Οι Βερολινέζοι black metallers Sun Worship θα εμφανιστούν για πρώτη φορά στην Αθήνα στις 10 Μαΐου 2025 μαζί με τους αγαπημένους black metal επαναστάτες Yovel και τους μανιασμένους Zakula. Είναι μια καλή ευκαιρία να κάνουμε ένα εκτενές πέρασμα από τη βασική τους δισκογραφία, και να δούμε γιατί αυτοί οι αστεροκρουσμένοι είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στον ακραίο ήχο.
Elder Giants (2014)
Το Elder Giants αποτελεί το σημείο ανάφλεξης στο ταξίδι των Sun Worship, μια πρώτη αναπνοή, μια κοσμική γέννεση που μέχρι σήμερα θεωρείται ένα από τα πιο καταιγιστικά ντεμπούτα του σύγχρονου ευρωπαϊκού black metal.. Κυκλοφορώντας το 2014, ο δίσκος ήταν μια ωδή σε αρχέγονες black metal προσεγγίσεις, αλλά με ορίζοντες που δεν σταματούν στη μισανθρωπία ή την επιθετικότητα· αντιθέτως, ανοίγουν προς μια απρόσωπη, διαστημική διάσταση. Αν και ο όρος “atmospheric black metal” είναι κάπως περιοριστικός για να περιγράψει το εύρος της μπάντας, σίγουρα εδώ έχουμε να κάνουμε με μια δουλειά που αγκαλιάζει τόσο το δεύτερο κύμα του νορβηγικού ήχου όσο και τη σύγχρονη μεταμοντέρνα προσέγγιση που βλέπει τον ήχο ως υπαρξιακή εμπειρία μεταξύ άλλων. Αν ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος έπιανε κιθάρες, πεταλάκια και ούρλιαζε σε ενα μικρόφωνο κάπως έτσι το φαντάζομαι να ηχεί. Αυτό που εντυπωσιάζει εξ αρχής είναι η δομή των κομματιών. Η μπάντα εμφανίζεται σχεδόν από το πουθενά με ηχητική ταυτότητα πλήρως διαμορφωμένη: ωμός ήχος, riffs σαν λάβα που ξεσπάει από ηφαιστειακά ρήγματα, και τύμπανα σαν σε soundtrack μάχης ανάμεσα σε γίγαντες. Αντί για την παραδοσιακή μορφή κουπλέ–ρεφρέν άντε και καμιά γέφυρα στο τσακίρ και τούμπαλιν, τα τέσσερα μακρόσυρτα τραγούδια του Elder Giants είναι επικές καμπύλες, όπου τα riffs αναπτύσσονται με εμμονική επιμονή, επαναλαμβάνονται, στριφογυρίζουν, (δεν βάφουν, ζαλίζουν, στροβιλίζουν και μπερδεύουν για να προλάβω τους κακοπροαίρετους) και τελικά καταλήγουν είτε στην απόλυτη έκρηξη είτε στην αποσύνθεση. Η μπάντα δείχνει μια σχεδόν τελετουργική εμμονή στη ροή και την κλιμάκωση, θυμίζοντας περισσότερο τους Wolves in the Throne Room ή τους Ash Borer παρά το ένδοξο (και σκοτεινό) παρελθόν του ήχου. Τα φωνητικά των Lars και Bastian είναι σαν ηχώ μέσα από κενά αστρικά πεδία, παντελώς απόκοσμα ουρλιαχτά που δένουν απόλυτα με το ολέθριο σύνολο χωρίς να ξεχωρίζουν. Το “We Sleep” είναι το αργό άνοιγμα μιας θύρας σε κάτι αιώνιο και ακατανόητο, σαν να βρίσκεσαι σε κάποιο forgotten tomb του Dark Souls, ανασαίνοντας στάχτη. Η εισαγωγή με καθαρισμένες, σχεδόν shoegaze-ικές κιθάρες, προοικονομεί τη θύελλα που ακολουθεί. Όταν μπαίνουν τα blast beats και οι παραμορφώσεις, δεν υπάρχει επιστροφή. Οι κραυγές είναι πνιγμένες, σαν να έρχονται από κάποιο άλλο επίπεδο ύπαρξης. Δεν υπάρχει χώρος για “στίχους” με την παραδοσιακή έννοια, τα φωνητικά είναι μια ακόμη στρώση θορύβου, ένα ακόμη κύμα που σε παρασύρει. To τσιμπεντένιο riff λίγο πριν το 8ο λεπτό είναι ίσως η καλύτερη στιγμή του δίσκου. Είναι το πιο Darkthrone riff που έχει γραφτεί, παραπάνω και από του ίδιου του Fenriz. Το "The Absolute is Becoming" είναι 7 λεπτά ασταμάτητων blastbeats και tremolo riffs, πάντα ευπρόσδεκτα και πάντα εκτιμούνται. Το “Elder Giants” που δίνει και τον τίτλο στον δίσκο, έχει χαρακτήρα κοσμογονικό: riffs που κινούνται σε αρμονικές τροχιές, με ρυθμούς που μοιάζουν περισσότερο με σεισμικά κύματα. Η χρήση της επανάληψης, χαρακτηριστική της μπάντα σε αυτά τα πρώτα βήματα, δε γίνεται για ψυχεδελικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, μοιάζει με τελετουργική επωδό, σαν το mantra ενός undead που επαναλαμβάνει τις ίδιες διαδρομές μέσα στο Lordran, ψάχνοντας φως σε έναν κόσμο που δεν υπόσχεται τίποτα. Όπως και στον ίδιο τον δίσκο, σε αυτήν την πρώιμη εκδοχή των Sun Worship δεν υπάρχει κάθαρση, μόνο επαναλαμβανόμενη κατάβαση. Σε έναν κόσμο που κατέρρευσε από την υπερανάλυση, η απόλυτη παρατήρηση γίνεται η μόνη επαναστατική πράξη. Το να συνεχίζεις να βαδίζεις χωρίς σκοπό είναι από μόνο του πράξη αντοχής. Ένα πάρα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο, που μια δεκαετία μετά ακούγεται καλύτερα από ποτέ.
Pale Dawn (2016)
Με το Pale Dawn, οι Sun Worship άφησαν οριστικά πίσω τους την αρχική ακατέργαστη μανία του Elder Giants και μπήκαν σε πιο στοχαστικά και εσωστρεφή εδάφη. Bέβαια διατήρησαν πλήρως την "μανία" και ακέραιο τον υπερβατικό χαρακτήρα που είχαν χτίσει από την αρχή. Κυκλοφόρησε το 2016 μέσω της Golden Antenna Records και αποτελεί ένα βήμα συνθετικής ωρίμανσης, όχι απαραίτητα προς την ευκολία, αλλά προς τη συγκρότηση ενός ηχητικού κόσμου πιο απογυμνωμένου και μυστικιστικού. Με μόνο τέσσερα κομμάτια, και διάρκεια περίπου 38 λεπτών, ο δίσκος επιβεβαιώνει ότι η μπάντα δε χρειάζεται μεγαλοστομία. Η ουσία είναι στην απλότητα του σκοπού, τον αναστοχασμό και στην ακρίβεια της εκτέλεσης. Από τις πρώτες νότες του “Pale Dawn”, το ομώνυμο κομμάτι, γίνεται σαφές πως αυτή τη φορά οι Sun Worship στοχεύουν σε διάλυση. Μια ηχηρή αποδόμηση της ταυτότητας και της μορφής. Η εισαγωγή είναι ανύπαρκτη, με το ξέσπασμα να έρχεται αμέσως και μαζί του ο γνώριμος θόρυβος, όμως όχι με το σφοδρό σοκ του Elder Giants, αλλά σαν κύμα που σε τραβά αργά και αβίαστα προς τα μέσα σε μια μαβή nebula. Η παραγωγή του δίσκου είναι πιο καθαρή, με κάθε όργανο να έχει περισσότερο χώρο. Οι κιθάρες αποκτούν μελωδικά περάσματα σχεδόν post-rock αισθητικής, χωρίς όμως να χάνεται η σκοτεινή τους φύση. Τα φωνητικά παραμένουν θολά, σαν μακρινές εκκλήσεις σε ένα αφιλόξενο σύμπαν. Υπάρχει έντονη σύνδεση σε αυτούς τους δύο δίσκους με αυτά που έκαναν οι συντοπίτες και φίλοι τους Ultha εκείνα και τα λίγο επόμενα χρόνια (ο Lars λίγο μετά ξεκίνησε να παίζει κιθάρα και για τους Ultha), με την ατμόσφαιρα ως ουσία, όχι διακόσμηση. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στο "Naiad", το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται μέσα στο The Inextricable Wandering. Το δεύτερο κομμάτι, “Lichtenberg Figures”, αποτελεί ίσως το πιο ενδεικτικό παράδειγμα της αλλαγής. Παίρνει το όνομά του από τα ηλεκτρικά μοτίβα που αφήνει πίσω του το ρεύμα όταν διαπερνά μια επιφάνεια, και κάπως έτσι λειτουργεί και η μουσική εδώ: αφηρημένη αλλά έντονα φορτισμένη, που αδιαμφισβήτητα αφήνει σημάδια πίσω της. Το γεγονός πως κουβαλάει μισό τσουβάλι riffs μέσα σε αυτά τα 10 λεπτά βοηθάει αρκετά αυτό το case. To "Perihelion" ανοίγει με έναν εκπληκτικό Mayhem-ικό riff και ξετυλίγεται σε ένα κοσμικό όλεθρο από blasts και tremolo. Τα καθαρά φωνητικά στο τέλος είναι το κερασάκι στην τούρτα, και αν και ούγκανος θα ήθελα να τα είχα συχνότερα μέσα στο δίσκο. Έδωσαν κάτι το επιπλέον απόκοσμο, σαν έναν νεκρόλογο των τελευταίων ημερών του σύμπαντος. Το Pale Dawn είναι θεματικά ένα άλμπουμ βαθιά υπαρξιακό. Αν το Elder Giants ήταν η εξωστρεφής λατρεία του φυσικού χάους, εδώ έχουμε την ενδοσκόπηση, τη θρηνητική παρατήρηση του ίδιου του σύμπαντος και τον θάνατο του. Είναι ένα black metal κράμα που απευθύνεται όχι στο μίσος, αλλά στο κενό. Όχι στον εχθρό, αλλά στο φάσμα του ίδιου του είναι. Μια διαλογή πάνω στην απουσία του Θεού, της λύσης, και του προορισμού. Ο τίτλος είναι αποκαλυπτικός: δεν πρόκειται για μια αναγέννηση μέσα στο φως, αλλά για μια χλωμή, κρύα αυγή, σαν αυτές που διαλύουν την ομίχλη χωρίς να υπόσχονται ελπίδα.
Emanations of Desolation (2019)
Το 2019, οι Sun Worship επιστρέφουν με τον πιο πυκνό, ακατάτακτο και ριζοσπαστικό τους δίσκο: το Emanations of Desolation. Δεν είναι μια "επιστροφή" όπως συχνά τη φανταζόμαστε στο metal, δεν υπάρχει νοσταλγία ούτε προσκόλληση σε κεκτημένα. Είναι ένα ρήγμα, που ανοίγει τον ήχο τους σε νέες πιο ασταθείς και πειραματικές κατευθύνσεις. Εδώ η μπάντα έχει μετατοπίσει το βλέμμα της ακόμη πιο μακριά από τα εγκόσμια, πιο κοντά στον απρόσωπο παλμό του Σύμπαντος. Το αποτέλεσμα είναι μονολιθικό, σκοτεινό και εσωτερικά πολύπλοκο. To "Zenith" ανοίγει με ένα επαναλαμβανόμενο beat των τυμπάνων, που αν το αφουγκραστείς προσεκτικά φέρει ξεκάθαρη συγγένεια με το θρυλικό intro του The Good, the Bad and the Ugly του Ennio Morricone. Αυτό το παλλόμενο, σχεδόν πολεμικό χτύπημα εισάγει τον θεατή (ή τον ακροατή) σε μια τεταμένη, ανελέητη έρημο. Μόνο που εδώ δεν υπάρχει σαλούν και οάσεις, κανείς δεν είναι καλός και όλοι είναι ήδη νεκροί. Μόνο άμμος από κατεστραμμένα άστρα και απειλητική σιωπή. Το payoff αυτού του αργού build-up έρχεται στο "Void Conqueror". Το πρώτο πλήρες κομμάτι ξεκινά με απρόσμενα σφιχτό, φλεγόμενο riff, και χτίζει σταδιακά γύρω του. To Emanations of Desolation δεν είναι η συνέχεια των Pale Dawn και Elder Giants, αλλά κάτι πολύ περισσότερο: η μπάντα αποσυνθέτει την αισθητική της μέχρι να μείνουν μόνο τα θεμέλια, και αυτά τα θεμέλια είναι ο θόρυβος, η επανάληψη και η αποστασιοποιημένη ταραχή. Σε αυτά τα θεμέλια λοιπόν προστίθενται αρκετές death metal πινελιές, από εκείνες που έχουμε συνηθίσει στο νέο κύμα old school revival των μπαντών της Σκανδιναβίας και αρκετές γκρούβες. Σε αυτό το κλίμα λοιπόν φαίνεται και εδώ να δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο memorability των κομματιών, τα οποία πλέον στέκονται πολύ ευκολότερα σαν μονάδες, πέρα δηλαδή από το πλαίσιο του δίσκου. Το "Devoured" ξεκινάει αρκετά αργό και ζωφερό, και συνεχίζει σαν ένα mid-tempo masterclass από riffs και ρυθμικές αλλαγές, και ώ θεοί! ΡΕΦΡΑΙΝ! Απίστευτο και όμως αληθινό. Το "Torch Reversed" είναι το πιο “τελετουργικό” κομμάτι του δίσκου. Η “ανεστραμμένη δάδα” συμβολίζει το φως που οδηγεί στο σκοτάδι, όχι στην αλήθεια. Ένα bonfire που δεν προσφέρει καμία θαλπωρή και ασφάλεια. Το βασικό riff εδώ είναι αργό και περιστρέφεται γύρω από έναν πυρήνα που δεν αποκαλύπτεται ποτέ, με τα καθαρά φωνητικά να λειτουργούν σαν εξύμνηση της αέναης φλόγας στον ουρανό. Το "Soul Harvester" πιάνει ακριβώς εκεί που αφήνει ο προκάτοχος του, με τις ταχύτητες όμως να ανεβαίνουν σε έναν black/death καταιγισμό. Το "Pilgrimage" είναι ένα εκτεταμένο ambient διάλειμμα, σχεδόν υπνωτικό. Απαραίτητες αυτές οι ανάσες, καθώς τα τελευταία δύο κομμάτια απαιτούν καθαρή την παλέτα για να καταναλωθούν. Τα τελευταία 20 λεπτά είναι από τις πιο μνημειώδεις στιγμές του δίσκου. Το "Coronation" με τα ατέλειωτα riffs και το ψαλμωδικό κλείσιμο, και το "Without End" που μέσα σε 12 λεπτά καταφέρνει να περάσει από μια ντουζίνα είδη, ταχύτητες και ηχοτοπία. Συνολικά το Emanations of Desolation αποτελεί ίσως την πιο καίρια προσθήκη στη δισκογραφία των Sun Worship. Δείχνει σε κάθε σκέλος του την εξέλιξη και την ωριμότητα της μπάντας. Ένας δίσκος που τους βάζει σε ένα μονοπάτι χωρίς συνοδοιπόρους. Με μοναδική ηχητική ταυτότητα. Ο ήχος των Sun Worship. Είναι ο αδιαμφισβήτητα αγαπημένος μου δίσκος στην έως τότε καριέρα τους, και σίγουρα ο σημαντικότερος.
Upon The Hills Of Divination (2024)
Με το Upon The Hills of Divination, που κυκλοφόρησε πέρυσι καταπιάστηκα και μέσα στη χρονιά, αλλά και στο τέλος όταν μίλησα για τους αγαπημένους μου δίσκους. Καμία από τις τότε σκέψεις μου δεν έχει αλλάξει, οπότε και θα τις παραθέσω αυτούσιες.
Στο Upon The Hills Of Divination με έξι κομμάτια που διαρκούν σχεδόν 42 λεπτά, η μπάντα δημιουργεί ένα ενιαίο αφήγημα που παντρεύει το black metal με σχεδόν ατμοσφαιρικές death metal πινελιές. Από το πρώτο demo και το Surpass Eclipse μέχρι και σήμερα οι Γερμανοί Sun Worship ήταν από τις σταθερότερες ποιοτικά μπάντες στο Black Metal. Κατάφεραν όμως εδώ να ξεπεράσουν κάθε προηγούμενο. Η παραγωγή είναι αρκετά πιο γυαλισμένη από το Emanations Of Desolation, βέβαια όλα συνεχίζουν να ακούγονται οργανικά. Μπορεί θεματικά ο δίσκος να είναι μια κοσμική μυσταγωγία όμως δεν μοιάζει να αντηχεί το απέραντο όπως πολλοί Atmospheric Black Metal συνάδελφοι τους συνηθίζουν. Αντιθέτως μοιάζει σαν κάτι πολύ πιο ωμό και εγκόσμια δοσμένο. Κάθε κομμάτι είναι ουράνιο σώμα, και το σύνολο είναι ένας αστερισμός φτιαγμένος από σκοτάδι, ενέργεια και φωτιά. Δεν αφήνουν χώρο για αναζήτηση, η επίθεση είναι συνεχής και αδυσώπητη. Βέβαια εδώ που τα λέμε, εγώ πάντα θα σκέφτομαι Dark Souls ακούγοντας τους. Praise The Sun και ο θάνατος να κρύβεται πίσω από κάθε σκοτεινή γωνία. Ο ήχος είναι απόλυτα βίαιος, δεν συγχωρεί και δεν αφήνει περιθώρια να χάσεις την προσοχή σου δευτερόλεπτο. Οι κιθάρες είναι μανιασμένες, με τα riffs να εναλλάσονται πιο γρήγορα και από δεσμούς του Απόστολου Γκλέτσου. Τα drums, από την άλλη, σφυροκοπούν σαν τους παλμούς ενός pulsar, ασταμάτητα και ανελέητα. Μπορεί να χρειάστηκε να Googleάρω το όνομα του Bastian Hagedorn, είναι όμως ένας από τους καλύτερους drummers αυτή τη στιγμή, και εδώ το αποδεικνύει περίτρανα. Το "Serpent Nebula" είναι σίγουρα το πιο συμβατικά black metal κομμάτι του δίσκου. Ένας ασταμάτητος χορός με εναλλαγές από tremolo picking και gallops. Από την άλλη στο "Fractal Entity" παίζουν σχεδόν death metal. Αργό και βασανιστικό. Ειδικά το δεύτερο μισό αποπνέει υπέρτατη Σουηδίλα. Το intro του "Covenant" είναι τόσο εθιστικό που ο Macaulay Culkin θα έκανε βουτιά nose-first πάνω του. Χριστούγεννα είναι, τι αναφορά περιμένατε δηλαδή; Το ομώνυμο κομμάτι είναι η καρδιά του δίσκου. Με πιο σύντομη διάρκεια, αλλά εξίσου εντυπωσιακή σύνθεση, συνδυάζει όλα τα στοιχεία του άλμπουμ σε έναν συμπυκνωμένο πυρήνα. Οι μελωδίες θυμίζουν ύμνους στον Gwyn, Lord of Cinder, ενώ τα φωνητικά είναι καταστροφικά σαν βροντές. Το τέλος αφήνει μια αίσθηση αναμονής πριν το επικό φινάλε. Το "Stormbringer" ξεκινά με μια από τις σκόρπιες ambient στιγμές του δίσκου (τα μπλιμπλίκια τα τοποθετούν στρατηγικά στα intro, δεν αφαιρούν καθόλου από τη δυναμική των συνθέσεων), η οποία λειτουργεί σαν calm before the storm (pun intended). Και τι storm είναι αυτό... το απόλυτο πανδαιμόνιο, σαν να ξεσπά μια κοσμική καταιγίδα. Ότι βαρύτερο έχουν γράψει, με το ένα riff να διαδέχεται το επόμενο και το ένα να είναι καλύτερο από το άλλο. Κάπου στα 5 λεπτά έχουμε και το (νομίζω) μοναδικό breakdown του δίσκου, το οποίο αν ακούσω ζωντανά θα γίνω live action Executioner Smough όταν χτυπιέται πάνω κάτω. Το Upon the Hills of Divination είναι ένας δίσκος που απευθύνεται σε όσους κοιτάζουν τα άστρα με δέος το βράδυ, ψάχνοντας ευλαβικά και μάταια τον Ήλιο. Είναι η τέλεια σύμπτυξη της κοσμικής τάξης και του ανθρώπινου χάους, ένας μουσικός γαλαξίας που εκρήγνυται κάθε φορά που πατάω το play. Αν τα άστρα μπορούσαν να τραγουδήσουν, το αποτέλεσμα δεν θα ήταν μελωδίες, αγάπες και τιτιβίσματα αλλά εκρήξεις φωτιά και βρυχηθμοί.