Στο πρώτο μέρος μίλησα για black metal, στο δεύτερο για death metal, επομένως φυσικό επόμενο είναι πως αυτό το τρίτο rendition των One & Done δίσκων μάς βρίσκει να βουτάμε στα πιο σκοτεινά και βρώμικα υπόγεια του grindcore. Τρεις δίσκοι–σταθμοί, τρεις μοναδικές πυρηνικές εκρήξεις που έμειναν ο καθένας με τον τρόπο του στην ιστορία του είδους. Το Horrified των Repulsion, το World Extermination των Insect Warfare και το Unrest των Disrupt.
Υπάρχει έντονο discourse για το κατά πόσο το grindcore μπορεί να θεωρηθεί μέρος του extreme metal. Από την μία έχεις τους ελιτιστές "σκληροπυρηνικούς" μεταλλάδες που παθαίνουν αλλεργικό σοκ και συχνά αντιμετωπίζουν με καχυποψία οτιδήποτε φέρει την κατάληξη “-core”. Από την άλλη δεν είναι τυχαίο ότι αρκετές μπάντες και οπαδοί alike διατυμπανίζουν το «noise not music» σαν σήμα κατατεθέν, θέλοντας να αποσχιστούν από οποιαδήποτε ταμπέλα, βλέποντας το grind ως μια παραφυάδα που δεν χρειάζεται την «ομπρέλα» του metal για να επιβιώσει. Εμείς εδώ δεν είμαστε αποσχιστές. Αγκαλιάζουμε το grind σαν αυτό που είναι. Και είναι ένα ακραίο, εκρηκτικό παρακλάδι της μουσικής που αγαπάμε. Πάμε στους δίσκους.
Repulsion - Horrified
Όταν μιλάμε για grindcore, το μυαλό πάει σχεδόν πάντα στους κλασικούς του είδους: Napalm Death, Carcass, Terrorizer. Κι όμως, πίσω από όλα αυτά, πριν ακόμα το είδος αποκτήσει σαφή ταυτότητα, υπήρχε μια μπάντα από τη μικρή πόλη Flint του Michigan που είχε ήδη δείξει τον δρόμο. Οι Repulsion με το Horrified έβαλαν τον θεμέλιο λίθο για το τι σημαίνει grind. Σύντομα κομμάτια, ακατέργαστη παραγωγή, ωμότητα που σπάει κόκαλα και ταυτόχρονα μια αγνότητα που ελάχιστα συγκροτήματα κατόρθωσαν να αναπαράγουν. Δεν είναι τυχαίο ότι, αν και το άλμπουμ κυκλοφόρησε επίσημα το 1989, η μουσική του είχε ήδη ηχογραφηθεί το 1986 με τον αρχικό τίτλο Slaughter of the Innocent, δηλαδή πριν ακόμα οι Napalm Death βγάλουν το Scum. Αυτό και μόνο δείχνει πόσο προφητικοί ήταν. Η πλάκα είναι πως ο μόνος λόγος που αυτός ο δίσκος έχει δει το φως της ημέρας, είναι πως τα demos των Repulsion άρεσαν τόσο πολύ στον Jeff των Carcass, που ήταν αποφασισμένος να τους δώσει (σαπισμένη) σάρκα και (συνθλιμμένα) οστά. Έτσι, με την Necrosis Records που έτρεχε ως θυγατρική της Earache, που ήταν υπεύθυνη σε μεγάλο βαθμό για την έκρηξη του grind από το 87' και μετά κυκλοφόρησαν το Horrified. Όλο το background πίσω από τον δίσκο δείχνει πόσο αυθεντικό ήταν το πάθος τους. Οι Repulsion δεν είχαν μεγάλες εταιρείες να τους στηρίξουν. Ξεκίνησαν το 1984 και ηχογράφησαν τα κομμάτια τους το 1986 στο ίδιο underground περιβάλλον που γέννησε το thrash στις αρχές των 80s. Και οι ίδιοι αρχικά κάτι αντίστοιχο προσπαθούσαν να παίξουν, όμως με τα χρόνια και με πληθώρα εξωτερικών επιρροών o ήχος τους γινόταν ολοένα και πιο γρήγορος, πιο βίαιος και πιο τραχύς. Σίγουρα τον ρόλο του έπαιξε το γεγονός πως o Carlson και ο Olivo έφτασαν κοντά στο να μπουν στους Death το 1985, όμως κάπου τα χαλάσαν στις διαπραγματεύσεις όσον αφορά το μουσικό σκέλος και γύρισαν πίσω στα πάτρια εδάφη τους με σκοπό να αναζοπυρώσουν τη φωτιά των Repulsion (τότε Genocide αλλά εντάξει κατάλαβες τι λέω). Πάντα θα μου φαίνεται αστείο το ότι προσέλαβαν για drummer τον Hollingshead πρώτα επειδή είδαν στις εφημερίδες οτι συνελήφθη για τυμβορυχία, και έπειτα επειδή έπαιζε σαν μανιασμένος. Άλλες εποχές...(sic). Για να μην πλατιάζουμε λοιπόν, το αποτέλεσμα είναι η ηχογράφηση των κομματιών που έμελε τελικά να μπουν στο Horrified. Δεκαοχτώ κομμάτια σε μόλις 29 λεπτά, ούτε που προλαβαίνεις να πάρεις ανάσα. Από το πρώτο δευτερόλεπτο, με το καρα-πάνκ "The Stench of Burning Death" , στο αδιανόητα βλοσυρό και επιθετικό "Acid Bath", στο κάποτε ομώνυμο "Slaughter of the Innocent", στο τρομερά catchy (και αγαπημένο μου) "Black Breath" που ακούγεται σαν τους Venom αν κάνανε παρέα με καταληψιακούς. Το "Eaten Alive" ακούγεται σαν το death-grind στην πιο ωμή μορφή του και το "Radiation Sickness" που παίζει ασταμάτητα στα 300 bpm και μέχρι και το ομότιτλο, o δίσκος είναι σαν ένα χρονοντούλαπο σε μια άλλη εποχή. Η παραγωγή είναι ωμή, και κλινικά και ανερυθρίαστα βρώμικη. Αυτό που ξεχωρίζει το Horrified από τόσα άλλα grindcore διαμάντια που βγήκαν μετά είναι η ισορροπία του. Δεν είναι το πιο γρήγορο, δεν είναι το πιο τεχνικό, δεν είναι καν το πιο θορυβώδες, διάολε έχει όμως μια τόσο αυθεντική εσάνς που δεν μπορώ παρά να του βγάλω το καπέλο. Εκεί βρίσκεται και η γοητεία του. Πρόκειται για έναν δίσκο που ακούγεται ωμός γιατί είναι ωμός, όχι γιατί προσπαθεί να είναι. Δεν υπάρχει πόζα, δεν υπάρχει επίδειξη. Υπάρχει μόνο ανάγκη. Και αυτή η ανάγκη είναι που τον κάνει ακόμα, σχεδόν 40 χρόνια μετά, να στέκεται ισότιμα με τα μεγάλα ονόματα του extreme metal. Αν ακόμα δεν έχεις πειστεί για την σημαντικότητα του Horrified και των Repulsion στον ακραίο ήχο, αρκεί μόνο να αναλογιστείς τις μπάντες που έχουν γεννήσει μονάχα οι τίτλοι των κομματιών του. Μόνο το "Decomposed" γέννησε 26. Το "Splattered Cadavers" 2, το "Radiation Sickness" άλλες δύο, το "Six Feet Under" την γνωστή και πλέον πολύ εξαιρετέα, το "The Lurking Fear" την γνωστή και καθόλου εξαιρετέα μπάντα του Tompa (RIP), το "Horrified" μεταξύ άλλων και τους δικούς μας θρύλους και τέλος το "Acid Bath" την καλύτερη μπάντα στον γαλαξία. Αν αυτό δεν είναι legacy τότε ποιο είναι; Οι Repulsion ίσως να μην έγιναν ποτέ μεγαθήριο, αλλά το DNA τους είναι παντού. Σε κάθε blastbeat, σε κάθε μικρό συγκρότημα που γράφει 20 κομμάτια σε 15 λεπτά, σε κάθε πιτσιρικά που μπαίνει στο πρώτο του pit και ουρλιάζει άναρχα χωρίς να ξέρει ΤΙ λέει, αλλά ξέρει πολύ καλά το ΓΙΑΤΙ. Είναι εκεί, στην ψυχή και στην καρδιά του grindcore. Και αυτό είναι κάτι που καμία ιστορία δεν μπορεί να σβήσει. Γιατί το Horrified είναι το αποδεικτικό ότι η ιστορία δεν γράφεται απαραίτητα από τους πιο διάσημους, αλλά από αυτούς που τολμούν πρώτοι.
Insect Warfare - World Extermination
Οι Insect Warfare σχηματίστηκαν το 2004, από τον Rahi Geramifar στα φωνητικά και τον Beau Beasley στις κιθάρες και στο drum programming πριν πάρουν αργότερα έναν κανονικό ντράμερ. Η φιλοσοφία τους ήταν απλή: grindcore στην πιο αδιάλλακτη μορφή του. Χωρίς πειραματισμούς, χωρίς προσμίξεις, χωρίς φανφάρες. Βία, βία και άλλη τόση βία. Δεν μπορώ να το κάνω πιο λιανά. Το World Extermination Kυκλοφόρησε το 2007 από την 625 Thrashcore και τη Brutal Bands, και έμεινε ο μοναδικός full-length δίσκος των Τεξανών. Κι όμως, αυτό το άλμπουμ κατάφερε να συμπυκνώσει με τόση ακρίβεια τα πιο απάνθρωπα στοιχεία και όλη την πεμπτουσία του grindcore, ώστε να θεωρείται σήμερα ένας από τους πιο καθαρούς, πιο ακραίους και πιο ολοκληρωμένους δίσκους που γράφτηκαν ποτέ στο ιδίωμα, και σε ολάκερο τον ακραίο ήχο. Δεν νομίζω να έχει υπάρξει, και δεν νομίζω να υπάρξει πιο καταστροφικός grind δίσκος. Ο ήχος της κιθάρας κόβει σαν καλογυαλισμένο πριόνι, τα φωνητικά είναι εναλλαγές από λυσσασμένους βρυχηθμούς και ουρλιαχτά και τα τύμπανα παίζουν τους ρυθμούς της αποκάλυψης. Ποιοί είναι αυτοί; Οι ασταμάτητοι και βάναυσοι χτύποι της καταστροφής που ήδη έχει έρθει. Το να περιγράψω την εμπειρία αυτού του δίσκου είναι σαν να μεταφράζω με λέξεις την αίσθηση του να πίνεις κατευθείαν ένα σφηνάκι 90άρι αψέντι. Δεν προλαβαίνεις να το σκεφτείς, δεν υπάρχει «γεύση» να αναλύσεις, υπάρχει μόνο η φωτιά που καίει ολάκερο το νευρικό μου σύστημα και με αφήνει με τα μάτια να δακρύζουν και το σώμα να παραλύει. Το World Extermination είναι ακριβώς αυτό: ένα σοκ, μια απόπειρα να δοκιμάσεις τα όρια του εαυτού σου. Ο δίσκος αυτός παίζει στην δισκοθήκη μου σε συχνότατη βάση, και ακόμα και μέχρι σήμερα δεν είμαι σίγουρος αν τον έχω ακούσει ολόκληρο μονοκοπανιά πριν αποφασίσω να καταπιαστώ μαζί του για αυτό το αφιέρωμα. Αυτός και το The Inalienable Dreamless των Discordance Axis (γιατί ρε Jon να αποδειχθεις τέτοιος μαλάκας;) είναι οι δύο δίσκοι που ενώ τους λατρεύω και επιστρέφω ξανά και ξανά, μου δημιουργούν τόσο γρήγορα έναν "κορεσμό" από την ηχητική επίθεση και την πληθώρα πληροφοριών. Δεν με κουράζει σε καμία περίπτωση, ίσως λίγο με μπουχτίζει. ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΜΟΛΙΣ 22 ΛΕΠΤΑ! Οι Insect Warfare εδώ αποφάσισαν να αφήσουν πίσω τους την παντελώς ωμή και οριακά mincecore αισθητική των EP τους, και αντ αυτού παρέδωσαν έναν δίσκο με καταπληκτική παραγωγή και κρυστάλλινο ήχο (για τα δεδομένα τους είδους πάντα, εντάξει δεν είπαμε πως είναι το Blackwater Park) και το songwriting είναι αρκετά πιο στιβαρό. Μπορώ να αναγνωρίσω πολλές καλές ιδέες στο At War With Grindcore πχ, αλλά βρε αδερφάκι μου δεν ακούγεσαι. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το World Extermination κάνει εκπτώσεις στο brutality. Όσα ειπώθηκαν πριν συνεχίζουν να ισχύουν. Από το πρώτο δευτερόλεπτο του "Oxygen Corrosion" νιώθω σαν να έχει πέσει πάνω μου ολόκληρος ουρανοξύστης. Το "Self Termination" συνεχίζει με ένα riff που σαρώνει τα πάντα, μέχρι που σαρώνεται και αυτό από ασταμάτητα blasts, τα οποία συνεχίζουν να μην αφήνουν σκαλπ για σκαλπ μέχρι το τέλος. Οι αγαπημένες μου στιγμές στον δίσκο βέβαια είναι μερικά mid-tempo διαλείματα για groove και ζεμπεκιές που έχει σκορπισμένα. "Enslaved By Machinery", "Manipulator", "Hydraphobia" και "Evolved Into Obliteration" να είναι τρανταχτά παραδείγματα, με τα "Human Trafficking" και "Lobotomized" να είναι οι απόλυτες γκρούβες στο δεύτερο μισό τους. Σχεδόν όλα τα υπόλοιπα κινούνται στο μοτίβο riff-διπλές κραυγές/growls-riffs-riffs-λίγα ακόμα riffs και όλα αυτά σε bpm που σκάνε κατσίκα στον ανήφορο. Το ενδιαφέρον είναι ότι, παρά τη μικρή διάρκεια και το σχετικά μονολιθικό ύφος του, το World Extermination λατρεύτηκε από ολόκληρη τη σκηνή. Σε δική μου ανάγνωση είναι προφανές πως σε αυτό ευθύνονται τα αδιανόητα πολλά riffs που έχει μαζεμένα. Όμως εντάξει, και άλλες μπάντες της εποχής τους έχουν κάτι αντίστοιχο να προσφέρουν αλλά έμειναν στην αφάνεια (γκουχ γκουχ DeathToll80k ΓΚΟΥΧ ΓΚΟΥΧ). Οι Insect Warfare έγιναν σχεδόν μύθος και μέχρι σήμερα, ο δίσκος αυτός παραμένει ένα από τα πιο συχνά αναφερόμενα παραδείγματα όταν μιλάμε για grindcore στα καλύτερά του. Ένας δίσκος-οδηγός για νέες μπάντες που θέλουν να καταλάβουν πώς ακούγεται το grind χωρίς φιοριτούρες. Οι δικοί μας Vile Species φαίνεται να έχουν πάρει πολλά στοιχεία από αυτό το playbook μεταξύ άλλων, και για αυτό είναι στα top μου όσον αφορά το ντόπιο προϊόν. Αν το δεις με την ψυχρή λογική, ίσως πεις ότι το άλμπουμ είναι «υπερβολικό». Ότι κουράζει, ότι δεν έχει διαφοροποιήσεις, ότι είναι δύσκολο και δύσπεπτο. Όλα αυτά είναι αλήθειες και αυτή ακριβώς είναι η μαγεία του. Το grindcore δεν είναι εδώ για να είναι εύπεπτο, ούτε για να σε διασκεδάσει σαν άλλο ένα δισκάκι στη βιβλιοθήκη σου. Και το World Extermination είναι ίσως το πιο αυθεντικό παράδειγμα αυτής της λογικής. Κατά καιρούς λέω πως είναι ο αγαπημένος μου grindcore δίσκος, ίσως το ξαναπώ και σήμερα. H μπάντα μπορεί να μην υπάρχει πλέον από το 2017, ο μύθος των Insect Warfare όμως συνεχίζει να ζει. Ο Beau Beasley συμμετείχε σε αρκετά άλλα projects (Hatred Surge, Nibiru), ενώ το όνομα τους επιστρέφει συχνά σε επανεκδόσεις και συλλογές. Όμως το κεντρικό γεγονός παραμένει. Ένας δίσκος, 22 λεπτά, και (σχεδόν) τίποτα άλλο. Κι αυτό από μόνο του είναι θρίαμβος. Κάντε reunion χθες!
Disrupt - Unrest
Οι Disrupt ξεπήδησαν στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Εκείνη την εποχή, η σκηνή της Μασαχουσέτης έβραζε. Από τη μία υπήρχε το hardcore, με μπάντες όπως οι SSD, οι DYS, οι Jerry’s Kids και οι Negative FX να έχουν ήδη βάλει την πόλη στον χάρτη. Από την άλλη, η αρρώστια του grindcore έφτανε από την Αγγλία με μπάντες όπως οι Napalm Death, οι Carcass, οι Extreme Noise Terror να δείχνουν τον δρόμο για το new thing που χτιζόταν, μιας και το grind τους σε αντίθεση με τους προτεργάτες Repulsion για τους οποίους μίλησα πριν είχαν ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα. Και, βέβαια, δεν μπορείς να μιλήσεις για τοπικό υπόβαθρο χωρίς να αναφέρεις τους Siege. Μια μπάντα που έβγαλε demo το 1984 και με ταχύτητες φωτός προανήγγειλε το powerviolence πριν ακόμα υπάρξει το grind σαν όρος. Όποιος τους γνωρίζει ως «ααα εκείνη η μπάντα στην οποία τραγούδαγε ο Putnam το 91», είτε έχει πολύ σοβαρά θέματα, είτε είναι υπερβολικά άνθρωπος της κουλτούρας, no middle ground. Μαζί με Deep Wound, τους θεούς Dropdead που ακολούθησαν λίγο αργότερα και Cancerous Growth, η Βοστώνη και τα πέριξ είχαν ένα πυρήνα βίας που απλώς περίμενε να εκραγεί. Οι Disrupt βγήκαν μέσα από αυτή τη σκηνή, πήραν το d-beat και το crust υπόβαθρο, το έδεσαν με grindcore ταχύτητες και έκαναν κάτι που έμοιαζε συγχρόνως γνώριμο και απόλυτα δικό τους. Βρήκαν τον τρόπο να φτιάξουν κάτι ενδιάμεσο. Πιο “punk” από το grindcore και πιο “metal” από το crust. Αυτή η ενδιάμεση ταυτότητα τούς έκανε να ξεχωρίσουν, αλλά και να φαντάζουν σαν κάτι απειλητικό σε όλους. Μια ωρολογιακή βόμβα που δεν ταίριαζε πουθενά. Ένα ακόμα πράγμα που τους έκανε να ξεχωρίζουν δεν ήταν μονάχα ο ήχος. Ήταν και η αδιαπραγμάτευτη πολιτική στάση τους. Οι Disrupt έπαιζαν σε squat, μιλούσαν για καταπίεση, για εκμετάλλευση, για ζώα, για πόλεμο και για την ίδια την ασχήμια του συστήματος. Η σύνθεσή τους άλλαζε, αλλά στην τελική φάση (την περίοδο των ηχογραφήσεων για το Unrest) to lineup ήταν: Jay Stiles και Pete Kamarinos στα φωνητικά με την Alyssa Murry να δίνει και αυτή τις πινελιές της. Jeff Hayward και Terry Savastano στις κιθάρες, Bob Palombo στο μπάσο και Randy Odierno στα τύμπανα. Και αυτό που τους έκανε χαρακτηριστικούς; Πολλά κιλά από metal επιρροές ρε φίλε! Το Unrest κυκλοφόρησε το 1994 μέσω της Relapse Records, αφού η μπάντα είχε ήδη αφήσει πίσω της σωρεία από splits, demos και ζωντανές ηχογραφήσεις. Ήταν μεταθανάτια κυκλοφορία για το συγκρότημα, αφού οι Disrupt είχαν ουσιαστικά σταματήσει να λειτουργούν ως ενεργή μπάντα. Το Unrest όμως είναι η πιο ολοκληρωμένη τους δουλειά, και μέσα του περιλαμβάνει πάρα πολλές από τις προηγούμενες τους ηχογραφήσεις, στην τελειοποιημένη τους μορφή. Και αυτό αντικατοπτρίζεται και στην διάρκειά του. Για grindcore, 50 λεπτά είναι κάτι σχεδόν παράλογο. Οι περισσότεροι δίσκοι του είδους κρατάνε 20 με 25 λεπτά. Ακόμα και αν εδώ έχουμε 30 κομμάτια, πάλι τα κουκιά δεν βγαίνουν. Έλα όμως που οι συνθέσεις είναι πιο μακροσκελείς από τα συνηθισμένα, και τα κομμάτια σε μεγάλο βαθμό έχουν μη συμβατικές grindcore δομές. Πιο “punk” από το grindcore και πιο “metal” από το crust δεν είπαμε και πριν; Μπορεί ο δίσκος να είναι γροθιά στο στομάχι με πολλούς τρόπους, όμως τουλάχιστον το εναρκτήριο "Domestic Prison" ξεκινάει με ροκαμπίλι, με μικρές εκφάνσεις βίας ενδιάμεσα. Εδώ θεματικά αγγίζουν το θέμα της καταπίεσης μέσα στο ίδιο σου το σπίτι και της τοξικής ματσίλας με μερικούς στίχους που κόβουν σαν νυστέρι. Namely :
«Macho attitudes stem from inner fears. Your forced to hide your emotions, never showing tears.
From the way you were raised to the image on the screen
Your true feelings still remain to be seen»
To "Mass Graves" είναι ένας καταστροφικός αντιναζιστικός ύμνος, και το "Complaint" έχει ένα από τα 10 καλύτερα riffs στο grind, hands down. Ένα από τα αγαπημένα μου στοιχεία του δίσκου επίσης είναι τα ποικίλα samples που χρησιμοποιούν. Είτε από ομιλίες κατά της δοκιμής των φαρμάκων σε ζώα στο "A Life’s a Life", είτε για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσής τους στο "Tortured In Entirety" και "Reality Distortion", σε μερικά από τα κομμάτια που τους έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλείς στην vegan/animal liberation σκηνή των 90s, και δικαίως. Το τρίτο επίσης είναι και από τα πιο μέταλ κομμάτια στο δίσκο, οπότε τους έκανε ιδιαίτερα δημοφιλείς και σε... εμένα. Είναι μεγαλύτερο και με αρκετό χώρο να αναπνεύσει, σε αντίθεση δυστυχώς με τις καταστάσεις που περιγράφει. Στο "Religion Is A Fraud" έχουμε sample από τον πρώτο Εξορκιστή πριν την λαίλαπα από blasts και πανκ, με το κλείσιμο να δένει άψογα με την αρχή του "We Stand Corrected". To "Human Garbage" είναι ο ορισμός του ωμές αλήθειες/ωμός ήχος, με μια μπασάρα που πιέζει το νευρικό μου σύστημα η οποία επιστρέφει αργότερα στο "Neglected" στο "Same Old Shit" και το "Mindlock". Τι μπάσο ογκόλιθος είναι αυτό θεέ μου! To "Critics" έχει το πιο φρικιαστικό sample από όλα. Ένα κομμάτι από την συνέντευξη του γνωστού τρελάκια Joseph Kallinger, το οποίο αν και ανατριχιαστικό να το ακούς, πιστέψτε με είναι δεκάδες φορές πιο ανατριχιαστικό να το βλέπεις. Υπάρχει στο Youtube, δεν το προτείνω. Το ομότιτλο κομμάτι είναι γροθιά στο στομάχι και το "Without Sincerity" είναι με διαφορά το πιο χαοτικό. Το "Down My Throat" ξεκινάει εντελώς doom με παραπάνω distortion, το λες και πρώιμο sludge μέχρι να ξεχυθεί σε μία λαίλαπα τελείως punk. Το "Dog Eat Dog" σε ενάμιση λεπτάκι έχει περισσότερα riffs απ'ότι έχω δάχτυλα ενώ τα "Victims of Tradition" και "Smash Divisions" είναι κάπως πιο συμβατικά, σχεδόν έχουν κανονικό ρεφραίν, πάντα μου φαινόταν λίγο πιο "Napalm Death" από τα άλλα. Sidenote : όταν έγραφαν τους στίχους για το "Exorbitant Prices Must Diminish" , ίσως δεν σκέφτονταν το πόσο χειρότερα θα πήγαιναν τα πράγματα 30 χρόνια μετά. Καλά ήταν και τότε μωρέ.
Οι Napalm Death ήταν το σημείο μηδέν, οι Extreme Noise Terror έφεραν το διπλά φωνητικά, οι Doom το πολιτικό crust. Οι Disrupt πήραν όλα αυτά, τα έπαιξαν με τη λογική της Βοστώνης, πιο ωμά, πιο βρώμικα, πιο βίαια, πολύ πιο μέταλ και έβγαλαν έναν ήχο που ακούγεται ακόμα και σήμερα σαν μαχαιριά. Μετά τη διάλυση των τους, τα μέλη της μπάντας σκόρπισαν σε μια πληθώρα από projects που κράτησαν ζωντανό το πνεύμα του crust και του grind στην Ανατολική Ακτή και όχι μόνο. Ο Jay Stiles, o Jeff Hayward και ο Terry Savastano υπήρξαν κινητήριες δυνάμεις στους Grief, φέρνοντας το ίδιο μίσος και την ίδια πνιγηρή ατμόσφαιρα σε αργόσυρτα doom/sludge μονοπάτια. Ο Randy Odierno συνέχισε στους Bane of Existence, αφού έφυγε και από τους Grief κρατώντας επαφή με την ακραία μουσική σκηνή της Βοστώνης όμως ο Kamarinos παρέμεινε σχετικά ανενεργός. Αυτό το διάσπαρτο δίκτυο συγκροτημάτων που ήταν και η φυσική συνέχεια μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας, που πήρε σάρκα και οστά μέσα από διαφορετικές εκφάνσεις του ακραίου ήχου, από το crust και το grind μέχρι το sludge και το hardcore. Οι Disrupt και το Unrest αφήσαν εποχή, όμως η εποχή ποτέ δεν τους ξεπέρασε.