Η επιρροή που έχει ασκήσει ο John Carpenter στο σινεμά, από πριν ακόμα ο Michael Myers φορέσει τη μάσκα του, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση ή επεξήγηση. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι ο James Cameron, αφότου αποφοίτησε με κάτι λιγότερο του «λίαν καλώς» από τη σχολή του Roger Corman, βρέθηκε στο πλατό του Escape from New York για να κατασκευάζει μακέτες και ειδικά εφέ, αρκεί. Ή, ας πούμε, το γεγονός ότι ο Tarantino παραδέχθηκε ότι το Hateful Eight είναι κατά μία έννοια η δική του εκδοχή από το The Thing. Αν θέλετε κι άλλα, μπορείτε απλά να γκουγκλάρετε ή, ακόμα καλύτερα, να πάτε σινεμά – όλο και κάτι καρπεντερικό θα βρείτε εκεί.

Βέβαια, εκτός από σκηνοθέτης, η άλλη ιδιότητα του Carpenter που τον προσδιορίζει ανεξίτηλα είναι αυτή του συνθέτη – σε βαθμό που ορισμένοι ενδεχομένως να θεωρούν μεγαλύτερη τη συνεισφορά του στα μουσικά παρά στα κινηματογραφικά δρώμενα. Υπερβολή; Ναι. Αλλά, ταυτόχρονα, όχι ιδιαίτερα. Μιας και αναφέρθηκε το Escape from New York πριν λίγο, από πού νομίζετε ότι πήρε το όνομά του το γνωστό και αγαπημένο Plissken Festival; Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος αυτός, τη στιγμή που ξεμπέρδευε με το μεγάφωνο του σκηνοθέτη έπαιρνε παραμάσχαλα ένα synthesizer και σκαρφιζόταν απλές μελωδίες που, εκτός του ότι κούμπωναν απόλυτα με τα επί οθόνης τεκταινόμενα, κατάφεραν να δωρίσουν ένα ολόκληρο subgenre στη σύγχρονη popular μουσική.

Ο όρος “synthwave”“retrowave”) παίζει πάρα πολύ εδώ και μια δεκαετία περίπου – με σχετική βεβαιότητα ότι κομβικό σημείο, αν όχι σημείο έναρξης με την αυστηρή έννοια του όρου, υπήρξε η ταινία Drive καθώς και το εμβληματικό πλέον “Nightcall” που συνέθεσε ο Kavinsky μαζί με τον Guy-Man από τους Daft Punk. Ρετρό αισθητική και εμμονή με το νέον που θυμίζει οτιδήποτε από Miami Vice μέχρι το Blade Runner του Ridley Scott (το οποίο είχε συνθέσεις από τον αείμνηστο Vangelis, άλλον ένα σπουδαίο καλλιτέχνη που δικαίως επωμίζεται τη μερική πατρότητα του genre). Εντούτοις, το όνομα του Carpenter πετάγεται πρώτο στο μυαλό όλων όταν γίνεται σχετική κουβέντα ή ανασκόπηση, κυρίως τα άλλοτε δυσοίωνα, άλλοτε υποβλητικά σύνθια που εγκαθιδρύουν σχεδόν όπου πετάγονται μια tech noir ατμόσφαιρα, καταφέρνοντας να συμπτύξουν παρόν και μέλλον σε οποιαδήποτε χρονιά και αν ακουστούν από το ΄90 και ύστερα.

Από τις απαρχές των ‘10s, λοιπόν, συναντά κανείς πληθώρα δίσκων που εκπροσωπούν αυτό το ιδιαίτερο (υπό-)είδος – χωρίς να προσμετράμε τον Johnny Jewel των Chromatics και Desire που ίσως να είχε κάνει κάτι αντίστοιχο λίγο καιρό νωρίτερα. Perturbator, Gunship, Bergeton, The Midnight, GosT, Magic Sword είναι μόνο μερικοί από τους artists που έβαλαν μια απόλυτη διακριτή στάμπα φαρδιά πλατιά σε ό,τι έδωσαν προς τα έξω, πλημμυρίζοντας τα αυτιά και τα μάτια μας με άφθονη, νοσταλγική ‘80ίλα, καταρρίπτοντας (ή και επιβεβαιώνοντας) την πεποίθηση ότι τα ‘80s υπήρξαν η πιο κιτς αισθητικά δεκαετία εδώ και πολύ, πολύ καιρό. Οι ακόλουθες πέντε επιλογές αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικά, κατά τον γράφοντα έστω, τη λαγνεία για το οπτικοακουστικό ρετρό.

 

1) Perturbator – The Uncanny Valley

 perturbator

Γιος διακεκριμένων μουσικογραφιάδων (ο μπαμπάς για το NME, η μαμά για τη Libération), ο James Kent παρατάει το black metal και την κιθάρα του και παντρεύεται το synthwave και το, εχμ, synth του, πυροβολώντας το κοινό με καταιγιστικά beats και ρετροφουτουριστικές μελωδίες που αποτελούν πλέον το όχι-και-τόσο-guilty pleasure των απανταχού (leftfield) μεταλλάδων. Ο τρόπος, δε, που εντάσσει και χειρίζεται τα γυναικεία guest φωνητικά στα κομμάτια του δημιουργεί ένα αποτέλεσμα που άνετα θα μπορούσε να ντύσει μια glossy, εστέτ διαφήμιση της Prada – εάν σκηνοθετούσε κάποιος σαν τον Panos Cosmatos ή τον Nicolas Winding Refn, φυσικά.

 

2) Ulver – Flowers of Evil

ulver

Εκτός του ότι κυριολεκτικά διασκεύασαν Carpenter στο τελευταίο τους album, “Scary Muzak” (και, πιο συγκεκριμένα, το theme του “Halloween”), οι παρανοϊκοί αυτοί λύκοι από τα δάση της Νορβηγίας που έχουν καταπιαστεί σχεδόν με ό,τι genre σκεφτεί ο ανθρώπινος νους (από black metal μέχρι drum ‘n’ bass και μουσική δωματίου), βάσισαν πρακτικά την τελευταία πενταετία της καριέρας τους πάνω σε σκοτεινές – και απρόσμενα catch εν μέρει – synth-pop φόρμες. Τα βαθιά φωνητικά του Garm, παντρεμένα με τις χειρουργικής ακρίβειας ενορχηστρώσεις, προσδίδουν κάτι το οπερατικό στο όλο εγχείρημα.

 

 

3) Carpenter Brut – Leather Terror

carpenter-brut

Απλά ξαναδιαβάστε το όνομα του τύπου από πάνω – δεν είναι ότι προσπαθεί κιόλας να κρύψει τις επιρροές του. Έχοντας κυκλοφορήσει φέτος έναν από τους καλύτερους δίσκους της τρέχουσας χρονιάς (και διεκπεραιώσει με επιτυχία την παρθενική του παρουσία στα μέρη μας), ο ακριβοθώρητος Franck Hueso συνεχίζει να παντρεύει επιτυχημένα, παραμορφωμένες και πετσοκομμένες, επιθετικές κιθάρες μαζί με drums και σύνθια που ενίοτε συνοδεύουν φωνές από το χώρο του πειραματικού μέταλ (βλέπε Garm από τους προαναφερθέντες Ulver ή Greg Puciato από Dillinger Escape Plan) αλλά και μυστήριους τύπους όπως ο David Eugene Edwards των Wovenhand. Ο ίδιος, επίσης, φημολογείται ότι είναι ο παραγωγός των αμφιλεγόμενων Deathspell Omega – μια κάποια περαιτέρω πιστοποίηση ότι η μουσική του αποτελεί το κατ’ εξοχήν «εξωσχολικό» έδεσμα των θιασωτών του ακραίου μέταλ ήχου. Επιπλέον, στο κλιπ για το “Widow Maker” πρωταγωνιστούσε ο ένας από τους δίδυμους του “Zack & Cody” της Disney. Ένα όμορφο χάος, θα έλεγε κανείς.

 

 

4) Gioumourtzina – Blakk Metall

gioumourtzina

Μάλλον οι αναφορές προς το black metal δεν είναι ποτέ αρκετές – έστω κι αν ο τίτλος εδώ είναι κάπως περιπαιχτικός. Εξαιρετικός δίσκος από την εγχώρια πραγματικότητα που, για κάποιο λόγο, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει συνέχεια στο έργο των δημιουργών του. Το εναρκτήριο “Leviathan” είναι ενδεχομένως η πιο “Carpenter” στιγμή που παρήγαγε η ελληνική στιγμή, σε μια συλλογή κομματιών που φλερτάρουν ανά διαστήματα από την indietronica και το shoegaze μέχρι ξεκάθαρα ελληνικές/ανατολίτικες νοοτροπίες. Μεγάλη προσοχή και στο συνοδευτικό EP με τα remixes που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ιδιαίτερη παρέμβαση του πριν-γίνει-κουλ Pan Pan στο “Lobby Raver”.

 

 

5) John Carpenter – Lost Themes

john-carpenter-lost-themes

ΟΚ, αρκετά προφανές. Όσο και απαραίτητο, δηλαδή. Έχοντας αφήσει τη σκηνοθεσία στο έλεος κάποιων Rob Zombies ήδη πέντε χρόνια, ντεμπουτάρει ως recording artists με υλικό που μπλέκει προϋπάρχουσες, καταχωνιασμένες σε πατάρι συνθέσεις μαζί με tracks που συνέθεσε επί τούτου, ενώ μοιράζεται τις ευθύνες με το γιο του και τον βαφτισιμιό του (και γιο του Dave Davies των Kinks. Το τι αποτέλεσμα βγάζει ο δίσκος μπορεί κανείς να το μαντέψει αν γνωρίζει έστω και επιδερμικά τι σημαίνει John Carpenter. Η deluxe εκδοχή περιλαμβάνει remixes από ονόματα όπως Silent Servant, J. G. Thirlwell και Bill Kouligas, με το highlight εξ΄αυτών να είναι η απογειωτική εκδοχή του “Night” από τη Zola Jesus.

 

 

Bonus Track: The Weeknd

Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά εδώ. Ακούστε, νιώστε τους δύο τελευταίους του δίσκους. Ξαναπατήστε play στο “Starboy” και δείτε πάλι το αντίστοιχο music video. Ρίξτε μια ματιά στα live που κάνει αυτή την περίοδο. Ανατρέξτε σε εποχές 2013 και “Kiss Land”, τότε που έκανε τα πρώτα του βήματα, και διαβάστε τον να δηλώνει ρητά πως ο John Carpenter αποτελεί βασική του επιρροή (έδωσε μέχρι και το όνομά του σε κομμάτι) – ή θυμηθείτε, από την ίδια περίοδο, τα φωνητικά του στο “Odd Look” των Kavinsky και SebastiAn.  

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured