Το Γκλάνμπεϊ της ιρλανδικής Κομητείας Μάγιο (απ’ όπου και η καταγωγή του Κόλιν Μπάρετ) δεν υπάρχει σε κανέναν χάρτη της Ιρλανδίας∙ είναι επινοημένη πόλη, με τον ίδιο τρόπο που ήταν επινοημένη και η Γιοκναπατάφα στην κομητεία του Λαφαγιέτ του Μισισιπή, όπου εκτυλίσσονται οι ιστορίες στο μυθοπλαστικό σύμπαν του αμερικανικού Νότου του Γουίλιαμ Φώκνερ. Το Γκλάνμπεϊ οριοθετείται ανάμεσα στη θάλασσα και στον ποταμό Μιουλ. Οι νεαροί άνδρες και γυναίκες που κατοικούν εκεί, κυρίως κάτω των τριάντα ετών, αναπαριστούν ζωές με περιορισμένες ευκαιρίες και προχωρούν στη ζωή σε μια κατάσταση χαμηλού επιπέδου άγχους. Δεν υπάρχει αγάπη, ούτε τρυφερότητα. Λίγη λαγνεία, ίσως, λίγο να κοιτάς τα «οπίσθια των κοριτσιών», πάντα συνοδευόμενη από μια ασάφεια λαχτάρας.
Στις ιστορίες του Μπάρετ, δηλαδή στα επτά διηγήματα της παρούσας πρώτης του συλλογής που εκδόθηκε στο εξωτερικό το 2013, οι χαρακτήρες είναι κυρίως νέοι με αβέβαιο μέλλον, οι οποίοι βγάζουν τα προς το ζην απασχολούμενοι σε άχαρες και κακοπληρωμένες δουλειές (μπράβοι σε νυχτερινά κέντρα, βενζινοπώλες, επιστάτες) κακοποιοί, ανεπάγγελτοι έμποροι ναρκωτικών, αγόρια που παρασύρονται και παγιδεύονται σε έναν κόσμο όπου μόνες διέξοδοι είναι το αλκοόλ, το σεξ και η βία. Στο Γκλάνμπεϊ, όταν βγαίνεις από την παμπ και πας να καβαλήσεις ξανά τη μοτοσικλέτα σου, ελέγχεις πρώτα για να βεβαιωθείς ότι κανείς δεν έχει ουρήσει στο κράνος. «Η πόλη μου», δηλώνει ο μεθυσμένος Τζίμι, «δεν είναι πουθενά που να έχεις πάει, αλλά ξέρεις το όμοιό της».
Κάποιοι, όπως ο Μπατ στο «Ν’ αντέχεις το τομάρι σου», είναι θύματα που προσπαθούν να κρυφτούν από τον κόσμο με το ποτό και τις νυχτερινές βόλτες με μοτοσικλέτα. Ο Μπατ στο παραπάνω διήγημα παραμορφώθηκε μόνιμα στο πρόσωπο ύστερα από ένα τυχαίο αλλά καταστροφικό χτύπημα που του προξένησε ο Νάμπιν Τάνζι, ο τοπικός νταής∙ ο τελευταίος εμφανίζεται και στο διήγημα «Δόλωμα», όπου μονομαχεί σε μια παρτίδα μπιλιάρδου με τον άσο πιτσιρικά Ματίν, που ως χαρακτήρας παραπέμπει κάπως στον Πολ Νιούμαν στην ταινία The Hustler – που δεν είχε καλό τέλος.
Άλλοι, όπως ο μικροκακοποιός Αρμ, προσπαθούν να υποτάξουν αυτόν τον μικρόκοσμο στη θέλησή τους. Αλλά το περιβάλλον που δημιουργεί ο Μπάρετ είναι αδίστακτο και περιφρονεί τέτοιες προσπάθειες. Η φύση είναι ομοίως σκληρή και μερικές φορές παράλογη: σε ένα ταξίδι με τρένο, ένας άντρας φαίνεται να βλέπει την ίδια σκυθρωπή αγελάδα στο ίδιο μουσκεμένο χωράφι κάθε φορά που κοιτάζει από το παράθυρο. Ο Μπάρετ περιγράφει γλαφυρά το φυσικό περιβάλλον του Μάγιο, από το «δυσκολεμένο σαγόνι της ακτογραμμής» μέχρι το «μαζικό ξηρό τικ-τακ των τάφρων με τις βάτες» το καλοκαίρι. Και αυτό που φαίνεται από τη γη αντανακλά ψυχικές καταστάσεις, όπως με τον καταθλιπτικό αλκοολικό αφηγητή στο διήγημα «Διαμάντια» που βλέπει τις μακριές τσαλακωμένες συστάδες παγωμένου χιονιού που πνίγουν τα χαντάκια, με τις κορυφογραμμές τους λερωμένες με καυσαέρια.
Όπως ακριβώς η γη παρέχει σημάδια στους χαρακτήρες, έτσι και συμβαίνει και με τα ονόματα. Στη δυσοίωνη νουβέλα «Ηρεμία με τα Άλογα», μια από τις καλύτερες της συλλoγής, ο πρώην μποξέρ και νυν μπράβος Ντάγκλας Άρμστρονγκ χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Αρμ, και η αναφορά σε μέλη του σώματος είναι εύστοχη και μοιραία. Η ιστορία του είναι γεμάτη με χυμένο αίμα που οδηγεί σε περισσότερο αίμα.
Το «Ηρεμία με τα Άλογα» είναι το κεντρικό και εκτενέστερο διήγημα της συλλογής. Με την έντονη βία και τον βαθύ μηδενισμό του, μοιάζει με σενάριο του Μάρτιν ΜακΝτόνα. Ένας νεαρός έμπορος ναρκωτικών, ο τσιγγάνος Ντίμπνα και ο μπράβος του, ο Αρμ, βρίσκουν τους συνεργάτες τους ανεξέλεγκτους, καθώς οι συνέπειες μιας απόπειρας σεξουαλικής παρενόχλησης απειλούν να υπονομεύσουν τις επιχειρηματικές τους συναλλαγές. Ο Αρμ είναι πατέρας ενός αυτιστικού γιου, και σε αυτή τη σχέση έχουμε μια γεύση από τις πιθανότητες που σαρώνονται από την εμπλοκή του στον βίαιο υπόκοσμό του, σαρωμένες σαν το σώμα του αξιολύπητου κακοποιού που πετάει στον ποταμό Μιουλ. Υπάρχουν εκλάμψεις συνείδησης, που εμφανίζονται μέσα από τις ρωγμές που προκαλεί το παιδί στο γενικό σκοτάδι του μυαλού του Αρμ. Το σκοτάδι επικρατεί, φυσικά, και δραματοποιεί την εξέλιξη της ιστορίας.
Το ίδιο συμβαίνει και στο διήγημα «Ο μικρός των Κλάνσι». Με το ηθικό του αναπτερωμένο ύστερα από μια σύγκρουση με έναν αντίπαλο, ο νεαρός Τζίμι (Κλάνσι) και ο φίλος του, ο πελώριος αλλά δυσκίνητος και κάπως βραδύνους Ταγκ, ακολουθούν μια διαδρομή επιστροφής που μοιάζει να συνδυάζει το παρόν με το μακρινό παρελθόν και τις γαελικές παραδόσεις, καθώς αφήνουν πίσω τους τους δρόμους του Γκλάνμπεϊ.
Ο Μπάρετ ξέρει πώς να χειρίζεται την ψυχολογία. Ο αλκοολικός που επιστρέφει στο υπέροχο ποτό του στα «Διαμάντια» αρπάζει το ποτήρι από τη γυναίκα που γνώρισε στη συνάντηση των τοπικών Α.Α. χωρίς να περιμένει να του το προσφέρει. Είναι σαν να της λέει «σε γλίτωσα από αυτό». Εν συνεχεία, παρασύρεται και ο ίδιος ολοκληρωτικά στις δίνες της υποτροπής. Πηγαίνει για το ΣΚ για να κρυφτεί και να ξεδώσει σε μια γειτονική πόλη και ξημεροβραδιάζεται στις παμπ πίνοντας, διηγούμενος φανταστικές, δήθεν αυτοβιογραφικές ιστορίες στους θαμώνες. Πλην όμως, αυτές τις «φανταστικές» ιστορίες τις εμπνέεται από το σύντομο συναπάντημα με την αλκοολική γυναίκα. Ο σύζυγος της τελευταίας δουλεύει ασταμάτητα ως εργάτης σε ορυχεία στο εξωτερικό. Νότια Αφρική, Σιβηρία. Μια φωτογραφία των κυκλώπειων ορυχείων που είδε στην κρεβατοκάμαρά του, δίνει στον αλκοολικό-αφηγητή την ευκαιρία να πλάσει μεθυσμένος μια ιστορία που αναπαριστά με ακρίβεια τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας των σύγχρονων προλετάριων.
Το «Παρακαλώ ξεχάστε ότι υπάρχω» αποτελεί ένα διήγημα-ελεγεία, κατάλληλο για το φινάλε της συλλογής. Στο διήγημα αυτό, δύο άντρες, ο Ντόραν και ο Ιλάι, κάθονται σε μια παμπ και σκέφτονται αν θα παραστούν στην κηδεία της Μεριάν, πρώην τραγουδίστριας στο συγκρότημά τους, τους post-punk Sunken Figure, και εραστή και των δύο, με την οποία είχαν αποξενωθεί εδώ και καιρό. Η ιστορία βρίθει από αναφορές στη θνητότητα: το όνομα και η τοποθεσία της παμπ (Ο Βαρκάρης, που γειτονεύει με το νεκροταφείο), το τικ-τακ του ρολογιού στον τοίχο που ο Ντόραν δεν μπορεί να αγνοήσει, το βρεγμένο παλτό του Ιλάι κρεμασμένο στο μπράτσο του σαν το «άχρωμο πτώμα ενός πνιγμένου ζώου» και η ιστορία από τον εμφύλιο πόλεμο που τους διηγείται ένας Βόσνιος μπάρμαν. Πάνω από αυτά τα στοιχεία υψώνεται ο τίτλος του διηγήματος, μια γραμμή δανεισμένη από το αριστουργηματικό διήγημα «Οι νεκροί» του Τζέιμς Τζόις, την ιστορία που ολοκληρώνει τη συλλογή διηγημάτων Οι Δουβλινέζοι (1914).
Τα διηγήματα του Μπάρετ συμπυκνώνουν την κλειστοφοβία της ζωής σε μια μικρή πόλη και τα συναισθήματα ματαιότητας που μπορεί να προκύψουν ως αποτέλεσμα. Υπάρχει μια συνεχής απειλή βίας, ένας θυμός που σιγοβράζει ακριβώς κάτω από την επιφάνεια, όμως συγχρόνως υπάρχει και μια ακατέργαστη τρυφερότητα στο γράψιμο του∙ εν τέλει αντιμετωπίζει τον κόσμο του Γκλάνμπεϊ και τους κατοίκους του με αξιοσημείωτη ευαισθησία και ενσυναίσθηση.
Ο Κόλιν Μπάρετ (Colin Barrett) γεννήθηκε το 1982 στην Κομητεία Μάγιο της Ιρλανδίας. Διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά The Stinging Fly, Granta, Harper’s και New Yorker. To πρώτο του βιβλίο Νεαρά τομάρια (Young Skins) απέσπασε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα της εφημερίδας Guardian, καθώς και τις διακρίσεις Frank O’ Connor International Short Story Award και Rooney Prize for Irish Literature. Η δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, Homesickness, συμπεριλήφθηκε στα 100 αξιοσημείωτα βιβλία της χρονιάς από τους New York Times και ανακηρύχθηκε βιβλίο της χρονιάς από την εκπομπή Oprah Daily και τους Irish Times. Το μυθιστόρημά του Wild Houses συμπεριλήφθηκε στη μακρά λίστα του Booker Prize για το 2024. Δύο από τα διηγήματά του διασκευάστηκαν για το θέατρο και παρουσιάστηκαν στο New Theatre του Δουβλίνου το 2017, ενώ το αφήγημα «Calm with horses» («Ήσυχα με τα άλογα») έγινε ταινία που συμπεριλήφθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο το 2019.
Colin Barrett, Νεαρά τομάρια
Mετάφραση: Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
Εκδόσεις Στερέωμα, 2025
Σελ: 256