“Campesinos, soldados y obreros,
la mujer de la patria también,
estudiantes, empleados, mineros
cumpliremos con nuestro deber.
Sembraremos la tierra de gloria;
socialista sera el porvenir,
todos juntos hamos la historia,
a cumplir, a cumplir, a cumplir”*
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1973, ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, δημοκρατικά εκλεγμένος πρόεδρος της Χιλής τρία χρόνια νωρίτερα, αυτοκτόνησε στο προεδρικό ανάκτορο Λα Μονέδα ενώ βρισκόταν πολιορκημένος, μαζί με την προεδρική φρουρά του (που απαρτιζόταν από μέλη του επαναστατικού-σοσιαλιστικού MIR), από τους πραξικοπηματίες στρατιωτικούς. Ο Μικαέλ Λεβί και ο Ολιβιέ Μπεζανσενό επέλεξαν να αφηγηθούν αυτό το αιματηρό πραξικόπημα με τη μορφή αφηγηματικής ιστορίας. Με αυτόν τον τρόπο επαναφέρουν στη ζωή τους πρωταγωνιστές της χιλιανής Αριστεράς της εποχής που αντιστάθηκαν πολεμώντας με τα όπλα στο χέρι, καθώς και τους πρωτεργάτες του πραξικοπήματος και της αιμοσταγούς καταστολής που ακολούθησε. Ανασυνθέτουν επίσης τον κρίσιμο και εγκληματικό ρόλο των ΗΠΑ, που υποστήριξαν ενεργά τον στρατηγό Αουγκούστο Πινοτσέτ, ο οποίος αναδείχθηκε ως πριμάτος από την στρατιωτική χούντα.
Στην ψυχροπολεμική εποχή τα οικονομικά/γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ δεν υπήρχε περίπτωση να επιτρέψουν την ύπαρξη «μιας ακόμη Κούβας» στην περιοχή. Οι πολιτικές κρατικοποιήσεων μεγάλων βιομηχανιών και εφαρμογής στην πράξη της εργατικής εξουσίας που εφάρμοσε ο Σαλβαδόρ Αλιέντε δεν έπρεπε να βρουν μιμητές στην λατινοαμερικανική υποήπειρο, το αμερικανικό playground. Ήταν απαραίτητο να αδρανοποιηθεί (λέξη κλειδί στα έγραφα των μυστικών υπηρεσιών) το σοσιαλιστικό εγχείρημα και μαζί του όλοι οι γύρω του «σοσιαλιστικοί κίνδυνοι». Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη, Παραγουάη, Βολιβία. «Εφαρμόστε μια υπερφιλελεύθερη πολιτική και διώξτε τους κομμουνιστές και σοσιαλιστές ακτιβιστές». Το πραξικόπημα στη Χιλή θεωρείται πλέον το μοντέλο. Στην εποχή του ήταν το πρώτο μεγάλο πείραμα για την επιβολή της πιο σκληρής νεοφιλελεύθερης αντίληψης για την οικονομία που πρέσβευαν τα golden boys της Σχολής του Σικάγο (Χάγιεκ, Φρίντμαν, κλπ.), την οποία θα ακολουθούσε όσο πιο πιστά μπορούσε και η Μάργκαρετ Θάτσερ.
Εξάλλου το πραξικόπημα υποστηρίχθηκε με ενθουσιασμό από το μεγαλύτερο μέρος της χιλιανής Δεξιάς, τους βιομήχανους και τους μεγαλοεπιχειρηματίες (το λεγόμενο μπλοκ της «εργοδοτικής αντιπολίτευσης»). Τα ΜΜΕ, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ και με ντόπιους αξιωματούχους, προετοίμαζαν επί χρόνια το έδαφος (ήδη από το πρώτο, αποτυχημένο πραξικόπημα του 1970, λίγο μετά την εκλογή του Αλιέντε).
Μετά την εποχή του προυσινιαμέντο, τα ΜΜΕ και οι υπόλοιποι φορείς της δημόσιας ιστορίας επεδίωξαν να ξεχαστούν οι σκοτεινές πλευρές του εγκλήματος∙ να παρουσιαστούν οι στρατιωτικοί ως οι σωτήρες του έθνους απέναντι στον «κομμουνιστικό κίνδυνο» («το φάντασμα που πλανάται…» που έγραφε και ο Μαρξ, πάντα θα τους τρομάζει)∙ να ξαναγραφτεί σε μεγάλο βαθμό η Ιστορία, με επιλεκτικό τρόπο. Ακόμη και η προσπάθεια του Πινοτσέτ προς το τέλος της ζωής του να αναθεωρήσει το Σύνταγμα, έτσι ώστε να τον ορίζει διά βίου αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων και να του εξασφαλίζει ατιμωρησία, σ’ αυτό αποσκοπούσε: στην επικράτηση μιας επιλεκτικής μνήμης.
«Μας είπαν να θυμόμαστε και τι όχι», δήλωσε σε συνέντευξή ης Χιλιανή συγγραφέας Νόνα Φερνάντες. Η ίδια, στο εξαιρετικό της μυθιστόρημα Η ζώνη του λυκόφωτος (εκδ. Gutenberg, 2022, μτφρ. Κώστας Αθανασίου, σημειώνει (μιλάει ένας υπαξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών της Αεροπορίας, βασανιστής της χούντας, ο οποίος χρόνια μετά αισθάνεται αβάσταχτες ενοχές και επιθυμεί να ομολογήσει τα εγκλήματα του σε μια συγκεκριμένη δημοσιογράφο): «Θέλω να σας μιλήσω για πράγματα που έχω κάνει.. για εξαφανίσεις ανθρώπων […] Θυμάμαι τις πρώτες πορείες. Ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους κρατώντας πλακάτ με τους εξαφανισμένους συγγενείς του. Μερικές φορές περνούσα ανάμεσα από αυτόν τον κόσμο. Εβλεπα εκείνες τις κυρίες, εκείνους τους κύριους. Κοίταζα τις φωτογραφίες που κρατούσαν και εγώ έλεγα: Αυτοί δεν ξέρουν, εγώ όμως ξέρω που βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος, εγώ ξέρω τι του συνέβη».
Ο Κόκκινος Σεπτέμβρης αποσκοπεί ακριβώς στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης από τη λήθη. Δεν πρόκειται για βιβλίο ιστορίας, ούτε για θεωρητικό δοκίμιο∙ είναι ένα «μυθοπλαστικό ντοκιμαντέρ» (docu-fiction). Οι πληροφορίες που παρέχονται από τους συγγραφείς είναι κάτι παραπάνω από αξιόπιστες, καθώς παρέχονται από δίκτυα ακτιβιστών, από ανθρώπους που βίωσαν τα γεγονότα και από το εξειδικευμένο έργο του Μισέλ Λεβί.
Η αφήγηση είναι ντοκιουμενταρίστική, έχει κινηματογραφικό ρυθμό, οι εναλλαγές στις σεκάνς είναι καταιγιστικές: ο Νίξον, ο Κίσινγκερ και άλλοι αξιωματούχοι συνομιλούν στον Λευκό οίκο και οργανώνουν το πραξικόπημα∙ αντίστοιχες συνεδριάσεις των βιομηχάνων της Χιλής· σκηνές που περιγράφουν το ταξικό μίσος των μεγαλοαστών της Χιλής για τον Αλιέντε και τους εργάτες του∙ ο βρόμικος πόλεμος που εξαπολύουν τα ελεγχόμενα ΜΜΕ· σκόρπια στιγμιότυπα από διάφορες μεριές της χώρας τις ώρες του πραξικοπήματος∙ τα κρίσιμα γεγονότα στα πιο αποφασιστικά μέτωπα (στρατόπεδα, τηλεπικοινωνίες, εργοστάσια)∙ λεπτομερειακές, δραματοποιημένες περιγραφές των τελευταίων στιγμών στο εσωτερικό της Λα Μονέδα∙ το τελευταίο ραδιοφωνικό διάγγελμα του Αλιέντε προς τον λαό∙ τα τελευταία του λόγια: «Ο λαός πρέπει να αμύνεται, αλλά όχι να θυσιάζεται, δεν πρέπει να αφεθεί να εξοντωθεί και να ταπεινωθεί»∙ τα ελικόπτερα που βομβαρδίζουν ανελέητα του μέγαρο∙ ο θάνατος του Αλιέντε με το Καλάσνικοφ στο χέρι∙ οι αντιστάσεις που αναπτύχθηκαν στις publiciones (εργατικές συνοικίες), ειδικά τις πρώτες μέρες∙ η λυσσαλέα αντίσταση των εργατών στην αυτοδιαχειριζόμενη βιομηχανική αλυσίδα του Σαν Χοακίν∙ οι απέλπιδες μάχες στους δρόμους∙ το ανθρωποκυνηγητό∙ τα επινίκια των στρατιωτικών που ανοίγουν σαμπάνιες∙ τα βασανιστήρια.
