Τι θα λέγατε αν σας έλεγαν ότι κάποιος εποφθαλμιά την θέση του Ρομπ Γκόρντον στην κατηγορία «λογοτεχνικός ιδιοκτήτης δισκάδικου»; Ότι κάποιος ή μάλλον, κάποια στη Γαλλία εμπνεύστηκε μια ιστορία που θα μπορούσε να αναγνωσθεί σαν μια σκοτεινή εκδοχή του High Fidelity, που εκκινά από τη μουσική και διεισδύει στα ανθρώπινα μύχια και την κοινωνική τους ακτινογραφία; Ότι υπάρχει κάπου εκεί έξω ένα βιβλίο oldshcool αυτοκαταστρορφής και μοντέρνας ψυχογραφίας, που δεν λέει και τίποτα καινούριο, αλλά τα λέει όλα μοναδικά, με πρωταγωνιστή τον πιο αμφιλεγόμενο πεπτωκότα άγγελο που έχει να επιδείξει η μυθιστοριογραφία εδώ και καιρό; Πάντως, ό,τι και να σας έλεγαν τίποτα δεν θα μπορούσε να σας προετοιμάσει επαρκώς για το πρώτο μέρος της τριλογίας του Βέρνον Σούμπουτεξ, της γαλλίδας συγγραφέως και κινηματογραφίστριας Virginie Despentes. Πρόκειτια για ένα από τα καλύτερα βιβλία που μπορεί κάποιος να βρει και να διαβάσει μονορούφι εκεί έξω. Το γιατί, στα κεφάλαια που ακολουθούν.

 

Ο πόνος των πραγμάτων και του ανθρώπου

O Βέρνον Σούμπουτεξ, τις ημέρες της αφθονίας του, ήταν ο ιδιοκτήτης ενός κυρίαρχου δισκάδικου της παρισινής indie σκηνής, του Revolver. Αυτό του εξασφάλισε την άσωτη ζωή «side ροκ σταρ» για την οποία ήταν φτιαγμένος: γυναίκες, χαλαρά ναρκωτικά, ξενύχτια, μουσική, υψηλές μουσικές γνωριμίες, φήμη κι άλλες γυναίκες. Όμως στην περίοδο της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης τα πράγματα έχουν ζορίσει για αυτόν, το δισκάδικο έχει κλείσει, το επίδομα ανεργίας του έχει κοπεί, οι δίσκοι που ξεπουλάει στο eBay για να ζήσει έχουν τελειώσει και ζει χάρη στη γενναιοδωρία ενός καρδιακού φίλου, του σέξι αμφιλεγόμενου ροκ σταρ Άλεξ Μπλιτς, που του πληρώνει το νοίκι. Μέχρι που ο Μπλιτς σουτάρει σαμπάνια και θάνατο και βρίσκεται νεκρός στο διαμέρισμά του. Ο Σούμπουτεξ θα γνωρίσει τη φρίκη της έξωσης και από εκεί θα ξεκινήσει ένα παρασιτικό οδοιπορικό στους δρόμους του Παρισιού και σε καναπέδες παλιών φίλων και γνωστών, στο κρεβάτι υστερικών γυναικών που γαντζώνονται πάνω του, στα παγκάκια του πάρκου κι από εκεί σε έναν άλλο καναπέ ενός ακόμα ξεχασμένου φίλου. Στο φόντο παρελαύνει μια εκπληκτική ποικιλία χαρακτήρων, τους οποίους, με αξιοθαύμαστη τεχνική, η Despentes προλαβαίνει να ψυχογραφήσει στο έπακρο -είτε τους αφιερώνει πέντε είτε δεκαπέντε σελίδες: «ευτυχισμένες οικογένειες» του γαλλικού ονείρου, σάπιοι δήθεν καλλιτέχνες της πολιτιστικής πιάτσας, puppet master ατζέντηδες και δολοφόνοι προσωπικοτήτων, άστεγοι και νεοναζί εγκληματίες, πορνοστάρ, τραβεστί και χαροκαμένες μάνες, όλοι έχουν τη θέση τους σε αυτήν την παράδοξα επιτυχημένη ακτινογραφία των πεπραγμένων της σύγχρονης γαλλικής κοινωνίας. Η Despentes έχει καταφέρει να δημιουργήσει για το σύμπαν του Σούμπουτεξ όχι έναν, όχι δύο, αλλά τουλάχιστον δυο ντουζίνες βαθιά ανθρώπινων αντι-ηρώων, πανέτοιμων να τραγουδήσουν στους ρυθμούς και την εξαιρετική πρόζα του βιβλίου, τον πόνο των πραγμάτων και του ανθρώπου.

 

«Η Νάντια Κομανέτσι της playlist»

Προς το τέλος του βιβλίου ο Σούμπουτεξ βρίσκεται ένα βράδυ να παίζει μουσική στο πάρτι ενός χρηματιστή βουτηγμένου στην κοκαΐνη και την παράνοια του σχετικού lifestyle, με αντάλλαγμα την διανυκτέρευσή του στο αχανές διαμέρισμά του–κέντρο διερχομένων. Χρησιμοποιεί απλώς το iPod του και ένα δανεικό laptop. O φτιαγμένος χρηματιστής εκστασιάζεται με το soundtrack που χτίζει για το πάρτι του, διψάει για την επόμενη αλλαγή, αλαλάζει ότι ο Σούμπουτεξ είναι «Η Νάντια Κομανέτσι της playlist». Και αυτό είναι το δεύτερο μεγάλο ατού του βιβλίου. Πέρα και πάνω από τον σχεδιασμό της κατατομής της σύγχρονης γαλλικής κοινωνίας, το Βέρνον Σούμπουτεξ είναι ένα βαθιά μουσικό βιβλίο. Το Βέρνον Σούμπουτεξ δονείται πάντα από καλή μουσική, στο βάθος ή το προσκήνιο: από τα δισκάκια που ξεπούλησε ο Σούμπουτεξ όταν έκλεισε το δισκάδικό του, μέχρι τον Johnny Cash που ακούει στα ακουστικά του αλλά και τις αλλαγές Britney Spears-Trentemoller-Depeche Mode που κάνει στο μουράτο party.

 

Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή

Το πρώτο μέρος της τριλογίας του Σούμπουτεξ είναι σαν πόρτα σε ένα περίεργο, δυναμικό πάρτι, που σε κάθε γωνιά του μπορείς να έρθεις επαφή με μια διαφορετική ανθρώπινη οπτική, τη στιγμή που ο DJ Revolver κάνει ακόμη μία από τις περίφημες αλλαγές του. Και κάπου εκεί τη στιγμή «που δεν έχει ξημερώσει ακριβώς, αλλά είναι μια παράξενη ώρα που το σκοτάδι αποτραβιέται λίγο πριν βγει ο ήλιος» το πρώτο αυτό πάρτι τελειώνει λυρικά και βίαια αφήνοντας τον αναγνώστη να περιμένει διακαώς να σαρωθεί από το επόμενο σκέλος της τριλογίας.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured