«Ο καπιταλισμός ριζοσπαστικοποιεί το έγκλημα» - Καρλ Μαρξ

«Η ιστορία της Αμερικής είναι η ιστορία του οργανωμένου εγκλήματος στην Αμερική» - Τσάρλι “Λάκι” Λουτσιάνο

«Υπάρχουμε επειδή το Αμερικανικό Κράτος μάς επιτρέπει να υπάρχουμε» - ανώνυμος μαφιόζος της εγκληματικής οργάνωσης του Τζο Αρκάντο της Νέας Υόρκης 

Το 1929, ο τριαντάχρονος Αλ Καπόνε διεύθυνε τόσο τον υπόκοσμο του Σικάγο όσο και τη διεφθαρμένη δημοτική αρχή της πόλης. Ειδικά όσο ήταν δήμαρχος ο δημαγωγός, μεγαλοεργολάβος στο επάγγελμα, “Μπιγκ Μπιλ” Χέιλ Τόμσον. Σε μια εποχή κατά την οποία οι νόμοι της Ποτοαπαγόρευσης (18η Τροπολογία του Συντάγματος) ήταν ελάχιστα δημοφιλείς στην κοινή γνώμη, ο επονομαζόμενος Σημαδεμένος έγινε τοπικός ήρωας και εθνική διασημότητα. Όμως  μετά τη βίαιη σφαγή της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου του 1929, που μεταμόρφωσε τον Καπόνε σε «Δημόσιο Εχθρό Νούμερο Ένα», η ομοσπονδιακή κυβέρνηση βρήκε έναν απίθανο νέο ήρωα σε έναν εικοσιεξάχρονο πράκτορα της Υπηρεσίας της Ποτοαπαγόρευσης που ονομαζόταν Έλιοτ Νες. Επιλεγμένος να ηγηθεί της θρυλικής ομάδας επιβολής του νόμου, που έγιναν γνωστοί ως Αδιάφθοροι, ο Νες έβαλε στο στόχαστρο την εγκληματική αυτοκρατορία του Καπόνε.

Σήμερα, καμία φιγούρα του υποκόσμου δεν είναι πιο εμβληματική από τον Αλ Καπόνε και κανένας νομικός τόσο διάσημος όσο ο Έλιοτ Νες. Ωστόσο, το 2016 η εφημερίδα Chicago Tribune έγραψε: «Ο Αλ Καπόνε περιμένει ακόμα έναν βιογράφο ικανό να ξεδιαλύνει τις πολυπλοκότητες της ζωής του», την ίδια ώρα όπου  οι ρεβιζιονιστές ιστορικοί συνέχισαν να παραποιούν την περσόνα του Νες και την αξιοσημείωτη καριέρα του.

Η μελέτη των Collins & Schwartz βασίζεται σε δεκαετίες έρευνας σε πρωτογενείς πηγές - συμπεριλαμβανομένων των προσωπικών εγγράφων του Νες και των συνεργατών του, των πρόσφατα δημοσιευμένων ομοσπονδιακών αρχείων και των ξεχασμένων εφημερίδων και περιοδικών που δημοσίευαν στα χρόνια της Ποτοαπαγόρευσης συνεντεύξεις με τους ίδιους τους γκάνγκστερ και τους ανθρώπους του Νόμου. Η βιβλιογραφία είναι εμπεριστατωμένη και εξαντλητική.  

Ο απολογισμός τους για τη διαβόητη Σφαγή της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου περιλαμβάνει ακόμη και τις σφαίρες που «έσπασαν σάρκα, έσπασαν κόκαλα, ακρωτηριάστηκαν σπλάχνα και αναβλύζουν καυτό αίμα». Η αστυνομία και οι δημοσιογράφοι «είχαν δει το μερίδιο που τους αναλογεί στη βία, αλλά ποτέ μια τέτοια αποκαρδιωτική σφαγή». Το δολοφονικό χτύπημα του 1929 κατά της συμμορίας του Ιρλανδού Τζορτζ “Μπαγκς” Μοράν, αφεντικού της Νότιας Πλευράς του Σικάγο, «διέθετε προσεκτική σχεδίαση και βάναυση αποτελεσματικότητα». Ο Καπόνε ανέλαβε την ευθύνη, αν και κανείς πότε δεν δικάστηκε για αυτή τη σφαγή. «Δεν θα δίσταζε να πατήσει τη σκανδάλη, έστω με πληρεξούσιο, αν όχι πάντα αυτοπροσώπως».

Πέρα από την θανάσιμη αντιπαλότητά τους, όπως σημειώνουν οι δύο συγγραφείς, ο Καπόνε και ο Νες είχαν πολλά κοινά που αντιπροσώπευαν τις πρώτες δεκαετίες της Αμερικής του 20ού αιώνα. Και οι δύο ήταν παιδιά μεταναστών. Ο πρώτος ήταν Ναπολιτάνος στην καταγωγή, ο δεύτερος Σκανδιναβός Ο Καπόνε, γεννημένος σε μια φτωχή γειτονιά του Μπρούκλιν και μόλις τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος του Νες∙ ο Νες, γεννημένος σε μια αυλή σιδηροδρόμων και «βάλτο» κοντά στο Σικάγο το 1903.

«Ήταν Αμερικανοί πρώτης γενιάς, γιοι μεταναστών που δούλευαν ως αρτοποιοί» και «ο καθένας με μια παρόρμηση να μετατρέψει τον τομέα που είχε επιλέξει σε ένα πλήρως σύγχρονο επάγγελμα». Και οι δύο αναζήτησαν ένα διαφορετικό Αμερικανικό Όνειρο.

Ο Καπόνε και ο Νες πιθανότατα συναντήθηκαν μόνο μια φορά, στην αποβάθρα των σιδηροδρόμων του Σικάγο, λίγο πριν από τη σύλληψη και καταδίκη του πρώτου (Ιούνιος 1931). Ήταν μια φευγαλέα συνάντηση, στην πραγματικότητα ποτέ δεν αντιπαρατέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο.

 Οι συγγραφείς απεικονίζουν ορθά τον Καπόνε ως έναν γκάνγκστερ «που έχει εφαρμόσει τις μεθόδους των εταιρικών επιχειρήσεων στο οργανωμένο έγκλημα». Τις βάσεις για την οργάνωση του εγκλήματος σε ένα δίκτυο με δομή εταιρείας έθεσε ο Τζόνι Τόριο, ο μέντορας του Καπόνε. Το πρότυπο για τον Τόριο, τον Καπόνε και για τους μαφιόζους που επακολούθησαν, από τον Λουτσιάνο και τον Μέγιερ Λάνσκι έως τον Σαλβατόρε Ρέινα (και από τον Τόνι Σοπράνο έως τον Στίνγκερ Μπελ του Wire), ήταν οι Αμερικανοί μεγαλοαστοί επιχειρηματίες (Κάρνεγκι, Ροκφέλερ, Βάντερμπιλντ, Μόργκαν, Φορντ κλπ.) οι οποίοι στις δουλειές τους ήταν το ίδιο αδίστακτοί (και θανάσιμοι) με τους γκάνγκστερ. «Η φιλοδοξία του (Καπόνε) να κατακτήσει τα πάντα  –δύναμη, πλούτο, δημοσιότητα– τον ​​οδήγησε από τις φτωχογειτονιές της παιδικής του ηλικίας στο απόγειο της πολυτέλειας και της εγκληματικότητας».

Ωστόσο, ο Καπόνε «ήθελε απεγνωσμένα να γίνει δημοφιλής». Χαρακτήρες σαν αυτόν γίνονται συχνά διασημότητες από τις διαμάχες και την επιδεικτικότητα τους. Προσέλαβε μάλιστα ως σωματοφύλακα τον νταή που τον σημάδεψε στο πρόσωπο όταν ήταν νεαρός ψευτοπαλλικαράς στο Μπρούκλιν.

Ο Καπόνε μερικές φορές περιέγραφε τον εαυτό του ως «έμπορο, επιχειρηματία, αλλά και τζογαδόρο». Η προσωπική του περιουσία σήμερα, προερχόμενη από εγκλήματα όλων των ειδών (λαθρεμπόριο αλκοόλ, πορνεία, παράνομος τζόγος), θα ανερχόταν σε περίπου 280.000.000 δολάρια.

Ειδικές συνθήκες τον κατέστρεψαν. Η Σφαγή στο Σικάγο προσέδωσε στον Καπόνε υπερβολικά κακή φήμη. Η Μεγάλη Ύφεση άφησε το ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού της Αμερικής άνεργο και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προσπάθησε να «καταργήσει τον πιο διάσημο κακοποιό της χώρας» ως χρήσιμο αντιπερισπασμό.

Ο Έλιοτ Νες, ένας κυβερνητικός πράκτορας «με αυξανόμενο αριθμό συλλήψεων, καταδίκων και τολμηρών μυστικών εργασιών», έλαβε εντολές να καταδιώξει τον Καπόνε. Ο Νες δεν πίστευε στην Ποτοαπαγόρευση, αλλά θεωρούσε ότι ο νόμος είναι νόμος και πρέπει να  εφαρμόζεται. Στην επιχείρηση των Αδιάφθορων, είχε τη συνδρομή του αδέκαστου ομοσπονδιακού εισαγγελέα Τζορτζ Ε.Κ. Τζόνσον, επίσης γόνου Σκανδιναβών μεταναστών και θαυμαστή των φιλοσοφικών έργων του Ραλφ Γουάλντο Έμερσον και του Χένρι Ντέβιντ Θορώ. Οι Collins & Schwartz περιγράφουν τον Νες ως «εξαιρετικά ήπιο, ευγενικό, ακόμη και ντροπαλό», «έντιμο, καλά μορφωμένο, επαγγελματία». Εντάχθηκε στη Μονάδα (επιβολής) της Ποτοαπαγόρευσης του Υπουργείου Οικονομικών «δίνοντας μια χαμένη μάχη για να καθαριστεί από διεφθαρμένους και ανίκανους πράκτορες».

«Αυτός ο συναρπαστικός άνθρωπος του νόμου δεν μπορούσε να ταιριάξει σε μια πόλη με χιλιάδες καταστήματα παράνομου αλκοόλ, αστυνομικούς που προσλαμβάνονται τακτικά για να φυλάνε αποστολές λαθραίων ποτών και μπαρ που λειτουργούσαν ακόμα και εντός του κτιρίου της περιφερειακής διοίκησης. Αυτό ήταν το Σικάγο. Μια πόλη όπου ο αρχηγός της αστυνομίας προσέφερε ποτά στους δημοσιογράφους και όπου ένας πολιτικός μπορούσε να δηλώσει: “πίνω όσο πιο πολύ και όσο πιο συχνά μπορώ για να μειώσω την προσφορά”».  

Το αλκοόλ που απαγορευόταν στην Αμερική των δεκαετιών του 1920 και του 1930 περιελάμβανε μια «πλημμύρα δηλητηριασμένων αλκοολούχων ποτών αφήνοντας τους πότες τυφλούς, παράλυτους και νεκρούς στους δρόμους». Την ίδια στιγμή, γκάνγκστερ όπως ο Καπόνε «πυροβολούσαν ο ένας τον άλλον· αλλά και οι απερίσκεπτοι και ελάχιστα ψύχραιμοι πράκτορες της Ποτοαπαγόρευσης άνοιγαν πυρ με την παραμικρή πρόκληση». Υπολογίζεται ότι οι πράκτορες σκότωσαν τουλάχιστον 23 αθώους πολίτες.

Το γεγονός ότι ο άνθρωπος που, στην εποχή της ακμής του διέταξε δεκάδες δολοφονίες, καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή, μας λέει πολλά για την αμερικανική ιστορία και για την αντίληψη περί δικαιοσύνης στις ΗΠΑ. Όπως σημειώνει ο Raymond Chandler, «υπάρχει κάτι τραγικά λάθος σε ένα σύστημα δικαιοσύνης που αντιμετωπίζει τίμιους ανθρώπους ως εγκληματίες, αλλά μπορεί να καταδικάσει τους γκάνγκστερ και τους νονούς του οργανωμένου εγκλήματος μόνο όταν δεν πληρώνουν τους φόρους τους». 

Μετά τη σύλληψη του Καπόνε και τη λήξη της Ποτοαπαγόρευσης, η αφήγηση ακολουθεί τους δύο αντιπάλους στο υπόλοιπο της ζωής τους. Στις 5 Ιουνίου 1931, ο Καπόνε κατηγορήθηκε για 22 κατηγορίες ομοσπονδιακής φοροδιαφυγής για τα έτη 1925 έως 1929. Στις 12 Ιουνίου ο Καπόνε και άλλοι κατηγορήθηκαν για συνωμοσία για παραβίαση των απαγορευτικών νόμων για τα έτη 1922 έως 1931. Τον Οκτώβριο ο Καπόνε δικάστηκε, κρίθηκε ένοχος για τρεις από τις 23 κατηγορίες και καταδικάστηκε σε 11 χρόνια φυλάκιση και 50.000 δολάρια σε πρόστιμα και δικαστικά έξοδα. Κλείστηκε στο σωφρονιστικό κατάστημα της Ατλάντα τον Μάιο του 1932 αλλά μεταφέρθηκε στη νέα φυλακή του Αλκατράζ τον Αύγουστο του 1934. Τον Νοέμβριο του 1939, υποφέροντας από τη γενική επιδείνωση της πάρεσης (όψιμο στάδιο της σύφιλης), απελευθερώθηκε και εισήχθη σε νοσοκομείο της Βαλτιμόρης. Αργότερα αποσύρθηκε στο κτήμα του στη Φλόριντα, όπου πέθανε από καρδιακή ανακοπή το 1947, ένας ανίσχυρος ερημίτης. 

Ο Έλιοτ Νες, μόλις 29 ετών όταν ο Καπόνε έμπαινε στη στενή, έζησε ήσυχα (όπως ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του), ειδικά όταν παραιτήθηκε από την Υπηρεσία. Σύμφωνα με την τρίτη σύζυγό του, προς το τέλος της ζωής του φέρεται -τραγική ειρωνεία!- να πάλευε με το αλκοόλ. Πέθανε από καρδιακή προσβολή το 1957. Δεν πρόλαβε να δει την κυκλοφορία των απομνημονευμάτων του με τον τίτλο “The Untouchables”, ούτε φυσικά την τηλεοπτική σειρά που βασίστηκε σε αυτά ή την ομώνυμη ταινία του Μπράιαν Ντε Πάλμα. 

Το βιβλίο των Collins & Schwartz αποτελεί μια ρηξικέλευθη και λεπτομερή αναψηλάφηση μιας ιστορίας βαθιά χαραγμένης στο αμερικανικό συλλογικό φαντασιακό. Η αλήθεια μπορεί να μην ξεπερνά πάντα τη φαντασία, αλλά σε αυτό το επικό βιβλίο, η τεκμηριωμένη αφήγηση υπενθυμίζει καταστάσεις που εξακολουθούν να είναι επίκαιρες σήμερα. 

Λίγα λόγια για τους δύο συγγραφείς: Ο Brad Schwartz είναι ιστορικός ερευνητής και  διδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Ο Max Allan Collins (γεννημένος στις 3 Μαρτίου 1948) είναι γνωστός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας και δημιουργός graphic novel. Η σειρά βιβλίων του του “Road to Perdition” (“Ο δρόμος της απώλειας”) αποτέλεσε τη βάση για το σενάριο της ομώνυμης ταινίας του Σαμ Μέντες. Από το 1977, μετά από τη συνταξιοδότηση του Chester Gould, δημιουργού του κόμικ-στριπ Dick Tracy, ο  Collins ανέλαβε να συνεχίσει τις περιπέτειες του θρυλικού ντετέκτιβ του νουάρ στις σελίδες της εφημερίδας Detroit Mirror. Έχει επίσης δημοσιεύσει πολυάριθμα μυθιστορήματα με τον ίδιο ήρωα. Ο Collins ήταν θαυμαστής και στενός φίλος του περίφημου συγγραφέα αστυνομικών Mickey Spillane. Οι δυο τους συνεργάστηκαν σε μια σειρά κόμικ στη δεκαετία του 1990, με τον τίτλο “Mike Danger”. Μετά τον θάνατο του Spillane το 2006, ανατέθηκε στον Collins να ολοκληρώσει διάφορα ημιτελή έργα του Spillane, συμπεριλαμβανομένων των “Dead Street” και “The Big Showdown”, καθώς και της σειράς μυθιστορημάτων με ήρωα τον ντετέκτιβ Mike Hammer. Πιο πρόσφατο είναι το “Kill Me If You Can”, που δημοσιεύτηκε το 2022.

Max Allan Collins & A. Brad Schwartz, Ο σημαδεμένος και ο αδιάφθορος - Ο Αλ Καπόνε, ο Έλιοτ Νες και η μάχη για το Σικάγο

Εκδόσεις Οξύ, 2024
Σελίδες: 710
Μετάφραση: Σοφία Κοκαβέση

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured