Ο H.P. Lovecraft (1890 – 1937) άρχισε να γράφει Το Χρώμα που ήρθε από το διάστημα τον Μάρτιο του 1927, αμέσως μετά την ολοκλήρωση του προηγούμενου σύντομου μυθιστορήματός του, Η περίπτωση του Τσαρλς Ντέξτερ Γουόρντ. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην έκδοση του Σεπτεμβρίου 1927 του θρυλικού περιοδικού επιστημονικής φαντασίας Amazing Stories που διεύθυνε ο Hugo Gernsback – προς τιμήν του καθιερώθηκαν τα ομώνυμα βραβεία, τα σημαντικότερα ίσως στην κατηγορία της λογοτεχνίας του φανταστικού.
Η ιστορία εκτυλίσσεται στα περίχωρα της επινοημένης πόλης Άρκαμ της Μασαχουσέτης -όπου τοποθετούνται πολλές ιστορίες του συγγραφέα.
«Στα δυτικά του Άρκαμ οι λόφοι υψώνονται απότομα, και στις κοιλάδες τα δάση είναι βαθιά, ανέγγιχτα από τσεκούρι. Έχει στενά και σκοτεινά φαράγγια, όπου τα δέντρα φυτρώνουν σε απίθανες γωνίες, και τρέχουν μικρά ρυάκια που δεν έχουν δει ποτέ το φως του ήλιου. Στις πιο ήπιες πλαγιές υπάρχουν αγροκτήματα παμπάλαια, όλο πέτρα, με σπίτια χαμηλά, τυλιγμένα σε βρύα, που κάθονται αιώνες τώρα στα υπήνεμα των μεγάλων βράχων και κλωθογυρίζουν τα μυστικά της Νέας Αγγλίας. Τώρα πια όμως είναι όλα άδεια, οι μεγάλες τους καμινάδες γκρεμίζονται σιγά-σιγά, κι οι τοίχοι τους με τις επάλληλες σανίδες λυγίζουν επικίνδυνα κάτω απ’ το βάρος της στέγης με τις τεθλασμένες πλευρές.
Όλοι οι παλιοί κάτοικοι έχουν φύγει, ενώ στους ξένους δεν αρέσει να ζουν εδώ. Το δοκίμασαν κάποτε μερικοί Γαλλοκαναδοί, το δοκιμάσαν Ιταλοί, οι Πολωνοί ήλθαν και απήλθαν. Δεν έφταιγε τίποτα απ‘ αυτά που μπορεί κανείς να τα δει, να τ’ ακούσει ή να τα πιάσει, αλλά κάτι που το δημιουργεί η φαντασία».
Ο αφηγητής της ιστορίας, ένας ανώνυμος Βοστωνέζος τοπογράφος, ταξιδεύει στο Άρκαμ για να επιβλέψει την κατασκευή ενός νέου φράγματος. Η περιοχή έχει κάτι το δυσοίωνο που τον αναστατώνει. Είναι γνωστή στους ντόπιους ως «τεφρός ξερότοπος», προσωνύμιο που πιθανότατα προέρχεται είτε από το Μακμπέθ του Σαίξπηρ είτε από τον Χαμένο Παράδεισο του Τζον Μίλτον είτε από τις Διατριβές στον Τίτο Λίβιο του Μακιαβέλλι. Ο αφηγητής ανακαλύπτει ότι πριν από πολλά χρόνια ένας μετεωρίτης συνετρίβη εκεί, δηλητηριάζοντας κάθε ζωντανό ον που βρισκόταν εκεί κοντά: η βλάστηση μεγαλώνει αλλά είναι πολύ πυκνή, οι κορμοί των δέντρων είναι πολύ μεγάλοι σε σχέση με οποιοδήποτε υγιές ξύλο της Νέας Αγγλίας, τα ζώα τρελαίνονται και παραμορφώνονται σε γκροτέσκα σχήματα και οι άνθρωποι τρελαίνονται ή πεθαίνουν ένας ένας.
Η λαογραφία λέει ότι οι λόφοι και οι κοιλάδες που επισκέπτεται ο τοπογράφος είναι «κακοί». Επικρατεί απόλυτη ησυχία στα αμυδρά μονοπάτια ανάμεσά τους και το έδαφος είναι πολύ μαλακό με τα βρύα και τη χαμηλή βλάστηση άπειρων χρόνων αποσύνθεσης. Το επίκεντρο αυτής της ζοφερής ζώνης είναι ο «τεφρός ξερότοπος», πέντε στρέμματα γκρίζας ερήμωσης που απλώθηκε στον ουρανό σαν ένα γκρίζο σημείο που τρώγεται από το οξύ στα δάση και στα χωράφια.
Όπως αναφέρεται και στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, Το Χρώμα που ήρθε από το διάστημα είναι «υπόδειγμα ατμοσφαιρικής γραφής ή “χαμηλόφωνο πεζοποίημα”». Σε αυτή την ιστορία, με την οποία θεωρείται ότι ο Lovecraft περνά στην πιο ώριμη περίοδό του ως συγγραφέας, εδώ η απειλή της καταστροφής δεν εξαρτάται από την πανάρχαια εισβολή και την άχρονη παρουσία εκείνων των μοχθηρών παντοδύναμων οντοτήτων που βρίσκονται εν υπνώσει, επιβουλεύονται την ανθρωπότητα και περιμένουν τη στιγμή που θα ξυπνήσουν και θα κυριαρχήσουν ξανά∙ δηλαδή τις δαιμονικές οντότητες που συνθέτουν την περίφημη Μυθολογία Κθούλου (Γιογκ Σοθόθ, Σαμπ Νιγκουράθ, Αζαθώθ, Νυαρλαθοτέπ, και τα ρέστα). Στην παρούσα ιστορία «το ολέθριο “χρώμα” δεν ανταγωνίζεται τους ανθρώπους. Ακυρώνει την ύπαρξή τους μέσω της δικής του παρουσίας».
Το καλοκαίρι του 1901, ο 32χρονος Βρετανός συγγραφέας Algernon Blackwood (Άλτζερνον Μπλάκγουντ, 1869 - 1951) επιχείρησε δύο ταξίδια στον ποταμό Δούναβη: το πρώτο με έναν φίλο του και το δεύτερο μόνος. Με ένα κανό και έχοντας μαζί του μόνο τις πιο απαραίτητες προμήθειες, το ταξίδι του Blackwood ξεκίνησε «όχι εκατό μέτρα από το Μέλανα Δρυμό» με προορισμό τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτό δεν ήταν το πρώτο τέτοιο ταξίδι που έκανε ο Blackwood, ούτε ήταν κάτι ασυνήθιστο γι' αυτόν. Αν και ο Blackwood ήταν από πολλές απόψεις ένας για την εποχή του μοντέρνος κοσμοπολίτης, ο οποίος είχε εργαστεί ως μπάρμαν, διευθυντής ξενοδοχείου, επενδυτής επιχειρήσεων, ραδιοφωνικός παρουσιαστής και δημοσιογράφος, συγχρόνως αγαπούσε με πάθος την πεζοπορία στα βουνά, την κατασκήνωση και την κωπηλασία φουσκωμένους ποταμούς.
Το ταξίδι στον Δούναβη τον επηρέασε τόσο πολύ ώστε αργότερα θα έγραφε γι' αυτό ένα άρθρο σε δύο μέρη με τον τίτλο «Down the Danube in a Canadian Canoe», που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Macmillan's Magazine το φθινόπωρο του 1901. Από το ίδιο ταξίδι άντλησε την έμπνευση για τη νουβέλα του Οι ιτιές.
Οι ιτιές (The Willows) δημοσιεύθηκαν το 1907 στη συλλογή The Listener and Other Stories. Δύο φίλοι βρίσκονται στα μέσα του δρόμου σε ένα ταξίδι με κανό στον ποταμό Δούναβη. Λίγο μετά την Μπρατισλάβα, ο φουσκωμένος ποταμός θα τους αναγκάσει να καταφύγουν σε μια νησίδα κατάφυτη με ιτιές, περιμένοντας να κοπάσει ο άνεμος και να υποχωρήσουν τα νερά. Στην αφήγηση του Blackwood το περιβάλλον προσωποποιείται και προσλαμβάνει απειλητικά χαρακτηριστικά. Οι πιο δυσοίωνες παρουσίες είναι οι μάζες από πυκνές, άθλιες, ιτιές:
«Αυτές οι ιτιές δεν γίνονται ποτέ ψηλές σαν δέντρα∙ δεν έχουν στιβαρό κορμό∙ παραμένουν πάντοτε θάμνοι ταπεινοί, με στρογγυλεμένη κορφή και απαλό περίγραμμα, που η παραμικρή πίεση του ανέμου κάνει τους λυγερούς βλαστούς τους να λικνίζονται∙ εύκαμπτες καθώς είναι σαν το χορτάρι, οι ιτιές σαλεύουν ασταμάτητα, δίνοντας την εντύπωση πως όλος ο κόσμος είναι κατά κάποιο τρόπο σε κίνηση, πως είναι ζωντανός. Γιατί όταν φυσάει ο άνεμος, σηκώνει κύματα παντού, μόνο που εδώ κυματίζουν οι φυλλωσιές και όχι τα νερά, φουσκώνει το πράσινο όπως η θάλασσα, και τότε τα κλαδιά ανασηκώνονται και στρίβουν, και το πράσινο γίνεται ασημόλευκο, καθώς τα φύλλα στρέφουν την κάτω πλευρά τους στον ήλιο».
Ο συνταξιδιώτης του αφηγητή, γνωστός μόνο με το προσωνύμιο ο Σουηδός, χαρακτηρίζεται από νωρίς ως άνθρωπος με τετράγωνη σκέψη, πραγματιστής και καθόλου ονειροπόλος, γεγονός που τον κάνει να αντιληφθεί πιο ξεκάθαρα τον υπερφυσικό κίνδυνο που ελλοχεύει.
Κάποια στιγμή οι δύο άντρες βλέπουν έναν άλλον ταξιδιώτη με βάρκα, ο οποίος φαίνεται να τους προειδοποιεί για κάτι. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, μυστηριώδεις δυνάμεις αναδύονται μέσα από το δάσος, συμπεριλαμβανομένων τεράστιων σκοτεινών σχημάτων που εκτοξεύονται από τα κλαδιά της ιτιάς προς τον ουρανό, παράγοντας ήχους έξω από τη σκηνή τους, θορύβους που μοιάζουν με γκονγκ. Εμφανίζονται παράξενες σκιές, η ατμόσφαιρα βαραίνει. Η θέση και η μορφή των ιτιών αλλάζει. Το πρωί, οι δυο σύντροφοι συνειδητοποιούν ότι το ένα από τα κουπιά λείπει, μια σχισμή στο κανό χρειάζεται επισκευή και ορισμένα τρόφιμα έχουν εξαφανιστεί. Αναδύεται μια ένδειξη δυσπιστίας μεταξύ τους. Το ουρλιαχτό του ανέμου σβήνει τη δεύτερη μέρα και ακολουθεί ηρεμία. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης νύχτας, ο Σουηδός επιχειρεί να πεταχτεί στο ποτάμι ως «θυσία». Ωστόσο, τον σώζει ο αφηγητής. Το επόμενο πρωί, ο Σουηδός ισχυρίζεται ότι οι μυστηριώδεις δυνάμεις βρήκαν μιαν άλλη «θυσία» που μπορεί να τους σώσει. Ανακαλύπτουν το πτώμα ενός χωρικού που βρίσκεται στα ριζά κοντά στην ακτή. Όταν αγγίζουν το σώμα, μια αναταραχή ζωντανής παρουσίας φαίνεται να αναδύεται από αυτό και να χάνεται στον ουρανό. Αργότερα, βλέπουν το σώμα να έχει σχήματα χωνιού παρόμοια με αυτά που είδαν στην ακτογραμμή του νησιού κατά τη διάρκεια της εμπειρίας τους…
Αξίζει να σημειωθεί ότι Οι ιτιές ήταν η αγαπημένη ιστορία τρόμου του H.P. Lovecraft , ο οποίος έγραψε στην πραγματεία του το 1927 με τίτλο Supernatural Horror in Literature: «Εδώ η τέχνη και η αυτοσυγκράτηση στην αφήγηση φτάνουν στην ύψιστη ανάπτυξή τους και δημιουργείται μια εντύπωση διαρκούς οδυνηρότητας χωρίς ούτε ένα τεντωμένο απόσπασμα ή μία ψευδή νότα».
Ενδεχομένως, ο «φυσικός τρόμος» θα ήταν πιο κατάλληλος χαρακτηρισμός για την πρόζα του πραγματικού φυσιοδίφη Blackwood απ’ ό,τι ο χαρακτηρισμός «υπερφυσικός τρόμος». Οι υπέροχα αργές, υπομονετικά κατασκευασμένες σκηνές ατμοσφαιρικού σασπένς του Blackwood, αναδεικνύουν τους περιορισμούς της ανθρωποκεντρικής σκέψης και τη συνακόλουθη μικρότητα των ανθρώπινων όντων στο φόντο του φυσικού περιβάλλοντος στη βαθιά προοπτική του χρόνου.
Η Μεταμόρφωση είναι το μοναδικό εκτενές έργο του που ο Franz Kafka (1883–1924) αναγνώρισε ως ολοκληρωμένο. Δημοσιεύτηκε αρχικά τον Οκτώβριο του 1915 στο λογοτεχνικό περιοδικό Die weißen Blätter, και κυκλοφόρησε σε μορφή βιβλίου τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου.
Περισσότερο από ιστορία τρόμου ή ιστορία του φανταστικού, η Μεταμόρφωση είναι ίσως μια βαθιά υπαρξιακή νουβέλα, που απηχεί το παράλογο. Το ίδιο κάνουν και κάμποσα έργα συγγραφέων όπως ο Αλμπέρ Καμύ, ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι και ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ - για να αναφέρω μερικά τοτεμικά ονόματα που παρουσιάζουν εκλεκτικές συγγένειες με τον Κάφκα. Κι αυτό επειδή υπάρχει μια πτυχή της ύπαρξής μας που διατηρεί τον παραλογισμό της και χρειαζόμαστε παράλογες απεικονίσεις της πραγματικότητας για να μείνουμε σε επαφή με τον εαυτό μας.
Ο Γκρέγκορ Σάμσα, ο πρωταγωνιστής της Μεταμόρφωσης, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο Κάφκα, ο οποίος είχε προβλήματα με τον πατέρα του (και πιθανώς την υπόλοιπη οικογένειά του), δημιούργησε μια αφαίρεση που παρέσυρε τους αναγνώστες στο αλλοτριωμένο μυαλό του.
Όταν ο Σάμσα ξυπνά στο κρεβάτι του ως γιγάντιο έντομο, ο Κάφκα λέει ότι ξυπνάει νιώθοντας εντελώς αποκομμένος από αυτά που τον κάνουν άνθρωπο. Φοβάται μήπως τον δει η οικογένειά του και δεν θέλει ούτε να τους δει. Αυτό το συναίσθημα εντείνεται, όχι μόνο με την οικογένεια του Σάμσα αλλά και με το αφεντικό του, που φτάνει στο σπίτι για να ρωτήσει τον Σάμσα γιατί δεν εμφανίστηκε στη δουλειά.
Το κλειδωμένο δωμάτιό του αντιπροσωπεύει ένα είδος συμβολικού φραγμού σε όλο το βιβλίο. Ο Σάμσα, φοβισμένος και ολομόναχος, απλώς παρακολουθεί την ύπαρξη του να μαραίνεται, καθώς καταλαμβάνεται ολοένα και περισσότερο από την αποκρουστική φύση και μορφή ενός γιγαντίου εντόμου.
Για τον Κάφκα η Μεταμόρφωση του Σάμσα δεν είναι απλώς ένα ατύχημα ή ένα αποτυχημένο πείραμα στο εργαστήριο ενός επιστήμονα (όπως στη Μύγα του Cronenberg) ή ενός αλχημιστή∙ ο Σάμσα δεν είναι ένας άλλος Δρ. Καλλιγκάρι. Αντίθετα, με τη Μεταμόρφωση ο Σάμσα αναγνωρίζει την αποξένωση ως θεμελιώδες συστατικό του εαυτού του και των σχέσεών του με τους άλλους.
Επιχειρήθηκαν κατά καιρούς ποικίλες ερμηνείες στο έργο αυτό του Κάφκα. Ο επιστήθιος φίλος του, ο Μαξ Μπροντ, ο οποίος διέσωσε και τα έργα του από την πυρά, πρότεινε μια θρησκευτική ερμηνεία βασισμένη στην εβραϊκή παράδοση – πλην όμως ο ίδιος ο Κάφκα είχε απαρνηθεί τον εβραϊσμό∙ ακόμα και στο θέμα της γλώσσας, έγραφε στα γερμανικά, όχι στα γίντις. Άλλοι, όπως ο περίφημος κριτικός Τζορτζ Στάινερ, πρόκριναν μια ψυχολογική προσέγγιση με κοινωνιολογικές πτυχές, υπογραμμίζοντας το σύμπλεγμα του Κάφκα με την οικογένειά του και ειδικά με τον πατέρα του – οι οποίοι τον πίεζαν για μια αξιοπρεπή καριέρα στα νομικά.
Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, από την πλευρά του, απέρριψε τέτοιες ερμηνείες, σημειώνοντας ότι δεν ανταποκρίνονται στην τέχνη του Κάφκα. Αντίθετα, επέλεξε μια ερμηνεία με γνώμονα την καλλιτεχνική λεπτομέρεια, αλλά απέκλεισε κάθε συμβολική ή αλληγορική σημασία. Κατά την άποψη του Ναμπόκοφ, το κεντρικό αφηγηματικό θέμα είναι ο αγώνας του καλλιτέχνη για ύπαρξη σε μια κοινωνία γεμάτη στενόμυαλους ανθρώπους που τον καταστρέφουν βήμα-βήμα.
Ιστορία του φανταστικού, αλληγορία με ψυχολογικές προεκτάσεις, υπαρξιακή νουβέλα - η Μεταμόρφωση, όπως και όλα τα μεγάλα έργα, 110 χρόνια μετά από την πρώτη της έκδοση αντιστέκεται σε οποιαδήποτε κατηγοριοποίηση. Εξαιρετική μετάφραση της Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, η οποία ξανάπιασε το βιβλίο 30 χρόνια μετά την πρώτη φορά.
INFO
Howard Phillips Lovecraft, Το χρώμα που ήρθε από το διάστημα
Algernon Henry Blackwood, Οι ιτιές
Franz Kafka, Η Μεταμόρφωση
Mτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Εκδόσεις Δώμα, 2025
Σελ. 72, σελ. 104, σελ. 104