Το βιβλίο ξαναφέρνει στο προσκήνιο τη βία του αυταρχικού και αντικομμουνιστικού κύματος που σάρωσε τη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του ’70, την ώρα που η χιλιανή επανάσταση ενσάρκωνε την ελπίδα της Αριστεράς σε ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο. Μεταφερόμενη από δύο σημαντικές προσωπικότητες της σύγχρονης Αριστεράς, αυτή η συναρπαστική ιστορία, βασισμένη σε μια στέρεη έρευνα, αποκρυπτογραφεί σχολαστικά την εκκαθάριση μιας αυθεντικής δημοκρατικής εμπειρίας στο βωμό του πιο σκληρού καπιταλισμού.
Ο Olivier Besançenot γεννήθηκε το 1974. Σε ηλικία 14 ετών εντάχθηκε στο JCR, την οργάνωση νεολαίας του Επαναστατικού Κομμουνιστικού Συνδέσμου. Σπούδασε ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ και κατόπιν εργάστηκε ως ταχυδρόμος. Το 1997 έγινε κοινοβουλευτικός βοηθός του ευρωβουλευτή Alain Krivine (σημαντική προωσπικότητα του γαλλικού τροτκιστικού κινήματος, από τους πρωταγωνιστές του γαλλικού Μάη). Ήταν δύο φορές (2002, 2007) υποψήφιος για την προεδρία της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Λίγκας (LCR). Το 2009 πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA). Έχει δημοσιεύσει σε βιβλία πολλά πολιτικά και ιστορικά δοκίμια, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει το Que faire de 1917? μια αντιϊστορία της Ρωσικής Επανάστασης (Éditions Autre 2017). Στα ελληνικά κυκλοφούν έργα του όπως τα Επαναστατικές συγγένειες (Ακυβέρνητες Πολιτείες, 2017) και Το “Βασίλειο της ελευθερίας” [κατά Μαρξ] (Έρασμος, 2020).
Ο Μικαέλ Λεβί γεννήθηκε το 1938 στο Σάο Πάολο. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο, απέκτησε το διδακτορικό του δίπλωμα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης κάτω από την καθοδήγηση του Λυσιέν Γκολντμάν (Lucien Goldmann), ενώ εργάστηκε ως λέκτορας πολιτικής φιλοσοφίας στα Πανεπιστήμια του Τελ Αβίβ και του Μάντσεστερ. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι το 1969, όπου δούλεψε με τον Νίκο Πουλαντζά στο Πανεπιστήμιο του Βενσάν. Σήμερα είναι επίτιμος διευθυντής στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών [CNRS], ενώ διδάσκει στην École des Hautes Etudes en Sciences Sociales [EHESS]. Είναι από τα ιδρυτικά στελέχη του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ, του Οικοσοσιαλιστικού Διεθνούς Δικτύου και του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΡΑ). Στα ελληνικά κυκλοφορούν έργα του όπως τα Πολιτική και θρησκεία (Ηριδανός, 2020), Πολιτισμός και Επανάσταση (Ένεκεν, 2020), Κόντρα στο ρεύμα (Πανοπτικόν, 2022), Ρομαντικός αντικαπιταλισμός και οικολογία (Ηριδανός, 2023)
* Στίχοι από το "Venceremos" που ήταν ο ύμνος του συνασπισμού της Λαϊκής Ενότητας (Unidad Popular, UP) του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Οι στίχοι γράφτηκαν από τον Κλαούντιο Ιτούρα (Claudio Iturra) και τη μουσική συνέθεσε ο Σέρχιο Ορτέγα (Sergio Ortega). Μια δεύτερη εκδοχή για την προεδρική εκστρατεία του 1970 γράφτηκε από τον ποιητή Βίκτορ Χάρα (Víctor Jara), ο οποίος βασανίστηκε και δολοφονήθηκε λίγο μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος.