Έφυγε και ο Απρίλιος. Ένας μήνας ο οποίος ποσοτικά ομολογουμένως δεν είχε και τεράστια ποικιλία σε δίσκους, τουλάχιστον στον τομέα που καταπιάνομαι συνήθως. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η τριάδα που επέλεξα δεν θα ξεχώριζε και σε κάθε εποχή του χρόνου. Ευτυχώς ήταν top-heavy, και παρακάτω θα δούμε 3 δίσκους (και δισκάκια) που κουβάλησαν ψηλά το λάβαρο του θορύβου.
Caustic Wound - Grinding Mechanism Of Torment
5 χρόνια μετά το Death Posture, έναν δίσκο (και εξώφυλλο) που που είχε ορίσει την αρχή της πρώτης καραντίνας έχοντας πλέον χαραχθεί στο μυαλό μου ΚΑΙ για αυτό, οι Αμερικανοί Caustic Wound επιστρέφουν με ένα ακόμα death/grind "έκτρωμα". Η μπάντα είναι ουσιαστικά το δεύτερο project των Mortiferum, μιας από τις καλύτερες μπάντες του σύγχρονου Death/Doom, οι οποίοι έχουν επίσης αρκετό καιρό να δισκογραφήσουν. Δεν ξέρω αν ο όχι-και-τόσο τυχερός εικονιζόμενος στο εξώφυλλο είναι ο ίδιος με το Death Posture. Θα μπορούσε να είναι αυτή η πιο industrialized βερζιόν του, σαν να πέρασε από πάνω του πέρα από flamethrower και δύο κύματα βιομηχανικής επανάστασης. Τα 16 κομμάτια του Grinding Mechanism Of Torment εξαπολύονται σαν οβίδες, 28 λεπτά ασταμάτητου Q-φάπα-Q, με μέσο όρο διάρκειας γύρω στο λεπτό, σε μια μανιώδη επίθεση. Το 7λεπτο κομμάτι στο κλείσιμο ανεβάζει κατά πολύ τον ΜΟ, για αυτό και χρησιμοποιούμε την διάμεσο. Where my math peeps at? Αν και grind, το άλμπουμ περνάει και από death metal καταιγίδες, crust-punk εκρήξεις και στιγμές που θα ζήλευε ακόμα και η πιο βρώμικη D-beat μπάντα των 80s. Σίγουρα δεν κουβαλάει πάνω του την δυσωδία και τη σαπίλα του Death Posture, το οποίο ακούγεται σαν να ηχογραφήθηκε 2 μέτρα κάτω από το χώμα παρέα με τους γεωσκώληκες. Όμως ο δίσκος παραμένει βρώμικος, slimy και πέρα για πέρα brutal, απλά σε μια πιο συμμαζεμένη εκδοχή. Δεν προλαβαίνουν να περάσουν ούτε τα πρώτα 30 δευτερόλεπτα του "Blood Battery" πριν ξεκινήσουν οι χοροί. Τα "Human Shield", "Blackout", "Atom Blast", "Endless Grave", "Advanced Killing Methods" και "Dead Dog" δεν έχουν παρά πολλά going on. Ατόφιο, αδάμαστο και σκληροπυρηνικό grind μιας ταχύτητας, της ΜΕΓΙΣΤΗΣ. Δεν θα μπορούσα να το λέω με πιο θετικό πρόσημο. Όταν ο δίσκος δεν είναι ούτε μισή ώρα, πρέπει στο σύντομο της διάρκειάς του να packάρει σοβαρό punch. Το κλείσιμο του Sniper Nest είναι μια απίστευτη γκρούβα αντίστοιχη με το opener του "The Bleed Rail". Πάνω που σηκώθηκα και ξεκίνησα να παίρνω τα βήματα όμως, τελείωσε κιόλας. Ο δίσκος απευθύνεται αποκλειστικά σε πρόωρους από ότι φαίνεται. Το "Drone Terror" ανοίγει παχύ μπάσο και συνεχίζει με ένα d-beat ολοκαύτωμα. Γενικότερα υπάρχουν και πιο mid-tempo, ρυθμικές ή και doom-y στιγμές στο δίσκο βέβαια, φαντάζομαι για να μην πάθει αυτανάφλεξη το ηχείο ή ο εγκέφαλος του τολμηρού που το ακουεί μονορούφι. Namely στα "Legacy of Terror", "Sniper Nest", "The Bleed Rail", "Technologist Hell Future" και φυσικά το κλείσιμο. Κλείνουμε με το πιο αργό και μακροσκελές τραγούδι, το ...Into Cold Deaf Universe. 3 λεπτά το χτίζανε και σε 4 γκρεμιζόταν... το σύμπαν όλο. Θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται μέσα στους πρώτους δίσκους των Brutal Truth (peak grindcore, I will not elaborate any further). Τα δύο τελευταία λεπτά είναι ενα ασταμάτητο blastbeat και μια τσιρίδα επίδειξη λαρυγγιού. Υποδειγματικό κλείσιμο και υπενθύμιση πως μας λείπουν οι Mortiferum δισκογραφικά.
Fluisteerars - De Kronieken Van Het Verdwenen Kasteel - III - Grunsfoort
Οι Ολλανδοί Fluisteerars, μια από τις πιο πολυγραφότατες μπάντες της τελευταίας 15ετίας, όπου μόνο μετά το 2020 έχουν 7 κυκλοφορίες στο όνομά τους, συνεχίζουν να κατασκευάζουν δίσκους για τοπία γεμάτα πάχνη, βρύα και ερείπια, με τρόπο που φέρνει στο μυαλό παλιές χαλκογραφίες και βόλτες σε δάση παρθένα από το άγγιγμα του Δυτικού ανθρώπου. Παίζουν καθαρόαιμό black metal (δεν υιοθετώ τις υπόλοιπες ταμπέλες που τους έχουν φορτωθεί, κυρίως λόγω του αψυχολόγητου ambient δίσκου που έβγαλαν πέρυσι) και το De Kronieken Van Het Verdwenen Kasteel - III - Grunsfoort είναι άλλο ένα λιθαράκι στην καταπληκτικό τους BM κατάλογο. Οι ιστορικές και πολιτισμικές αναφορές δεν είναι απλώς διακοσμητικές. Σε μόλις 17 λεπτά, οι Fluisteraars χτίζουν ένα μνημείο για έναν τόπο που δεν υπάρχει πια. Το Grunsfoort λειτουργεί σαν υπόμνηση της σχέσης μας με το χώρο και το παρελθόν, και του πώς ο καπιταλισμός και ο χρόνος εξαφανίζει ό,τι δεν του είναι χρήσιμο. Πως τα κάστρα του παρελθόντος πέφτουν, οι Βασιλείς βρίσκουν τη θέση τους στην ιστορία ως βορά για τα θεριά και τα σκουλήκια, και πολιτισμοί ορθώνονται στους τάφους τους. Το πρώτο μέρος της σειράς (Harslo) είχε την πολεμοχαρή αγριάδα ενός προνεωτερικού μύθου. Ήταν το πιο επιθετικό και μανιασμένο στη μεγαλύτερη διάρκειά του (το outro δεν μετράει). Το δεύτερο μέρος (Nergena) ήταν αδιανόητα επικό και επαναστατικό, με μία ιδιαίτερη γήινη εσάνς, σαν να μάχεται το ίδιο το στοιχείο της φύσης. Το Grunsfoort από την άλλη δείχνει να ακροβατεί κάπου ανάμεσα, σίγουρα όμως σε πιο μελωδικά μονοπάτια. Ανοίγει γρήγορο και ξεσηκωτικό, συνεχίζει όμως αρκετά πιο mid tempo και όσο πάει φαίνεται να πέφτει εκθετικά ο ρυθμός και αποπνέει μία μελαγχολία αλλά παράλληλα και μια θετικότητα που δεν μπορώ να καταδείξω και να ποσοτικοποιήσω. Πηγαίνω purely με το vibe και νιώθω να είναι η πιο μελαγχολική και ατμοσφαιρική προσέγγιση ως τώρα. Είναι σίγουρα το πιο εσωστρεφές και πένθιμο από τα 3. Βέβαια να σημειωθεί εδώ πως το σημείο κάπου στο δεύτερο λεπτό με βρίσκει με ένα λάβαρο στο χέρι και με το γιαταγάνι έτοιμο στην τσέπη.Το ουρλιαχτό που το κλωτσοξεκινά βέβαια ακούγεται σαν να είναι μετά από επίθεση κάποιου αγριοκάτσικου. Να'τη η φύση πάλι στο προσκήνιο. Το πρώτο κομμάτι με τίτλο "Sediment Der Impressies" είναι και το πιο κιθαριστικό. Ξεκινάει γρήγορο και μελωδικό, και μετά από ένα ήρεμο πέρασμα αλλάζει σε... γρήγορο και στοιχειωμένο. Οι κιθάρες δεν επιτίθενται, αλλά θρηνούν. Το δεύτερο σκέλος με όνομα "Grunsfoort in de Mist" ανοίγει με ένα riff και ήχο που παραπέμπει στο γνωστό άλμπουμ του 1996 από τον ακατανόμαστου σωσία του Γκάνταλφ. Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα, αρχικά για να μην μας κάνει ντα ο αλγόριθμος και δεύτερον για να μην κάνουμε promo σε σίστες. Στο θέμα μας τώρα. Ολοκλήρο το κομμάτι κινείται σε αργό και μελαγχολικό ύφος, πράγμα που δίνει ένα όμορφο closure και στο EP αλλά και σε ολόκληρη αυτήν την τριλογία. Συνολικά θα έλεγα πως τα De Kronieken Van Het Verdwenen Kasteel Ι, ΙΙ & ΙΙΙ είναι από τις ποιοτικότερες δουλειές από τη νέα γενιά blackmetalάδων. Ένας καταπληκτικός δίσκος, είτε σαν κομμάτι είτε σαν ολότητα, και όχι, δεν είναι "έχουμε Mystras στο σπίτι". Είναι το είδος της μουσικής που σε αφήνει σιωπηλό, όχι επειδή δεν έχεις κάτι να πεις, αλλά επειδή ξέρεις πως όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις έχουν ήδη ειπωθεί από τον άνεμο ανάμεσα στις πέτρες του Grunsfoort.
Blood Abscission - ΙΙ
Δεν μπορώ να πω πως είμαι ο μεγαλύτερος φαν του post black στην ολότητά του. Είναι ένα είδος το οποίο δεν κατάφερα ποτέ να αγκαλιάσω στο έπακρο και να χαθώ στην μιζέρια του. Φανταστείτε λοιπόν τη δική μου έκπληξη όταν κοιτώντας τα κοιτάπια μου συνειδητοποίησα πως για δεύτερο συναπτό μήνα, μετά τον θρίαμβο των Deafheaven, άλλο ένα μιρλοblack βρίσκεται (με άνεση) στην κορυφή του μήνα (+1 αν μετράμε και τους Fluisteerars, διαχωρίζω τη θέση μου βέβαια). Το II είναι ο... δεύτερος δίσκος των Blood Abscission (big shocker I know) και κυκλοφόρησε από τη Debemur Morti Productions. Τα τραγούδια παίρνουν το πολύ βολικό βάπτισμα από το όνομα του δίσκου και τον αριθμό τους στο δίσκο. Έτσι έχουμε τα φοβερά εμπνευσμένα "II - I", "II - II", "II - III", "II - IV", "II - V". Το αποτέλεσμα είναι σαν την εντελώς αποδομημένη εκδοχή κάποιο Is This Loss? μιμιδίου στην παντελώς meta εκδοχή του (δηλαδή post, για να ταιριάζει και με το κλίμα). Τουλάχιστον είναι fool proof τακτική για το αν έρθει κάποιος καραφλοχαιταίος και απαιτήσει να του πείτε τρία τραγούδια. Οπότε λοιπόν χάρην ευκολίας από εδώ και μπρος κάθε αναφορά με λατινικούς αριθμούς θα είναι για τα ΚΟΜΜΑΤΙΑ. Το'χουμε; Τα μόνα που γνωρίζουμε για την μπάντα είναι τα όσα έχουν γράψει για τους εαυτούς τους στο bandcamp.
“United in pain, we step into the abyss – not as mere individuals, but as a collective force seeking meaning within the chaos, finding a voice in the silence between the stars.”
Μπορώ από αυτό τουλάχιστον να κάνω την υπόθεση πως πρόκεται για κολλεκτίβα/μπάντα και όχι για solo project. Από το πρώτο δευτερόλεπτο του "Ι"μπαίνουμε απευθείας στο ψητό. Γρήγορο και τεχνικό Emperorικό riff που μέχρι να το εμπεδώσεις έχουνε πάρει τη θέση του άλλα, και τα φωνητικά είναι χαώδη ουρλιαχτά. Η μελωδία δίνει έντονα το παρόν από την αρχή. Αυτό το γ€€%%&ο lead που κοσμεί ολόκληρο το τρίτο λεπτό είναι σαν να κάνεις lucid dreaming πάνω από χιονισμένο δάσος. Ενώ το πρόβλημα μου γενικά με το atmoblack, το post black και όλα τα συναφή είναι η έλλειψη riffs για χάρη της "ατμόσφαιρας", εδώ ήδη έρχομαι αντιμέτωπος με το ακριβώς αντίθετο. Είναι ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ τα riffs που δεν προλαβαίνω να τα εμπεδώσω πριν σκάσει το επόμενο. Τι να πω, μακάρι σε κάθε δίσκο να είχα αυτό το "πρόβλημα". Ομοίως το "II" ανοίγει με tremolo και blastbeats. Το πρώτο μισό είναι σίγουρα η πιο "βαριά" εμπειρία στο δίσκο, με την ηρεμία να έρχεται στη μέση με μια ενορχήστρωση βαθιά ατμοσφαιρική, με μια μαγική συμφωνικότητα, που λειτουργεί σαν γέφυρα ανάμεσα στα blasts του πριν και του μετά. Το "III" είναι το λιγότερο "ιδιαίτερο" κομμάτι του δίσκου. Εννοώντας πως είναι αυτό που θα περίμενα να αντικρίσω βάζοντας να ακούσω έναν καλό atmoblack δίσκο. Δεν έχω πολλά να πω, πολύ καλές συνθέσεις, μελωδία on point, ατμόσφαιρα όση πρέπει. Συνεχίζουμε. Το "IV" είναι μια μικρή ανάπαυλα 4 λεπτών πριν το κλείσιμο. Κάποιος gaslighter θα έλεγε κάπου εδώ πως 4 λεπτά είναι πολύ ικανοποιητικός χρόνος για ανάπαυλα. Στο θέμα μας. Το κλείσιμο λοιπόν είναι ακόμα ένα υπερ-φωτεινό και γρήγορο blast-fest μέχρι να ξαναγίνει full-on Emperor στο κλείσιμο. Απλά Μ Α Γ Ε Ι Α. Οι Blood Abscission συνεχίζουν ακριβώς στο ίδιο στυλ με το πρώτο τους album/EP. Δηλαδή αδυσώπητο black metal με ασταμάτητα riffs, και λίγη post atmo αισθητική (στην μορφή πιο φωτεινών κιθαρών κυρίως) για να μην μας πούνε και τελείως βάρβαρους. Η παραγωγή του άλμπουμ είναι καθαρή και διαυγής, με τις λεπτομέρειες των συνθέσεων να αναδεικνύονται πλήρως. Οι κιθάρες πρωταγωνιστούν σε όλη τη διάρκεια του δίσκου, σε βαθμό που οριακά δεν υπάρχει σημείο που δεν είναι κάποιο riff στο προσκήνιο. Τα φωνητικά είναι παθιασμένα και δίνουν μια γενική αίσθηση απόγνωσης, που okay δεν θα μπορούσε να λείπει από έναν τέτοιο δίσκο. Δεν ξέρω ούτε πόσοι και ποιοι είναι, ξέρω όμως πως το δεύτερο μισό του ΙΙΙ ακούγεται σαν να παίζεται από μια στρατιά και μια συμφωνική ορχήστρα μαζί. Είναι η φυσική εξέλιξη από το ντεμπούτο και οι/ο/η/το πρότζεκτ τέλος πάντων δείχνει να εξελίσσεται και να εμβαθύνει σε αυτή τη μουσική ταυτότητα. Δίσκος του μήνα, και σοβαρός contender για το τέλος.