«Ήταν μια πολύ βίαιη περίοδος», λέει ο Alberto Garlini στη συνέντευξη που ακολουθεί, καθώς αναφέρεται στα επονομαζόμενα Μολυβένια χρόνια (Anni di piombo) που βίωσε η Ιταλία κατά τη δεκαετία κυρίως του 1960 και του 1970. Σ’ αυτή την περίοδο εκτυλίσσεται το μυθιστόρημά του "Ο Νόμος του μίσους" (Εκδόσεις Πόλις, 2022, μτφ. Βασιλική Πέτσα). Ήταν η εποχή που στους δρόμους της Ρώμης, του Μιλάνου, της Κόκκινης Μπολόνια, αλλά σε μικρότερες όπως (στην περίπτωσή μας) το Ούντινε, ακροαριστεροί και φασίστες συγκρούονταν βίαια και πολλές φορές ένοπλοι, με εκατοντάδες τραυματίες και αρκετούς νεκρούς, ενώ συγχρόνως οι πόλεις συγκλονίζονταν από βομβιστικές επιθέσεις σε σιδηροδρόμους, σε πλατείες ή σε δημόσια κτίρια. Ειδικά η φασιστική βία ήταν ωμή και απροκάλυπτη, έχοντας ενίοτε τις πλάτες των δυνάμεων της τάξης.  

Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα του Garlini είναι ο Στέφανο Γκουέρρα, ένας φασίστας με λογοτεχνικές ευαισθησίες (διαβάζει φανατικά τη μυθιστορηματική Αργεντινή ποιήτρια Σεσάρεα Καριέγο, αλλά και τους Ντοστογιέφσκι, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Μπόρχες, κ.ά.). Το μυθιστόρημα σπάει σε δύο χρόνους που εναλλάσσονται: στο 1969-71, όταν λαμβάνει χώρα η σύγκρουση της Βάλλε (Κοιλάδας)Τζούλια, και στο 1985, όταν ξεκινά η αναψηλάφηση μιας δολοφονίας που ανάγεται στα Μολυβένια χρόνια.

Ο συγγραφέας ακολουθεί τη φασιστική οπτική για τα πράγματα, όχι για να την υποστηρίξει, ούτε για να εξομοιώσει τη φασιστική και την ακροαριστερή βία (που ήταν κυρίως μια βία άμυνας). Στη συλλογιστική του, δεν χωράει η λογική του «καταδικάζουμε τη βία, απ’ όπου και αν προέρχεται», ούτε η «θεωρία των δύο άκρων», που, τεχνηέντως, ουσιαστικά ξεπλένει τους φασίστες. Τουναντίον. Επιλέγει σκόπιμα τη φασιστική οπτική για να αναδείξει τη θηριωδία της. Την εμμονή των φασιστών με τη λατρεία του θανάτου. Αυτό το “Viva la Muerte!” που φώναζαν και οι φρανκιστές στον Ισπανικό Εμφύλιο.

Γράφει (σελ. 158): «Θυμάστε τι έγραψε ο Γκέμπελς όταν ο Χίντεμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ; Η παρτίδα σκάκι για την κατάκτηση της εξουσίας ξεκίνησε. Αυτό επαναλαμβάνω κι εγώ σ’ εσάς, αυτή την ώρα. Το παιχνίδι για την κατάληψη της εξουσίας ξεκίνησε και δεν θα το παίξουμε με πλεκτάνες και πολιτικούς διαξιφισμούς. Θα το παίξουμε με τις βόμβες. Με τα όπλα. Με τον φόβο. Στην Ιταλία, δεν θα πρέπει να υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να αισθάνεται ασφαλής σπίτι του. Που θα συνοδεύει την κόρη του στο σχολείο ξέγνοιαστος. Το νεανικό μας αίμα πρέπει να ζυμωθεί μέσα σ’ ολόκληρο το έθνος».

Και λίγο πιο πίσω (σελ. 71): «Ο Στέφανο παίρνει το πιστόλι απ’ το άνοιγμα στη στέγη. Το γεμίζει και το χώνει στο πίσω μέρος του παντελονιού, ν’ ακουμπά την πλάτη. Χρησιμοποιεί το σελοφάν που το τύλιγε για να τυλίξει το βιβλίο πριν το ξαναβάλει στο σακίδιο. Κλείνει το παρκάς, ρίχνει το σακίδιο στην πλάτη. Θέλει να αποχαιρετήσει τη Ρώμη. Το σκοτάδι έχει απλωθεί στους δρόμους [...] Τα λόγια του Φράνκο αντηχούν στο κεφάλι του: ο θάνατος ως προσωπικό και διάχυτο μίσος. Αυτή είναι η τελευταία καινοτομία όσον αφορά τον θάνατο. Δεν έχει ξανακουστεί ποτέ κάτι παρόμοιο. Κοιτάζεις έναν άνθρωπο στα μάτια και επιθυμείς να τον σκοτώσεις. Ο Στέφανο δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από το δάχτυλό του: σκότωσε έναν άνθρωπο και τώρα απεχθάνεται τους κόπανους που δεν το βλέπουν σοβαρά, εκείνους για τους οποίους το μαχαίρι χρησιμεύει μόνο για να κόβουν τούρτες. Σκότωσε ό,τι μπορείς, αυτό θα ούρλιαζε μέσα στ’ αυτιά των περαστικών».

o-nomos-toy-misous

Τελικά, ροή των γεγονότων και η δολοφονία μιας κοπέλας θα φέρουν έτσι τα πράγματα, ώστε ο Στέφανο να στραφεί εναντίον των πρώην συνοδοιπόρων του. Στις τελευταίες 100 από τις συνολικά 700 σελίδες του βιβλίου, διαβάζουμε ένα μυθιστόρημα-αφύπνισης αλλά και εκδίκησης. Και βαδίζοντας προς το φινάλε, παρακολουθούμε την καταδίωξη του Στέφανο από τους πρώην ομοϊδεάτες του, από την αφρόκρεμα του νεοφασισμού, στη Γη του Πυρός.   

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Βασιλική Πέτσα, που υπογράφει την εξαιρετική μετάφραση του μυθιστορήματος, έχει μελετήσει σε βάθος τη συγκεκριμένη περίοδο και έχει μάλιστα εκπονήσει διδακτορική διατριβή πάνω σ’ ένα παραπλήσιο θέμα∙ κυκλοφόρησε σε βιβλίο από τις Εκδόσεις Πόλις, με τον τίτλο "Όταν γράφει το μολύβι. Πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική και ιταλική πεζογραφία" (2016).

Πριν από τον Νόμο του μίσους, οι Εκδόσεις Πόλις είχαν κυκλοφορήσει άλλο ένα μυθιστόρημα του Alberto Garlini, το Όλοι θέλουν να χορεύουν (2021, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης). Εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα-ενηλικίωσης, γραμμένο με μεγάλη ευαισθησία, το οποίο τοποθετείται στη δεκαετία του 1980. Παροκολουθούμε μια παρέα εφήβων, την Κιάρα, τον Ρομπέρτο, τον Πιερ και τον Ρικάρντο, από τα εφηβικά τους χρόνια, καθώς αυτοί φλερτάρουν, ερωτεύονται, χορεύουν σε πάρτυ και σε κλαμπ, ταξιδεύουν ανά την Ευρώπη, και γενικά γεύονται τους πιο γλυκούς χυμούς της ζωής, πριν αρχίσουν τα προβλήματα και τα ζόρια που μοιραία φέρνει μαζί της η ενηλικίωση.

Λίγα λόγια και για τον συγγραφέα: ο Alberto Garlini γεννήθηκε στην Πάρμα το 1969. Διευθύνει το λογοτεχνικό φεστιβάλ Pordenonelegge.it.Έχει δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές και δέκα μυθιστορήματα. Από τις Εκδόσεις Πόλις ετοιμάζεται το μυθιστόρημά του Il sole senza ombra

 

Alberto, ας ξεκινήσουμε με τον Νόμο του μίσους. Στις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος, διαβάζουμε για τη «μάχη της Βάλλε Τζούλια (1968). Τι ακριβώς συνέβη εκείνη την ημέρα;

Στην ιταλική συλλογική συνείδηση, η μάχη της Βάλλε Τζούλια σηματοδοτεί την έναρξη του κινήματος του 1968. Για πρώτη φορά μια ομάδα φοιτητών αντέδρασαν απέναντι στη στάση της αστυνομίας και αυτό εξελίχθηκε σε μάχη ανάμεσα στους φοιτητές και τους αστυνομικούς, η οποία κράτησε μια ολόκληρη ημέρα, με αποτέλεσμα πολλούς τραυματίες και πολλές συλλήψεις. Το 1968 είναι εξ ορισμού μια χρονιά ορόσημο για την Αριστερά, που είχε τότε ως είδωλα τον Τσε Γκεβάρα, τον Μάο Τσε-τουνγκ κλπ. Αυτό που έμαθα αργότερα και που πραγματικά με εξέπληξε, είναι το ό,τι, εκείνη την ημέρα, ανάμεσα στους φοιτητές που στέκονταν στις πρώτες γραμμές, ήταν και πολλοί νεοφασίστες, οι οποίοι αργότερα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη λεγόμενη «στρατηγική της έντασης». Υπήρχε μια μαύρη σκιά ακόμα και στην ιδρυτική στιγμή εκείνης της ριζοσπαστικής απόπειρας για την αλλαγή της κοινωνίας που ήταν το 1968.  

 

Γεννήθηκες το 1969. Έχεις μακρινές αναμνήσεις από τα     Μολυβένια χρόνια; Μπορείς να πεις μερικά πράγματα για εκείνη την περίοδο;

Είναι μια πολύ περίπλοκη εποχή και ακόμα και σήμερα  προσπαθούμε να την κατανοήσουμε επακριβώς. Η ιταλική κοινωνία άλλαζε, το παλαιό πατριαρχικό χριστιανοδημοκρατικό σύστημα έφτανε προς το τέλος του, νέες κοινωνικές τάξεις εισέρχονταν για πρώτη φορά στα Πανεπιστήμια, φέρνοντας μαζί τους νέες αντιλήψεις, διαφορετικές από εκείνες της κυρίαρχης έως τότε τάξης. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα βρισκόταν σε στασιμότητα και το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν ήταν δυνατόν να έρθει στην εξουσία, για τους γνωστούς λόγους που σχετίζονται με τη διεθνή πολιτική. Όταν, το 1968, το εκλογικό σώμα στράφηκε προς τα αριστερά, «δυνάμεις» έκαναν τις κινήσεις τους ώστε να ματαιώσουν αυτή την προοπτική (ας θυμηθούμε ότι η βόμβες που εξερράγησαν στην Piazza [Πλατεία] Fontana στη Ρώμη, η πρώτη σφαγή, είναι ένα γεγονός που συνέβη το 1969).

Βασικά, ο σκοπός ήταν να προκληθεί αταξία και ανασφάλεια, έτσι ώστε να προκληθεί το αίτημα της επιστροφής στην τάξη. Αυτό παρήγαγε ριζοσπαστική πόλωση, που είχε ως αποτέλεσμα την διόγκωση και της δεξιάς και της αριστερής τρομοκρατίας. Ήμουν παιδί, αλλά μπορούσα να αισθανθώ την ατμόσφαιρα της βίας που επικρατούσε, σε τέτοιο σημείο, ώστε, αν κολλούσες μια λάθος αφίσα σε λάθος γειτονιά, ρίσκαρες τη ζωή σου. Θυμάμαι ότι στο παιδικό μυαλό μου συνέπλεκα αυτά τα γεγονότα με τη φοβία μου για μια εισβολή από UFO, φοβόμουν ότι οι εξωγήινοι θα μας εξόντωναν και οπουδήποτε κοιτούσα, έβρισκα σημάδια αυτής της καταστροφής. Ήμουν φαντασιόπληκτο παιδί, και όταν η φαντασία σου διαταράσσεται από τη βία, σε κάνει να βλέπεις παράξενα πράγματα. Και τα έβλεπα.

 

Τι είδους έρευνα έκανες ώστε να αντλήσεις στοιχεία για την περίοδο στην οποία αναφέρεσαι;

Μελέτησα αυτή την περίοδο με τον ζήλο ενός Βυζαντινού ιστορικού, βγαίνοντας τελείως από τον εαυτό μου. Εξοικειώθηκα με τη δημοσιογραφία της ακροδεξιάς. Μερικές φορές αστειευόμουν ότι, αν οι DIGOS (Divisione Investigazioni Generali e Operazioni Speciali) έβλεπαν τα βιβλία που παράγγελνα μέσω mail, θα έρχονταν σπίτι μου να με ανακρίνουν.

 

Υπήρξαν διασυνδέσεις, διαμεσολβητές, ανάμεσα στους φασίστες και στους Χριστιανοδημοκράτες;

Ας το θέσουμε ως εξής: μέρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, σε συνεργασία με τους Αμερικανούς, προσπάθησαν να σταματήσουν την άνοδο της Αριστεράς. Σ΄αυτό το πλαίσιο, μερικά τμήματα των Χριστινοδημοκρατών, που ήταν εθνικός θεσμός, κάτι σαν ένας τεράστιος καθοδηγητικός οργανισμός, ανακατωμένος σε κάθε τομέα της ιταλικής κοινωνίας, μέσω των μυστικών υπηρεσιών και των σωμάτων ασφαλείας και με χιλιάδες ενδιάμεσους, ίσως να είχαν επαφές με συγκεκριμένες ακροδεξιές εξτρεμιστικές ομάδες. Σύμφωνα με τις αναφορές των νεοφασιστών, αυτό συνέβαινε σε πολλές περιπτώσεις. Αλλά τότε η κατάσταση ήταν πολύ μπερδεμένη. Ο Βεντούρα, που δικάστηκε για της βόμβες στην Piazza Fontana, θεωρείτο ένας ακροαριστερός εκδότης, ενώ στην πραγματικότητα ήταν νεοφασίστας. Ο Μερλίνο, που επίσης δικάστηκε με τις ίδιες κατηγορίες, ήταν μέλος ένός αναρχικού γκρουπούσκουλου.

 Στις γενικές εκλογές, που διεξήχθησαν τον Μάιο του 1968, το PCI (Partito Comunista Italiano, Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) έλαβε το 38% των ψήφων και αναδείχθηκε η δεύτερη ισχυρότερη παράταξη στο ιταλικό κοινοβούλιο. Πιστεύεις ότι η άνοδος των κομμουνιστών τρόμαξε τους φασίστες και τους έκανε να απαντήσουν με τη βία;

Απόλυτα. Αλλά το γεγονός αυτό δεν τρόμαξε μόνο τους φασίστες, που μόνοι τους θα μπορούσαν να κάνουν λίγα πράγματα. Χρειάζονταν επαφές, στρατηγικές και εξυπηρετήσεις, τις οποίες και έλαβαν από εξωτερικές δυνάμεις.

Ας δούμε λίγο τον ρόλο που έπαιξε ο Τύπος. Οι φασίστες ήταν υπεύθυνοι για τις μεγαλύτερες προβοκάτσιες, όμως ο Τύπος επέμενε να κατηγορεί τους αριστερούς και να τους φορτώνει τα εγκλήματα. Πώς το εξηγείς;

Η στρατηγική ήταν να προκληθεί χάος, να κατηγορηθούν οι αναρχικοί και οι κομμουνιστές, ώστε οι πολίτες να ζητήσουν τάξη και προστασία, να εδραιωθεί ένα διαρκές αίτημα για τη διατήρηση της τάξης που θα προκαλούσε την εφαρμογή ειδικών νόμων ή ακόμα και την εγκαθίδρυση δικτατορίας (σημειωτέον, υπήρξαν ενέργειες που στόχευαν σε πραξικόπημα). Φυσικά, με τα ψέματα και τις προβοκάτσιες δεν κερδίζεις, έτσι το μόνο που πέτυχαν ήταν να υπάρξει ένοπλη απάντηση από τα αριστερά, όπως η τρομοκρατία των Ερυθρών Ταξιαρχιών, για παράδειγμα, αλλά και άλλων ακροαριστερών ομάδων. Η κοινωνία επιζητούσε τις αλλαγές, όμως επικράτησε η βία και υπήρξε τελικά οπισθοδρόμηση (επιπλέον, ήταν και οι επιπτώσεις της οικονομίας, η οικονομική έκρηξη των προηγούμενων ετών έφτανε στο τέλος της, αφήνοντας μια χώρα σε κατάσταση κατάθλιψης, ύστερα από τα χρόνια της ευφορίας της δεκαετίας του 1950). Αυτά.

 31uc4bpcqil__ac_sy780_

Ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, ο Στέφανο Γκουέρα, είναι ένας πολύ βίαιος φασίστας. Γιατί επέλεξες να αφηγηθείς την ιστορία σου με την οπτική των φασιστών;

Σκοπός μου ήταν να διερευνήσω τις αιτίες που προκαλούν τη βία στην πολιτική. Πιστεύω ότι όταν η πολιτική λειτουργεί ομαλά, η κοινωνική βία εξορίζεται. Στο κάτω-κάτω, ο θυμός και η αίσθηση της αδικίας χρησιμεύουν στην κοινωνία, γιατί την ωθούν να πιέσει για αλλαγές, όμως, συγχρόνως, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος να την οδηγήσουν στη βία. Ας το ξεκαθαρίσουμε λίγο. Ο κομμουνισμός λέει στον εργαζόμενο, μην σπάσεις το κεφάλι αυτού που σε έχει κάνει να πεινάς, αλλά, αντίθετα, συντόνισε τις ενέργειές σου με αυτές άλλων ανθρώπων της ίδιας τάξης με τη δική σου, και κάποια μέρα, όλοι μαζί θα έχουμε μια δικτατορία του προλεταριάτου και μια καλύτερη κοινωνία. Η σημερινή βία και η στυγνή αδικία θα μεταλλαχθούν σε ένα σύστημα που θα ανανεώσει και θα βελτιώσει την κοινωνία. Τα ίδια λέει και ο χριστιανισμός. Λέει στον αγρότη: μην σκοτώσεις τον αριστοκράτη που σε αφήνει να πεθάνεις από την πείνα, γιατί το Βασίλειο των Ουρανών είναι δικό σου. Ο φασισμός, στον αντίποδα, επιζητεί τον θυμό, επιζητεί τη βία ως μια μορφή στιβαρής πολιτικής χειρονομίας. Πρώτα βάρα και μετά σκέψου. Ανθρωπολογικά, είναι μια μορφή πρωτόγονης πολιτικής, βασισμένης στην ισορροπία δυνάμεων και στην κυνική χρήση της βίας. Και “γοητεύει” γιατί σε κάνει να πιστεύεις ότι η λύση στα προβλήματά σου είναι εύκολη: το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι να χτυπάς, τα προβλήματά σου θα λυθούν με τη χρήση της βίας (ας σημειωθεί, ότι πρακτικές φασισμού μπορούν να εντοπιστούν και σε μια μερίδα της Αριστεράς).

Γράφω για τον φασισμό για να τον κατανοήσω ως πρόβλημα, κάτι που απέχει παρασάγγας από το να τον δικαιώνω. Αντίστοιχα, μπορώ να καταλάβω τις αιτίες που οδήγησαν τον Ρασκόλνικοφ στο έγκλημα (σημ: στο Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι), τα προβλήματά του είναι παρόμοια με τα δικά μου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τον δικαιώνω. Το έργο μου, πιστεύω, αποσκοπεί στην κατανόηση και αποδόμηση αυτής της φριχτής οπτικής για τα πράγματα, όχι μέσα από τη δική μου οπτική, αλλά μέσα από την οπτική των ίδιων των ανθρώπων που την υπερασπίζονται.

Αν και εξαιρετικά βίαιος, ο Στέφανο είναι πολυδιάστατος χαρακτήρας. Τον παρουσιαζεις να έχει ευαισθησίες. Είναι ακαταπόνητος αναγνώστης ποίησης (φέρεται να λατρεύει την Αργεντινή Σεσάρεα Καριέγο) και επίσης απολαμβάνει τον Ντοστογιέφσκι και τα Εκατό χρόνια μοναξιάς του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Τι θέλεις να δείξεις με αυτές τις αντιφάσεις του χαρακτήρα του;

Όπως είπα και πιο πάνω, κανείς μας δεν είναι μονοδιάστατος, είμαστε πολλά πράγματα μαζί και υπό συγκεκριμένες συνθήκες και κάτω από διαφορετικές επιρροές, ο καθένας μας ίσως θα μπορούσε να έχει γίνει ένας βίαιος φασίστας. Δημιουργώντας τον Στέφανο, ήθελα να παρουσιάσω έναν χαρακτήρα ο οποίος στρέφεται στη βία εξαιτίας διαφόρων οικογενειακών δυσλειτουργιών, οι οποίες του προκαλούν ταπείνωση και αγανάκτηση, αλλά και μια αίσθηση έλλειψης ταυτότητας, όλα αυτά τα συναισθήματα που γενούν τη μνησικακία και την πικρία σε συνδυασμό με έναν άρρωστο βιταλισμό (είναι χαρακτηριστικά που συχνά απαντούν σε βιογραφίες φασιστών). Συγχρόνως, ήθελα να του αφήσω τα περιθώρια να ωριμάσει, και, ως έναν βαθμό, να αλλάξει τον τρόπο σκέψης του. Η κουλτούρα θα μπορούσε να είναι ένα κλειδί. Πραγματικά, οι υποτιθέμενοι συνοδοιπόροι του, χρειάζεται να του κάνουν τα πάνδεινα μέχρι να καταλάβει με τι σόι βρωμερές ανθρώπινες υπάρξεις συναναστρέφεται, μέχρι τελικά να το καταλάβει, κάτι που συμβαίνει (στο μυθιστόρημα). Κάτι που στην ιστορία, στην πραγματική ζωή, σπάνια έχει συμβεί.     

 Ας μιλήσουμε και για το άλλο σου μυθιστόρημα που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, το "Όλοι θέλουν να χορεύουν". Ήσουν teenager στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, περίοδο κατά την οποία εκτυλίσσεται το βιβλίο. Ποιες είναι οι αναμνήσεις σου από την Ιταλία εκείνης της εποχής;

Ευτυχία και μοναξιά. Ήμασταν χαρούμενοι, αλλά αισθανόμαστε μόνοι, τουλάχιστον έτσι ένιωθα εγώ. Δεν υπήρχε πια πολιτική, καμία διάσταση δημόσιου διαλόγου, και αν υπήρχαν κάποιες, ήταν απλώς επιβιώσεις του παρελθόντος. Υπήρχαν παρέες φίλων, που κυνηγούσαν την επιτυχία, όπως επίσης και μερικά άλλα άτομα που ανήκαν σε υποκουλτούρες. Θυμάμαι ότι ζούσα καλά, αλλά δεν ήταν ο δικός μου κόσμος. Κάτι πήγαινε λάθος στην κοινωνία μετά την ανάδειξη στην εξουσία της Θάτσερ και του Ρέιγκαν, οι νέοι ήρωες της εποχής ήταν οι μάνατζερ. Ήμασταν όλοι ντιλετάντηδες, ο καθένας κλεισμένος στη δική του φυσαλλίδα, με την αίσθηση ότι όλα ήταν εφήμερα, ότι δεν υπήρχε κάποιο σχέδιο για την Ιταλία και την κοινωνία της, ήμασταν σε μια χαρούμενη περιπλάνηση.

010200056518   

 Είναι ένα μυθιστόρημα για το πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση, για τις χαρές της ζωής (τον έρωτα, τον χορό, τη μουσική) που ανακαλύπτεις όταν είσαι νέος. Αποτελεί όμως και μια τοιχογραφία της πολιτικής κατάστασης στην Ιταλία εκείνα τα χρόνια.

Τα 80’ς ήταν η εποχή που σηματοδότησε το πέρασμά μου στην ενηλικίωση. Μπορεί να παρέμεινα εκεί, δεν μπορώ να πω. Τα πάντα ήταν μια ανακάλυψη. Δεν μπορώ να πω ότι αναζητούσα κάποιο ανώτερο νόημα, αλλά ήταν μια εποχή γεμάτη εμπειρίες. Ήμουν μάλλον καταθλιπτικός, γεμάτος από αισθήματα ενοχής. Αναζητούσα κάποιον να με καθοδηγήσει, αλλά η πολιτική ήταν πολύ μακριά μου. Ζούσα στην Πάρμα και θυμάμαι ότι όλοι τότε εκεί ήταν οπαδοί του Μπερλινγκουέρ. Νομίζαμε ότι ήμασταν οι καλύτεροι, ζούσαμε σε μια ιδανικοποιημένη Ιταλία. Μετά την αποτυχία του Ιστορικού Συμβιβασμού (σημ: δηλαδή την προσπάθεια συμφιλίωσης Αριστεράς και Δεξιάς, με αρχιτέκτονες τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ και τον Άλντο Μόρο, εκατέρωθεν), ο Μπερλινγκουέρ αντιλήφθηκε ότι δεν θα συμμετείχε (το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα) στην κυβέρνηση. Από την πραγματική πολιτική (που σημαίνει να διαχειρίζεσαι την πραγματικότητα) μετακινήθηκε σε μια ιδεατή πολιτική, δημιουργώντας έναν μεταφυσικό χώρο για την εκλογική του βάση. Όταν νιώθεις ότι δεν μπορείς να αλλάξεις τα πράγματα, εγκαταλείπεις τη δράση και κλείνεσαι στον εαυτό σου. Βιώνεις τη μοναξιά. Έτσι ένιωθα.

Έχεις έντονες αναμνήσεις από τον θάνατο του Μπερλινγκουέρ (έμφραγμα σε διάρκεια ομιλίας του στην Πάντοβα, στις 11 Ιουνίου του 1984); Πιστεύεις ότι το PCI πέθανε μαζί του?

Λοιπόν, ήταν σοκ για όλους μας, αλλά όπως είπα παραπάνω, νομίζω ότι η πολιτική του είχε ήδη εξαντληθεί. Προσπαθώ να σκέφτομαι, τόσο την Αριστερά όσο και τη Δεξιά, ως έννοιες που διαρκώς αλλάζουν, και νομίζω ότι η Αριστερά του Μπερλινγκουέρ δεν θα μπορούσε να υπάρξει σήμερα. Η ιταλική Αριστερά περνάει μεγάλη κρίση. Πρέπει να επανακαθορίσει τον εαυτό της, να ανοίξει διάλογο με τις διάφορες τάξεις του πληθυσμού της χώρας, κάτι που έχει να συμβεί εδώ και χρόνια.

Έχεις γράψει περισσότερα από 10 μυθιστορήματα και δύο ποιητικές συλλογές. Θα ήθελες  να μας μιλήσεις για κάποιο που αγαπάς πολύ;

Λοιπόν, ένα από τα πιο αγαπημένα μου είναι το “Futbolbailado” (Κλωτσοπατινάδα), που αναφέρεται σε εκείνο το τελείως αναρχικό ποδόσφαιρο που παίζαμε παιδιά στους δρόμους. Αναφέρεται επίσης σε έναν σπουδαίο ποδοσφαιριστή που πεθαίνει σε πολύ νεαρή ηλικία, αλλά και στον Πιερ-Πάολο Παζολίνι (που το πάθος του για το ποδόσφαιρο είναι γνωστό).   

Οι εκδόσεις Πόλις θα κυκλοφορήσουν κάποια στιγμή στα ελληνικά και το μυθιστόρημά σου “Il sole senza ombra”. Σε ποια περίοδο τοποθετείται και ποιο είναι το κεντρικό θέμα;

Το θεωρώ το καλύτερό μου μυθιστόρημα. Αναφέρεται σε έναν σπουδαίο κωμικό, που είναι επίσης μυστηριώδης τύπος και ψεύτης, και ο οποίος αρχίζει να ασχολείται με την πολιτική στη δεκαετία του ’70, συνεχίζοντας και σε αυτή του ’80. Σας θυμίζει κάτι; Ήθελα να δείξω με αυτό τον τρόπο ότι η γλώσσα της πολιτικής συνεχώς μοιάζει όλο και περισσότερο με show, δύο διαφορετικοί κόσμοι που είναι επικίνδυνο να συνδυάζονται. Ο νόμος του βασιλιά, που κάποτε περιοριζόταν από την αντι-δύναμη του γελωτοποιού, τείνει σήμερα να γίνει ο νόμος του γελωτοποιού. Ζούμε σε καιρούς αβέβαιης πραγματικότητας, που συχνά καθορίζεται από αυτόν που ψεύδεται καλύτερα, από αυτόν που κομπάζει πιο δυνατά.    

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured