Άγγελος Κλειτσίκας

Η στήλη αυτή ξεκίνησε τις πρώτες μέρες της καραντίνας ως φυσική ανάγκη να καταγράφω τις σκέψεις μου για όλα όσα ακούω/βλέπω/ξεχωρίζω/απολαμβάνω μέσα στην εβδομάδα μου. Όσο περισσότερο γράφω γι αυτά, νιώθω πως αυτό γίνεται μια ψυχοθεραπεία επί το έργον, θα έλεγε κανείς. Και αυτές τις μέρες, φτάνοντας λίγο πιο κοντά στη ζωή όπως πριν, πήρα γερές δόσεις.  

«Η ζωή συνεχίζεται». Αυτό είναι το motto του δεύτερου κύκλου της σειράς After Life, την οποία υπογράφει και σκηνοθετεί ο βρετανός κωμικός Ricky Gervais, γνωστός κυρίως για το The Office, μία από τις πιο απολαυστικές για την μη πολιτική της ορθότητα στιγμές της τηλεόρασης του 21ου αιώνα. Επίσης, ο Gervais υποδύεται τον πρωταγωνιστή της σειράς, Tony Johnson, ο οποίος εργάζεται στην τοπική εφημερίδα μιας μικρής επαρχιακής πόλης του Νησιού και ο μόνος λόγος που κρατιέται στη ζωή μετά τον πρόωρο χαμό της γυναίκας του από καρκίνο, είναι ο σκύλος του. Ενώ η πρώτη σεζόν έβριθε από τον ανακουφιστικό μηδενισμό και κυνισμό που χαρακτηρίζει τη γραφή του Βρετανού, ο κεντρικός χαρακτήρας της σειράς «μαλακώνει» στα νέα, έξι επεισόδια, προσπαθώντας να εκτιμήσει τη ζωή ως έχει, αποδεχόμενος την ομορφιά της μέσα στη τραγική της φύση. Υπάρχουν αρκετές στιγμές μέσα στη δεύτερη σεζόν που οι ατάκες μοιάζουν να έχουν βγει κατευθείαν από προχειρογραμμένα βιβλία αυτοβελτίωσης και έχουν γίνει εκπτώσεις στη καυστικότητα του χιούμορ (για λόγους που ελπίζω να μην σχετίζονται με το κεφάλαιο «πολιτική ορθότητα»). Αλλά, υπάρχει μία αβίαστη φυσικότητα στους διαλόγους, τα βλέμματα και τις χειρονομίες, χωρίς την ανάγκη βαθύτερων αναλύσεων. Όταν δεν γνωρίζεις αν τα δάκρυα που πλημμυρίζουν τα μάτια είναι αυτά της χαράς ή της λύπης, τότε κάτι συμβαίνει σωστά εδώ πέρα. Και στο τέλος, η σειρά λειτουργεί ως υπενθύμιση πως η μόνη ερώτηση που μετράει δεν είναι το αν πιστεύεις στη ζωή μετά θάνατον,αλλά αν κάνεις κάτι για τη ζωή πριν το θάνατο. Ο τρίτος κύκλος θα δώσει απαντήσεις γι αυτό τον πολύ ανθρώπινο χαρακτήρα που έπλασε ο Gervais.

 

H ιδιοφυία της ηλεκτρονικής μουσικής των ημερών μας, ο Jon Hopkins, επέστρεψε με νέο 20λεπτο κομμάτι (υπάρχει και 5λεπτη εκδοχή, αλλά δεν τη συνιστώ), με το οποίο μάλιστα ξεκινάει και η playlist “Jon Hopkins: Quiet”. Είναι ένα project συλλογής ambient μουσικής για διαλογισμό, το οποίο ο μουσικός αποφάσισε να μοιραστεί ως αντίδοτο στο χάος της περιόδου. Το “Singing Bowl (Ascension)” ακούγεται και αυτό στην αρχή ως μία άσκηση αναζήτησης μίας ζεν κατάστασης, αλλά, καθώς εξελίσσεται, αναδύεται η αίσθηση πως υπάρχει κάτι απειλητικό που κρύβεται μέσα στα αρμονικά επίπεδά του. Ακούστε το τις μικρές ώρες σε σκοτεινά δωμάτια, ξαπλωμένοι με κλειστά τα μάτια και ακουστικά στα αυτιά, και μπορεί να νιώσετε πως για μία στιγμή βγαίνετε από το σώμα σας και ανυψώνεστε. Έντονο, όσο και παρηγορητικό.   

 

Η δεύτερη δυνατή επιστροφή της εβδομάδας, είναι αυτή των αγαπημένων Fontaines D.C. Μετά το περσινό εντυπωσιακό τους ντεμπούτο Dogrel, ένα ποιητικό γράμμα αγάπης και μίσους στη πόλη της ζωής τους, το Δουβλίνο, μοιράζονται ένα χρόνο αργότερα το νέο τους τραγούδι “A Hero’s Death”, από τον ομότιτλο, επερχόμενο τους δίσκο που θα κυκλοφορήσει 31 Ιουλίου στη Partisan Records (πως θα είναι η ζωή τότε άραγε;). “Life ain’t always empty”, επαναλαμβάνει εμμονικά ο Grian Chatten, υπό την αρμονική χορωδία των συμπαικτών του, σα να προσπαθεί περισσότερο να πείσει τον ίδιο του τον εαυτό. «Είναι ένα θετικό μήνυμα, αλλά με την επανάληψη παίρνει διαφορετικό νόημα, όπως συμβαίνει σε όλα τα μάντρα όταν τα δοκιμάζεις συνεχώς», λέει ο ίδιος. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τη μουσική του γκρουπ, καθώς δεν αλλάζει κάτι ουσιαστικά στον ήχο του: η post punk αγριάδα παραμένει, το άγουρο 1960’s vibe του πρώιμου rock’n’roll επίσης, ενώ ακούγεται μία έξτρα δόση γυαλάδας στην παραγωγή και μία θεατρικότητα στην παράδοση. Μικρές αλλαγές, για μεγάλα τραγούδια.

 

Μία ακόμη, θαμμένη ταινία σε εκείνο τον σκληρό δίσκο με καταχωνιασμένες τέτοιες που έχουμε όλοι, είναι το Happiness του Todd Solonz. Είναι πιθανώς ο πιο ειρωνικός τίτλος που έχει υπάρξει ποτέ, καθώς το φιλμ ακολουθεί τη ζωή μερικών βαθιά δυστυχισμένων ανθρώπων με μία αφηγηματική γλώσσα που ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στη μαύρη κωμωδία και το δράμα. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας τελικά αποδεικνύονται παιδεραστές, σεξομανείς και δολοφόνοι, αλλά φαίνονται το ίδιο παράλογα φυσιολογικοί με αυτούς που απλώς θέλουν ένα διαζύγιο στα 60 για να μείνουν μόνοι μέσα στο κυνήγι της παράδοξης, προσωπικής τους ευτυχίας. Η κοινή συνισταμένη όλων των χαρακτήρων είναι ο τρόπος με τον οποίο αναζητούν σεξουαλική ικανοποίηση ως αποτέλεσμα μιας βαθιάς, αθόρυβης, εσωτερικής διεργασίας που σχετίζεται με φαινομενικά άσχετα γεγονότα της ζωής μας. Στο τέλος, με κάποιον τρόπο, μπαίνεις στις θέσεις όλων και τους συμπονάς, παρά τους λυπάσαι, ακόμη και αν διαφωνείς κάθετα με τις πράξεις τους και τις κατακρίνεις. Το φινάλε είναι η ιδανική «ολοκλήρωση». 

 

Πέρα από το νέο δίσκο των Car Seat Headrest, δύο ακόμη δίσκοι που ακούω συστηματικά τις τελευταίες μέρες είναι η τρίτη, ομότιτλη δουλειά των Pure X και το μαζεμένο αρχειακό υλικό του Dean Blunt με τίτλο Roaches 2012 - 2019. Οι ξεθωριασμένες, ονειροπόλες κιθάρες του πρώτου με αφήνουν με μία νοσταλγική διάθεση, θυμίζοντας μου τα πρώτα φοιτητικά έτη που άκουγα το ντεμπούτο τους, έψαχνα νέα μουσική στο Gorilla Vs Bear και στο Altered Zones (που έχει κλείσει) και κατέβαζα δίσκους από «ψαγμένα» sites που γέμιζαν έναν, χαμένο πλέον, σκληρό δίσκο.. Το δικό του υλικό το φύλαγε καλύτερα ο Dean Blunt, ο οποίος σε αυτό τον archive δίσκο 31 ηχογραφήσεων συνοψίζει τα εξελικτικά στάδια της καριέρας του και ελίσσεται άτσαλα, μα και γοητευτικά ανάμεσα σε dub/ post punk, hip -hop, dream pop και shoegaze, σε ένα ηχητικό μείγμα που ακούγεται περισσότερο με φουτουριστική ποίηση του δρόμου, παρά με μία απλή αρχειοθήκη. 

 

Στις «καθυστερήσεις» της καραντίνας, ήρθε γκολ από το πουθενά. Αναφέρομαι στη συλλογή της Inner Ear, με τον τίτλο-λογοπαίγνιο Virus Positions (A Quarantine Playlist), μία συλλογή επανεκτελέσεων, διασκευών και νέων κομματιών από καλλιτέχνες της γνωστής δισκογραφικής. Ξεχωρίζω το "Frozen Eyes" του Sundayman, την ερμηνεία των Dury Dava στο «Θέλω Φύση» των Bazooka και το «Λούτρινο» του Mazoha (Τζίμης Πολιούδης). Είναι μία ακόμη προσπάθεια τόνωσης της εγχώρια μουσικής, σε μία εποχή που ο χώρος του πολιτισμού στην χώρα μας υποφέρει, αλλά αντιστέκεται. Και, ναι και εμένα μου λείπουν «τα δισκοπωλεία, τα παζάρια δίσκων, τα φεστιβάλ και οι συναυλίες και ανυπομονούμε να επιστρέψουμε στην κανονικότητα. Όμως η μουσική εξακολουθεί να μας ενώνει έστω και στις κατ΄ ιδίαν ακροάσεις στο σπίτι». Αμήν.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured