Άγγελος Κλειτσίκας

 

Επιστροφή μετά από μία εβδομάδα απουσίας. Στο ενδιάμεσο, ξεκινήσαμε να βγαίνουμε έξω ξανά με φίλους, να αράζουμε στους λόφους της Αθήνας το σούρουπο με μπύρες και να χαζεύουμε τη φωτισμένη πόλη, να χτίζουμε νέες αναμνήσεις σε γωνίες της που έλειψαν και είχε καταπιεί η καραντίνα, να εξερευνούμε σημεία της που προσπερνούσαμε πιο εύκολα πριν και τώρα τα εκτιμούμε διαφορετικά, να οδηγούμε ξανά για μερικές ώρες για να κάνουμε τις πρώτες μας βουτιές σε αφύσικα ζεστές θάλασσες και να νιώθουμε πως, επιτέλους, υπάρχει αυτή η αίσθηση προοπτικής και σκοπού στην καθημερινότητα, η οποία είχε χαθεί μέσα στη καρδιά της άνοιξης. Να απολαμβάνουμε τη στιγμή, όσο κλισέ και αν ακούγεται. Και κάπως έτσι, μέσα σε ένα χάος από προσωπικές και συλλογικές αλλαγές που συμβαίνουν συνεχώς, νιώθω πως ο φετινός Μάιος γλιστράει πιο γρήγορα από ποτέ.
 

Ακόμη δεν ζύγωσε καλά καλά το καλοκαίρι και άρχισαν τα όργανα: η πρώτη λίστα με τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς μέχρι στιγμής έσκασε από τον Guardian και είναι ακόμη περισσότερο πλουραλιστική απ’ ότι μας έχει συνηθίσει το μεγάλο βρετανικό Μέσο. Από το hardcore/ metal των Code Orange και το breakthrough άλμπουμ τους Underneath μέχρι τη πολυσυλλεκτική jazz του Jeff Parker, και από τη zeros pop/new metal νοσταλγία της Rina Sawayama μέχρι την αξιολάτρευτη επιστροφή του πρώην μέλους των Walkmen, Hamilton Leithauser, είναι μία λίστα που θα σας υπενθυμίσει μερικούς φοβερούς δίσκους που έχετε ήδη απολαύσει μέσα στη χρονιά, αλλά, κυρίως, θα σας οδηγήσει σε νέες ανακαλύψεις μερικών που μάλλον προσπεράσατε (αυτό ακριβώς δηλαδή που «οφείλουν» να κάνουν οι σωστές λίστες). Φυσικά λείπουν κυκλοφορίες που θα φιγουράρουν ψηλά στις αντίστοιχες λίστες στο τέλος της χρονιάς (Destroyer, Caribou, Grimes), αλλά στη πρώτη πρώτη θέση ως αναφορά δεσπόζει μακράν το πιο σημαντικό άλμπουμ της χρονιάς. Δεν είναι άλλο από το Fetch The Bolt Cutters της Fiona Apple, το οποίο μάλιστα αναρριχήθηκε στη κορυφή των πιο υψηλά βαθμολογημένων άλμπουμ της Metacritic εποχής, ξεπερνώντας ακόμη και το To Pimp A Butterfly του Kendrick Lamar, αν αυτό λέει κάτι για την ιστορική του αξία.

Δέκα χρόνια ακριβώς έχουν περάσει από τη κυκλοφορία του εκπληκτικού ντεμπούτο των Tame Impala, Innerspeaker. Όπως σχολιάζει πολύ εύστοχα το Stereogum, «Πριν ο Kevin Parker γράψει το μέλλον του ψυχεδελικού ροκ, έπρεπε να γράψει εκ νέου το παρελθόν του». Αυτό ακριβώς συμβαίνει στη παρθενική δουλειά των Αυστραλών, μέσα από την οποία μας συστήνεται για πρώτη φορά το ταλέντο του Parker -αυτό που μπορεί να συνδέει το παρελθόν με το παρόν με έναν τρόπο που δεν ακούγεται αναχρονιστικός, αλλά φρέσκος. Μπορεί το Innerspeaker να είναι ο πιο αρχετυπικός, κιθαριστικός, ψυχεδελικός δίσκος της μπάντας, αλλά έφερε στην επιφάνεια την ενστικτώδη της επαφή με μεγάλες, pop μελωδίες τις οποίες θα απολαμβάναμε σε όλο της το μεγαλείο στη συνέχεια. Σήμερα η ιστορία είναι γνωστή, αλλά όταν άκουγα για πρώτη φορά το άλμπουμ το καλοκαίρι του 2010 και συνειδητοποιούσα πως υπάρχουν μπάντες στο σήμερα που προσπαθούν να κάνουν με ένα διαφορετικό τρόπο όλα αυτά που είχα ως πρωταρχικά, μουσικά ερεθίσματα, ένιωθα πως κάτι μεγάλο συνέβαινε εδώ.

 

Όλα είναι θέμα ρυθμού. Αυτή είναι η επιτυχημένη, σκηνοθετική φιλοσοφία του βραβευμένου Damien Chazelle (Whiplash, La La Land) και με αυτή ακριβώς πορεύεται στα δύο πρώτα επεισόδια της νέας σειράς του Netflix, The Eddy, τα οποία ανέλαβε να σκηνοθετήσει ανάμεσα στα οκτώ συνολικά. Ωστόσο, η γαλλό-αμερικανική παραγωγή σε σενάριο του Jack Thorne (This Is England), ενώ θέλει να περαστεί ως ένα αφαιρετικό, αρτιστίκ δράμα σαν μία επινοητική σύνθεση αυτοσχεδιαστικής jazz καταλήγει να μοιάζει με ένα κονσερβοποιημένο, τηλεοπτικό προϊόν που χρησιμοποιεί τα καλλιτεχνικά, μουσικά διαλείμματα για να καλύψει το αδύναμο του σενάριο. Η ιστορία εκτυλίσσεται στις κακόφημες γειτονιές του Παρισιού, όπου ο Elliot, ο ιδιοκτήτης ενός jazz club (του The Eddy) μαζί με τον Farid, προσπαθεί να ξεπεράσει όλες τις δυσκολίες που θα συναντήσει στο διάβα του για να κρατήσει ζωντανό το club και την αγάπη του για τη μουσική. Εντελώς ειρωνικά, αυτό που λείπει από τη σειρά είναι ο ρυθμός και οι πραγματικά ενδιαφέροντες χαρακτήρες, καθώς στη προσπάθεια τους να αποτυπωθούν ως εντελώς αληθινοί, καταλήγουν να μοιάζουν καρικατούρες. Το χειρότερο απ’ όλα είναι πως τα επεισόδια διαρκούν γύρω στη 1 ώρα και δεν είναι από αυτά που λες «δεν κατάλαβα καν πως πέρασε η ώρα». Ακόμη και το βασικό jazz θέμα της σειράς, γραμμένο από τους Glen Ballard και Randy Kerber, δεν είναι από αυτά που σου κολλάνε στο μυαλό και το συνδυάζεις με δυνατές, τηλεοπτικές εικόνες. Αν αναζητείτε μία σειρά με μπόλικη jazz και ένα στοιχειώδες σενάριο να τη συνοδεύει, κοπιάστε, αλλά χωρίς ιδιαίτερες προσδοκίες. 

 

Όπως το συνηθίζει, ο Αμερικανός Jeff Rosenstock επέστρεψε αιφνιδιαστικά με το νέο, τέταρτο άλμπουμ του NO DREAM, την κυκλοφορία του οποίου συνοδεύει με το σχόλιο «ελπίζουμε να σας κάνει να νιώσετε καλά, αλλά αν δεν συμβεί, συγγνώμη είναι δικό σας θέμα». Μπορεί να μη φτάνει τα επίπεδα του φοβερού και τρομερού POST-, αλλά είναι ένα απολαυστικό άλμπουμ γεμάτο από ανθεμικούς pop-punk δυναμίτες τσέπης, μέσα από τους οποίους ο Rosenstock περιγράφει μικρές, φαινομενικά ασήμαντες σκηνές της καθημερινότητας του, στην προσπάθεια του να βρει ξανά νόημα στο οτιδήποτε. Πριν δοκιμάσει τη τύχη του σε σόλο μονοπάτια, ο μουσικός είχε περάσει από πολλά γκρουπ, όπως τους ska punks The Arrogant Son Of Bitches, τη κολεκτίβα Bomb The Music Industry! και τους indie rockers Kudrow. Όμως, πατώντας τα 30 ξεκίνησε να κυκλοφορεί μουσική υπό το όνομα του και αν ακούσετε τους τέσσερα απίστευτα διασκεδαστικούς -σαν ξέφρενα πάρτι- δίσκους του, θα καταλάβετε το πόσο άνετα και cool νιώθει με αυτή του την επιλογή.

 

Οι αγαπημένοι ροκ μπαμπάδες επέστρεψαν με νέο κομμάτι και αυτό είναι πάντα ένα πολύ καλό νέο. Οι Wilco (ντε) συνεχίζουν να βρίσκονται σε φόρμα και μοιράστηκαν το νέο τους τραγούδι "Tell Your Friends", μία πανέμορφη, γήινη σύνθεση εμπνευσμένη από τις μέρες της καραντίνας, για όσα όμορφα θα θέλαμε να πούμε και να δείξουμε στους φίλους μας όταν τους ξαναδούμε. Και αν αυτό δεν μοιάζει αρκετό, μπορείτε να απολαύσετε τον Jeff Tweedy να ερμηνεύει solo το υπέρτατο τραγούδι του γκρουπ για τη εκπομπή του Stephen Colbert.

https://www.youtube.com/watch?v=MJF6BunIdF0&feature=youtu.be

 

Τίτλοι μουσικών νέων που μόνο η παρατεταμένη καραντίνα θα μπορούσε να δώσει: «Παρακολουθήστε το Neil Young να παίζει το “Homegrown” στις κότες του». Αλήθεια, δείτε το, και ζηλέψτε τις καλοαναθρεμμένες κότες που φαίνεται να το απολαμβάνουν.

 

Παρακολουθώ την εξέλιξη του Perfume Genius ( a.k.a Mike Hardeas) από το 2010 και το ντεμπούτο του Learning, όπου από ένα αζύμωτο ακόμη μουσικά παιδάκι χαμένο στην εσωστρεφή, πιανιστική indie, έφτασε με τη φετινή, κορυφαία του κυκλοφορία Set My Heart On Fire  να συλλαμβάνει στην ολότητα του το προσωπικό του μουσικό όραμα. Τα πολλά θα ακολουθήσουν σε αναλυτική (αναπόφευκτα διθυραμβική) κριτική τις προσεχείς μέρες, αλλά για την ώρα διαβάζετε εδώ μία εξαιρετική του συνέντευξη και αφήνω τους στίχους του τραγουδιού που με εξαΰλωσε.

 

Touch me deep
Before you leave

Just enough

To find me

 

The promise in your eye
To hold our secret so tight

Take my song and hide

Take my song in hiding

 

Hum the melody

 

Touch me deep
Before you leave

Every move in time

The sun on your side

I keep every line

I'll trace them now

On mine

 

Take my song in hiding
Hum the melody

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured