντας υποθετικές μπάντες όπου τα μέλη δεν έχουν συναντηθεί ποτέ, όπου τα μέλη θα μπορούσαν και να μην υπάρχουν καν φυσικώς.

- Η ελληνική πειραματική μουσική συχνά (ή μάλλον σχεδόν πάντα) παραμένει «αόρατη» στο ευρύ κοινό. Πώς βιώνεις αυτή την αορατότητα; Είναι απελευθερωτική ή απογοητευτική;

Είναι και τα δυο. Κάποιες μέρες εισπράττεις το ένα, κάποιες το άλλο. Αυτό δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα, είναι παγκόσμιο. Όμως, τι ακριβώς σημαίνει «αόρατη» στο ευρύ κοινό; Η πειραματική μουσική έχει κοινό ολιγάριθμο, αλλά αφοσιωμένο· ένα κοινό καλής ποιότητας, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, αν και ενίοτε χάνεται μέσα στη μεγάλη μάζα. Προσωπικά μιλώντας, θα έθετα και το ερώτημα της επαρχίας. Στην επαρχία, η αορατότητα είναι σαφώς εντονότερη και πολλές φορές καταλήγει σε αυτο-υποτίμηση. Είναι ένας διαρκής αγώνας να διατηρείς τη δημιουργικότητά σου σε αυτό το περιβάλλον και να αξιοποιείς τις ιδιαιτερότητες του, «εν νεκροίς ελεύθερος», όπως λέει και εκείνος ο ψαλμός που απέδωσε η Diamanda Galás.   

- Το Unresolved Issues κυκλοφορεί σε μια εποχή γενικευμένης αβεβαιότητας. Πιστεύεις ότι η τέχνη μπορεί να προσφέρει «λύσεις», ή η δουλειά της είναι να κρατά ζωντανές τις ερωτήσεις;

Θα έλεγα ότι αν φτάσουμε να διατυπώσουμε τις ερωτήσεις, έχουμε ήδη καλύψει τον μισό δρόμο ως τη λύση τους. Και αυτό είναι δουλειά της τέχνης, που δημιουργεί «χώρο για σκέψη», όπως είχε πει ο Brian Eno πριν πολλά χρόνια. Βέβαια, πράγματι ζούμε σε μια εποχή αβεβαιότητας. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να μαίνονται κραυγαλέα άδικοι πόλεμοι, βλέπουμε τη διεθνή κοινότητα αδύναμη να αντιδράσει, βλέπουμε να ακούγεται όποιος φωνάζει περισσότερο, ανεξάρτητα τι λέει. Ίσως και παλαιότερα να ήταν έτσι, αλλά είναι άλλο να το αντιμετωπίζεις ως ιστορία, και άλλο ως παρόν μέσα στο οποίο αναζητάς ποια είναι η θέση σου, τι στάση πρέπει να κρατήσεις. 

- Ζούμε σε μια Ελλάδα που μοιάζει διαρκώς μετέωρη: κρίση, πανδημία, οικολογικές καταστροφές, πολιτική αστάθεια. Αυτός ο θόρυβος «μπαίνει» στην τέχνη σου; Πιστεύεις ότι η πειραματική μουσική στην Ελλάδα έχει έναν υπόγειο πολιτικό χαρακτήρα, ακόμα κι όταν δεν το δηλώνει;

Προφανώς έχει και πολιτικό χαρακτήρα, στο μέτρο που κάθε δράση έχει και πολιτικό χαρακτήρα, ακόμη και αυτές που αυτοχαρακτηρίζονται ως απολιτικές. Θα έγραφα όμως και ότι μάθαμε, κακομάθαμε μάλλον, να ζούμε με βεβαιότητες. Ή μάλλον να πιστεύουμε στις δυνάμεις μας, στην αυτάρκεια μας. Αυτό ισχύει και στην Ελλάδα και σε πολλά άλλα μέρη. Και ξαφνικά βλέπουμε πόσο εύθραυστα είναι όλα· όπως ήταν πάντα. Ένας σεισμός, μια πυρκαγιά, ένας παλαβός κυβερνήτης, «μία ροπή και τα πάντα θάνατος διαδέχεται». Αν το συνειδητοποιήσουμε, ίσως βρούμε τρόπους να το διαχειριστούμε ψυχολογικά. Ειδικά στην Ελλάδα, νομίζω αυτό έγινε έντονο με την οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας· αναρωτιέμαι αν έχουμε γίνει σοφότεροι ύστερα από αυτό. Προσωπική μου αίσθηση είναι ότι η τέχνη έχει ανάγκη τη δυσκολία και το ξεβόλεμα. Όταν όλα πηγαίνουν καλά, αποδεικνύεται δύσκολο, έως και αδύνατο, να κάνεις τέχνη. Οι πιο δημιουργικές εποχές της ζωής μου ήταν όταν είχα δύσκολες καταστάσεις να αντιμετωπίσω· οικογενειακές, οικονομικές, οτιδήποτε. Έμαθα έτσι να μην τρομάζω με τις δυσκολίες, και να είμαι λίγο επιφυλακτικός με την καλοπέραση. Η τέχνη είναι ένα καταφύγιο, ένας φίλος στις πιο δύσκολες στιγμές. 

- Η πειραματική μουσική, συχνά απομονωμένη από τα κέντρα της εξουσίας, μπορεί να ιδωθεί σαν ένα είδος αντίστασης. Το αισθάνεσαι καθόλου έτσι;

Δεν είναι πάντα αποκομμένη από τα κέντρα εξουσίας η πειραματική μουσική, ούτε και ήταν ποτέ στο παρελθόν. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της έχει χρηματοδοτηθεί και συνεχίζει να χρηματοδοτείται από τέτοια κέντρα· πανεπιστήμια, ερευνητικά προγράμματα και, για να έρθουμε και στα καθ’ ημάς, οργανισμούς που διαχειρίζονται μεγάλα κονδύλια, όπως λ.χ. η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών ή το Ίδρυμα Νιάρχου. Υπάρχει επίσης και ένα άλλο, ανεξάρτητο, «περιθωριακό» και λιγότερο ακαδημαϊκό κομμάτι, που πορεύεται με τα ελάχιστα προσωπικά του μέσα, και το οποίο επίσης συχνά εμφανίζει έργα που γράφουν ιστορία. Αυτοί οι δυο κόσμοι όμως συγκοινωνούν μεταξύ τους, όσο κι αν μοιάζουν αντίθετοι. Αντίσταση; Στην ουσία, αισθάνομαι πως όλοι διεκδικούμε να μπούμε στο παιχνίδι, όλοι προσπαθούμε να φέρουμε τα πράγματα στα μέτρα μας. Όλοι θα θέλαμε να έχουμε φήμη και χρήμα, αλλά ο καθένας αποφασίζει για τον εαυτό του πόσα και ποια πράγματα θα δεχόταν να κάνει, προκειμένου να πετύχει έναν τέτοιο στόχο. Μια τέτοια διαδικασία διεκδίκησης της συμπερίληψης, όμως, πρέπει να τη δούμε ως εξέλιξη, ως βελτίωση, παρά ως μια ριζική σύγκρουση.    

- Υπάρχει ένα ερώτημα που αιωρείται: Μπορεί η τέχνη του περιθωρίου να αλλάξει κάτι, ή η δύναμή της είναι ότι απλώς δείχνει αυτό που η κοινωνία θέλει να αγνοήσει;

Νομίζω πως μπορεί. Το να καθιστούμε κάτι ορατό, να δείχνουμε «αυτό που η κοινωνία θέλει να αγνοήσει» ήδη είναι ένα πρώτο βήμα αλλαγής. 

- Αν η mainstream κουλτούρα είναι ένας καθρέφτης που παραμορφώνει, μπορεί η πειραματική μουσική να λειτουργήσει σαν το σπασμένο γυαλί που μας αναγκάζει να δούμε τον κόσμο αλλιώς;

Θα έλεγα πως όλες οι μορφές τέχνης είναι καθρέφτες που παραμορφώνουν. Τόσο τα μαζικά, κυρίαρχα ρεύματα, όσο και οι κάθε είδους διαφορετικές ματιές. Αντικειμενικότητα δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει με κάποιο τρόπο. Όμως, όπως το γράφεις, οι κάθε είδους πειραματικές τέχνες εισάγουν νέες οπτικές, μας βοηθούν «να δούμε τον κόσμο αλλιώς». Να προβληματιστούμε για πράγματα που μοιάζουν αυτονόητα, να βρούμε το αυτονόητο εκεί που όλα μοιάζουν μπερδεμένα. Η πειραματική μουσική, η πειραματική τέχνη δεν είναι αποκομμένη από την μαζική κουλτούρα· αντίθετα, την προϋποθέτει. Έτσι, λειτουργεί κάπως σαν το αλάτι. Δεν νοστιμίζει απλά το φαγητό· είναι απαραίτητο. Φαγητό χωρίς αλάτι δεν τρώγεται. Ομοίως όμως, δεν τρώγεται ούτε το αλάτι μόνο του, χωρίς φαγητό.      

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured