To ”Underworld Shakedown” ήταν μια δυνατή κλωτσιά ανάμεσα στα πόδια του νεοελληνικού μικροαστισμού. Ήταν η ίδια η φρενίτιδα αποτυπωμένη σε 11 συναισθηματικές εκρήξεις, που ακόμη και σήμερα προκαλούν πληγές στα ηχεία και σφίξιμο στο στομάχι. Έξαψη, ντελίριο, διονυσιασμός ασυγκράτητος, κάθε φορά που η βελόνα αγγίζει τα αυλάκια. Κάτι παραπάνω: σχέση βιωματική∙ αναζήτηση ταυτότητας στη μυθολογία του rock ‘n’ roll. Στην Ελλάδα του ‘80, οι Last Drive αφηγήθηκαν έναν τόσο ισχυρό, αλλά και τόσο απτό, rock ‘n’ roll μύθο, που μπορούσαμε να ταυτιστούμε μαζί του: τίποτα δεν θα ήταν ξανά το ίδιο.

Flashback: 1985, δεκατέσσερα, πρώτα βήματα στην πιάτσα του Rock n’ Roll. Stones, το βινύλιο του “London Calling”, μεθύσια με το “Goo Goo Mack”. Σουλάτσο∙ Εχάρχεια∙ στενά στην Πανόρμου∙ fanzines∙ αυτό το γκρουπ – πρώτη ακρόαση στο σινγκλάκι σ’ ένα υπόγειο δισκάδικο στη Σολωμού. 

Το πρώτο που θυμάμαι ότι με γράπωσε από το λαιμό ήταν η δύναμη της εικόνας: αυτοί οι τέσσερις τύποι με τα α λα 50s κοκόρια, τις φαβορίτες, τις voxx κιθάρες και τα στενά μαύρα δερμάτινα, ήταν ό,τι πιο επικίνδυνο και sexy είχα αντικρίσει σε απόσταση αναπνοής μέχρι τότε∙ κάτι το απροσδιόριστα μυστηριώδες. Εκείνη τη βραδιά, σε συνδυασμό με την τεράστια ορμή που ανέδυε η μουσική τους, ήταν σαν να ζωντάνευαν μπροστά στα μάτια μου όλες εκείνες οι συναρπαστικές φιγούρες που χάζευα στις φωτογραφίες των δίσκων. Ο Alex ήταν ο δικός μου Joe Strummer, o Γιώργος ο δικός μου Keith Richards, o Χρήστος ο δικός μου Keith Moon και ο Νίκος ο δικός μου Lou Reed... Ύστερα, ξεχύθηκε το fuzz, ισχυρό σαν ηλεκτρική εκκένωση, σαν καθαρή ενέργεια που χτυπάει την καρδιά, αναστατώνει τον εγκέφαλο και κάνει το κορμί και κυρίως τους γοφούς να πάλλονται. Τα πρώτα διαβολεμένα ακόρντα του “Night of the Phantom” και της “Misirlou”, του “Night Of The Phantom” και του “Shade Of Fever”. Mύηση: Sonics, 13 Floor Elevators, Fleshtones, Johnny Burnette,  Human Expression, Link Wray…

Το οπισθόφυλλο του “Underworld Shakedown” ισοδυναμεί με Wall Of Sound.  Πρώτα η φωτογραφία, με τους Drive να ποζάρουν μπροστά από έναν τοίχο φουλαρισμένο στις αφίσες και στα εξώφυλλα δίσκων (Cramps, Thin White Rope, Baroques, “Battle of the Garages” κλπ.). Κι ύστερα, η λίστα με τις ευχαριστίες: πλάι στον Iggy φιγουράρει η Katherine Deneuve (Αντιγόνη στο “Repulsion” του Polanski) και πλάι στους Velvets, ο Philip K. Dick∙ το album είναι αφιερωμένο στον James Cagney: “Top Of The World, Ma”.

Το “Underworld” αντιστοιχεί σε μια πύλη-εισαγωγής σε έναν ευρύτερο και απείρως πιο συναρπαστικό rock ‘n’roll κόσμο. Η μουσική είναι σίγουρα το πρωταρχικό και το πιο ζωτικό από τα στοιχεία που τον συναποτελούν, όχι όμως το μοναδικό: το rock ‘n’ roll ως βιωμένη μυθολογία. Στο “Underworld” οι Drive μας κάλεσαν να τη μοιραστούμε. “Let us Compare Mythologies”, γράφει ο Leonard Cohen: το “Underworld” προσιδιάζει στον Υπόγειο Κόσμο του Don DeLillo.

 

Θα ήθελα να δούμε τη δομή του βιβλίου: Εναλλαγή πρωτοπρόσωπης, βιωματικής αφήγησης πλαισιωμένης από διηγήσεις των πρωταγωνιστών ενός «φιλμ νουάρ»... 

Ακριβώς αυτό, και χαίρομαι ιδιαίτερα που το εντοπίζεις. Προτείνω μάλιστα να κρατήσουμε αυτό το μοτίβο: βλέπεις, η γενιά μας στάθηκε τυχερή και δεν γνώρισε πόλεμο –πέρα από την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο-, συνεπώς είχε την ευκαιρία να βιώσει μια έντονη και παρατεταμένη εφηβεία. Άλλωστε, είναι μέσα από τη μουσική ή τον αθλητισμό που κοινωνικοποιείται ο έφηβος… Κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, ιδίως για τα αγόρια, μια και η τεστοστερόνη έρχεται στο προσκήνιο…Είχα δει κάποτε ένα ντοκιμαντέρ για τη Γιουγκοσλαβία, όπου διοργανώνονταν αγώνες με μοτοκρός ώστε να διοχετεύεται η παραπανήσια ενεργητικότητα των νέων, κι αυτό συνειδητά. Η ανεξάρτητη ροκ σκηνή, ιδίως μέσα από τον Πήγασο, λειτούργησε και μ’ αυτόν τον τρόπο στη δική μας χώρα: ένας ολόκληρος κόσμος, ένας μύθος πλάστηκε γύρω απ’ αυτήν…

 

Θα ήθελες να μοιραστείς την πρώτη σου επαφή με την μπάντα; Το συναίσθημα; Πού σε βρήκε το “Underworld” …Γράφεις ότι ήταν «ένας δυναμίτης το Poison».

Ναι, είναι αλήθεια ότι η πρώτη επαφή έγινε μέσα από το σινγκλάκι που περιέχει το Poison: κι ήταν ο συνδυασμός του ασύλληπτου αισθητικά εξωφύλλου του καθώς και το ίδιο το τραγούδι, που μοιάζανε να πλέκουν μια σύγχρονη αντίστιξη εμπεριέχοντας ολόκληρο το φάσμα της εποχής και της επιθυμίας ιδιαίτερα της γενιάς μας. Το “Underworld Shakedown” με βρήκε στην Κρήτη, όπου ήδη κυκλοφορούσαμε τη δεύτερή μας κασέτα, αλλά το απέκτησα δωρεάν από έναν καλοπροαίρετο DJ λίγα χρόνια αργότερα στη Μυτιλήνη. Πάντα ήθελα σαν δώρο δικό μου αυτόν τον δίσκο…

 

Μετά από τόσα χρόνια, τι νιώθεις όταν ξανακούς το “Shade of Fever” ή το “Valley Of Death”;

 Μια απίστευτη χαρά, έναν εσωτερικό ξεσηκωμό. Το περιβάλλον μοιάζει να διαστέλλεται κι εγώ επικεντρώνομαι με κάθετη εφόρμηση στα τραγούδια, συμμετέχοντας στην απόλυτη αγάπη για το ροκ, στην αγάπη που τα δημιούργησε…

 

Γνώριζες τη “Misirlou” ως ρεμπέτικο (προσωπικά, το ’85-’86 δεν είχα ιδέα), ή τη γνώρισες μέσα από fuzz;

Τη γνώρισα μέσω των Agent Orange, από το LP «Living in Darkness» που είχε κοπεί σε 300 αντίτυπα για την ελληνική αγορά. Ποτέ δεν συνειδητοποίησε ο κόσμος, ούτε καν το κοινό του ροκ, το πόσο σημαντικός καταλύτης υπήρξε αυτός ο δίσκος… Υπέροχες συνθέσεις, υπέροχες εκτελέσεις και στίχοι εκπληκτικοί μέσα στην απλότητά τους. Όσο για την κιθάρα, δεν υπάρχουν λόγια…

 

Πέρα από τη μουσική, ας δούμε του Last Drive ως μετωνυμία του ελληνικού underground του 80.

Στην ουσία οι Last Drive έγιναν άμεσα σχεδόν, ένα σύμβολο για το πού μπορούσε να φτάσει κανείς μέσα από τα ηλεκτρικά όργανα, τα τύμπανα, τη φωνή και τον αγγλικό στίχο: συντέλεσαν στη δημιουργία ενός νέφους ονειρικού που σηματοδοτούσε μια άλλη πραγματικότητα, κι αυτό βγαλμένο μέσα από την Ελλαδική συνθήκη… Έκαναν το ανθρωπίνως αδύνατο, –για τα άλλα γκρουπ-, δυνατό. Κι ήταν όλο, ένα πράγμα γνήσιο κι ατόφιο μέχρι το σύνορο το απόλυτο και καθαρό, το στοίχημα του ροκ’ εν’ ρολ, του undergroundτων ‘80s, που η μοίρα –αν θες- θέλησε να ενσαρκώσουν.

 

Το οπισθόφυλλο του “Underworld” συνιστά υπερ-κείμενο που σε εισάγει σε ποικίλες πύλες∙ από τον Polanski ως τους Larry & The Blue Notes και τους Nomads και από τους Human Expression ως τον James Cagney και τον Philip K. Dick. Θα το έλεγες μυητικό;

Οπωσδήποτε: εκεί το γκρουπ δίνει το διακειμενικό του στίγμα, συγκεντρώνοντας ουσιαστικά, σταχυολογώντας μάλλον, κεντρικές του επιρροές. Αυτές οι αναφορές, μυούν κατά τρόπο απόλυτα φυσικό, τον προσεκτικό αναγνώστη. Οπότε, εντάξει.

 

Πώς κατόρθωσαν, όπως σωστά γράφεις, όπως είπαν και οι Tall Boys, “to set the world on fire”;

Αν δεν υπήρχε, αν δεν είχε συγκροτηθεί η ροκ σκηνή των ‘80s, δεν θα υπήρχαν και οι Last Drive. Ευνόητο. Επίσης όμως, αν δεν υπήρχαν οι Last Drive, καμιά αγγλόφωνη σκηνή δεν θα μπορούσε να σταθεί στην Ελλάδα. Η χαρούμενη αναστάτωση που προκαλούσε σε όλους τους φίλους τους κάθε εξαγγελία επικείμενης εμφάνισής τους, καθώς κι ο μοναδικός τρόπος που οδηγούσαν το κοινό στη μέθεξη, στο να γίνει κοινωνός μιας ροκ κατάστασης που έμελλε να μείνει χαραγμένη σαν ανεξίτηλη εμπειρία στον κόσμο τους, νομίζω ότι αυτά τα δύο στοιχεία ήταν και το φυτίλι που «έβαλε φωτιά στον Κόσμο»…

 

[Αγορά]

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured