Τα μουσικά κονσερβατόρια δεν ταιριάζουν με την «αλανιάρα» ροκ. Αυτό είναι το αξίωμα που μας έμαθε η ποπ κουλτούρα και οι εκφραστές της, από τον Chuck Berry μέχρι τον Johnny Rotten. Ο αυστηρός ακαδημαϊσμός των ωδείων δεν συνάδει με την έννοια του rock nroll και του punk, που είναι από τη φύση τους ωμά, τραχιά και δεν μπορούν να υποκύψουν σε κανόνες της καθεστηκυίας μουσικής φόρμας. Το οποίο, αν το καλοσκεφτούμε, είναι περίεργο καθώς έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το ερώτημα: αν εξαιρέσουμε κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις αυτοδίδακτων μουσικών, από ποιο μουσικό περιβάλλον βγήκαν οι υπόλοιποι ροκ σταρ περασμένων δεκαετιών; Δεν πήγαν σε ωδεία; Δεν διδάχτηκαν αρμονία και θεωρία της μουσικής; Αλλά ας το πάρουμε απ’ την αρχή…

Ο μουσικός αταβισμός των ‘60s

 Ένας από τους λόγους –κι ίσως ο πλέον βασικός– που τη δεκαετία του ‘70 είδαμε αυτό το φοβερό «ξεπέταγμα» της επιρροής της κλασικής μουσικής στην ροκ της εποχής εκείνης είναι καθαρά χρονολογικός κι ημερολογιακός. Οι μουσικοί της εποχής εκείνης, όλοι τους γεννημένοι τη δεκαετία του ‘30 ή του ‘40, ήταν απολύτως λογικό να έχουν τη κλασική μουσική ως σημείο αναφοράς: οι γονείς τους άκουγαν αποκλειστικά κλασική μουσική, ενώ και οι ίδιοι μεγαλώνοντας στα ‘50s, μην έχοντας άλλες μουσικές επιρροές πέραν του ραδιοφώνου, αναγκαστικά «έμαθαν» να αγαπούν την κλασική μουσική που έπαιζε το –μοναδικό- ακουστικό μέσο επιμόρφωσής τους. Ο George Gershwin, ο Claude Debussy, ο Igor Stravinski και ο Sergei Prokofiev ήταν οι άνθρωποι που τότε μονοπωλούσαν, σε μουσικό επίπεδο, τα ερτζιανά της Βρετανίας και των ΗΠΑ – γιατί αν οι δυο αυτές χώρες είχαν την απαίτηση, αντίστοιχα, από τη skiffle και τη folk να «κάνουν παιχνίδι» στα FM, ακόμη θα περίμεναν…

[Σημείωση: υπήρχαν ασφαλώς κι άλλα μουσικά είδη που είχαν τεράστια λαϊκή απήχηση μεταξύ 1920-1950, όπως η ragtime, η rag jazz, η swing, το bebop, το jump blues κτλ, αλλά κανένα άλλο είδος δεν διείσδυσε τόσο πολύ σε όλες τις κοινωνικές τάξεις ανεξαιρέτως, όσο η κλασική μουσική.]

Ας το θέσω διαφορετικά: εγώ γεννήθηκα το 1977 και μεγάλωσα στα ‘80s και στα ‘90s ακούγοντας όχι μόνο το δικό μου τώρα, δηλαδή το grunge, αλλά και όλο το κοντινό παρελθόν της ροκ, από τους Beatles και τους Rolling Stones μέχρι τους Black Sabbath και τους Pink Floyd. Η μουσική μου παιδεία λοιπόν βασίστηκε πάνω σε μουσικές που γράφτηκαν 15 τουλάχιστον χρόνια πριν γεννηθώ. Αντίστοιχα, όσοι γεννήθηκαν το 1945, αναγκαστικά έστρεψαν και το βλέμμα τους στη jazz, τη soul αλλά και την κλασική μουσική του 1920 και του 1930. Αντίστοιχα, ένας ποπ μουσικός του 2014, όπως ας πούμε η Lady Gaga ή η La Roux, έχει ως σημείο αναφοράς τη μουσική που γράφτηκε πριν μια 30ετία, δηλαδή τα ‘80s.

Σκεφτείτε το και αμιγώς χρονολογικά: τα ‘60s είναι πιο κοντά στο  1920 και τη μουσική του μεσοπολέμου απ’ ό,τι στη σημερινή μουσική του 2010! Η δεκαετία του 1920 είναι λοιπόν για τους νέους του 1960, ό,τι είναι τα «νοσταλγικά» ‘60s για τη δική μας γενιά. Υπό την έννοια αυτή, οι μουσικοί των ‘60s και των ‘70s μηρύκασαν με αταβιστική ακρίβεια το κοντινό τους παρελθόν, που κατά συντριπτική πλειοψηφία ήταν ακόμη βυθισμένο στην κλασική μουσική.

Κάποιοι άλλοι απλώς θεώρησαν πως αυτή είναι, στο κάτω κάτω, η φυσική πορεία ενός νέου κιθαρίστα, πιανίστα ή βιολιστή: πρώτα απ’ όλα να ρίξει το μουσικό του βλέμμα στη μουσική παρακαταθήκη (πολύ) περασμένων δεκαετιών. Γιατί, βασικά, αυτή η μουσική ήταν που διδάχτηκε κατά τα πρώτα χρόνια των σπουδών του, τότε που το παιδικό μυαλό είναι σαν ένα σφουγγάρι που ρουφάει τα πάντα.

Ωστόσο, υπάρχει κι ένας ακόμη λόγος που τόσοι και τόσοι μουσικοί των ‘70s δέχτηκαν να μπολιάσουν τις παρτιτούρες τους με κλασικότροπες επιρροές: η ίδια η «πόπιουλαρ» φύση της κλασικής μουσικής, ενός είδους που κατά τον 19ο αιώνα απευθυνόταν νομοτελειακά στις μάζες, όπως σήμερα η Beyonce.

Όταν η κλασική μουσική ανέβαινε τα charts

 Ο μεσότιτλος είναι ιντιγκαδόρικος κι απλώς υποστηρίζει πως μεταξύ 1800-1940 η κλασική μουσική ήταν η ποπ της εποχής της, η μουσική που άκουγε όλος ο κόσμος, από τα κατώτερα λαϊκά στρωματά μέχρι τους ηλικιωμένους, πλούσιους μεσοαστούς των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Ας το πω όπως μου βγαίνει: από τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά, η κλασική μουσική ήταν τα «μπουζούκια» της εποχής, ένας τρόπος διασκέδασης που ο φτωχός ή πιο εύπορος κοσμάκης επέλεγε για να ξεσκάσει.

mozart1

Mέχρι την εποχή του Mozart, η κλασική μουσική ήταν αποκλειστικό προνόμιο των βασιλιάδων και των μοναρχών της εποχής εκείνης. Όμως στα τέλη του 1790 συντελείται μια αλλαγή: από τα σαλόνια των βασιλιάδων η κλασική μουσική «εκδημοκρατικοποιείται» και μπαίνει σιγά σιγά στην καθημερινότητα του απλού λαού.

Η μετάβαση βέβαια κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν: μέχρι την εποχή του Mozart, η κλασική μουσική ήταν αποκλειστικό προνόμιο των βασιλιάδων και των μοναρχών της εποχής εκείνης, οι οποίοι είχαν στις αυλές –και στη δούλεψή τους- μια ολόκληρη στρατιά από μουσουργούς που συνέθεταν όπερες για λογαριασμό τους. Όμως στα τέλη του 1790 συντελείται μια αλλαγή: από τα σαλόνια των βασιλιάδων η κλασική μουσική «εκδημοκρατικοποιείται» και μπαίνει σιγά σιγά στην καθημερινότητα του απλού λαού: ιδρύονται τα πρώτα… Fuzz και Gagarin της εποχής και χτίζονται ειδικοί χώροι συναυλιών σε πόλεις όπως η Βιέννη ή το Λονδίνο για να συρρέει εκεί ο κόσμος. Λίγο μετά, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι συνθέτες-σταρ της εποχής που πληρώνονταν αδρά προκειμένου να γράψουν μια όπερα ή μια συμφωνία. Ο Giuseppe Verdi απολάμβανε στην Ιταλία του 1870 τη δημοφιλία που απολάμβανε το 1995 ο Eros Ramazzotti, όλη η Βρετανία μιλούσε το 1885 για το δίδυμο Gilbert και Sullivan με τον ίδιο τρόπο που το έκανε 80 χρόνια μετά για το δίδυμο Lennon και McCartney, ο Debussy ήταν στις αρχές του 20ου αιώνα για το Παρίσι κάτι σαν τους Daft Punk του 2015, ενώ ο πιανίστας Franz Liszt, όπου κι αν έδινε συναυλίες, έβλεπε από κάτω αντιδράσεις εφάμιλλες με εκείνες που βίωσε και ο συνάδελφός του Jerry Lee Lewis το 1960. Επίσης, ο Franz Schubert (ο «εφευρέτης» του τρίλεπτου πιανιστικού ερωτικού τραγουδιού) αποτελούσε την μουσική ενσάρκωση του Elton John με όρους 19ου αιώνα, ενώ το κυρίως ηλικιωμένο κοινό της Γερμανίας τιμούσε από το 1880 κι έπειτα τον Richard Wagner με τον ίδιο τρόπο που οι επισκέπτες του Λας Βέγκας τιμάνε σήμερα τους γηραιούς ποπ σταρ που κολλάνε τα τελευταία τους μουσικά ένσημα σε κάποιο από τα δεκάδες κλαμπ της «Πόλης της Αμαρτίας».

g-verdi-02

Ο Giuseppe Verdi απολάμβανε στην Ιταλία του 1870 τη δημοφιλία που απολάμβανε το 1995 ο Eros Ramazzotti.

Αντίστοιχα, αν υπήρχαν τότε charts μουσικών επιτυχιών θα καταδείκνυαν πως το 1812 η «Εβδόμη Συμφωνία» του Ludwig Van Beethoven παιζόταν παντού, σε όλη την Ευρώπη, ούσα το απόλυτο «χιτάκι» της εποχής, σαν το Stairway To Heavenτων Led Zeppelin που ακουγόταν παντού το καλοκαίρι του 1971. Ξέρετε τι χαμός γινόταν σε κάθε παράσταση της νέας όπερας ενός οποιοδήποτε ιταλού συνθέτη στη Ρώμη ή το Μιλάνο: μια κατάσταση που ομοίαζε με τα πακτωμένα στάδια και τις γιγάντιες αρένες που έναν αιώνα μετά φιλοξένησαν τις συναυλίες των U2, της Madonna και των Rolling Stones.

dvorak01

O τσεχοσλοβάκος Antonin Dvorak με την «Συμφωνία του Νέου Κόσμου» προκάλεσε την οργή πολλών συγχρόνων του που δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι την απόπειρά του να εντάξει στοιχεία της αφροαμερικανικής κι ινδιάνικης μουσικής κουλτούρας στις παρτιτούρες του.

Υπάρχει επίσης κι ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο που έκανε την κλασική μουσική γνωστή και προβοκατόρικη: πως, σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση, υπήρξε εξαιρετικά ριψοκίνδυνη και καθόλου μα καθόλου safe: η κλασική ήταν το punk του 19ου αιώνα, ένα είδος που πήρε ρίσκα, τσαλάκωσε την κονσερβατουαριστική του εικόνα κι άνοιξε δρόμους: λόγου χάρη, ο τσεχοσλοβάκος Antonin Dvorak με την «Συμφωνία του Νέου Κόσμου» προκάλεσε την οργή πολλών συγχρόνων του που δεν είδαν με καθόλου καλό μάτι την απόπειρά του να εντάξει στοιχεία της αφροαμερικανικής κι ινδιάνικης μουσικής κουλτούρας στις παρτιτούρες του. Κοινώς, το 1895 όλη η Νέα Υόρκη τον «έκραξε» τρελά, αλλά εκείνος έκανε αυτό που είχε κατά νου, κάπως σαν τον Bob Dylan που 70 χρόνια μετά έγινε «ηλεκτρικός» στο φεστιβάλ του Newport προκαλώντας τους «πιουρίστες» της folk που τον ήθελαν αποκλειστικά «ακουστικό». Θέλετε να αναφερθούμε (ξανά) στον Schubert που σε κάποια στιγμή της καριέρας του αποφάσισε πως δεν έχει κανένα νόημα να γράφει μεμονωμένα τραγούδια, αλλά κινήθηκε πρώτος προς την κατεύθυνση της σύνθεσης 10-12 τραγουδιών γύρω από έναν κοινό θεματικό πυρήνα, εφευρίσκοντας ουσιαστικά την έννοια του «μουσικού άλμπουμ» το 1820; Για να μη μιλήσουμε για τον αντίκτυπο που είχε το 1913 η “Ιεροτελεστία της Άνοιξης” του Stravinsky, ένα shock value εφάμιλλο με εκείνο της πρώτης ακρόασης των Black Sabbath ή των Slayer. Και μετά αναρωτιόμαστε πως είναι δυνατόν αυτοί οι άνθρωποι να είχαν επίδραση πάνω στους prog-rock μουσικούς του 1970. Και λίγη επιρροή είχαν!    

Ο αντίκτυπος που είχε το 1913 η “Ιεροτελεστία της Άνοιξης” του Stravinsky ήταν εφάμιλλος με εκείνο της πρώτης ακρόασης των Black Sabbath ή των Slayer.

Από τον Elvis στον Walter κι από εκεί στα ‘70s

 H πατέντα «δανείσου από τους κλασικούς συνθέτες» δεν κατοχυρώθηκε φυσικά το ‘70, αλλά ακριβώς μια δεκαετία νωρίτερα, όταν η μελωδία του It's Now Or Never του Elvis Presley βασίστηκε εξολοκλήρου πάνω σε αυτή του O Sole Mio”, ενός ναπολιτάνικου ερωτικού τραγουδιού από το 1898 που παρόλο που δεν εντάσσεται στην κατηγορία «κλασική μουσική», εντούτοις το έχουν τραγουδήσει όλοι οι μεγάλοι τενόροι του 20ου αιώνα ώστε να θεωρείται σήμερα –έστω και καταχρηστικά- ως σύνθεση ενός κλασικού μουσουργού. Πέντε χρόνια μετά, τοA Groovy Kind of Loveτων Mindbenders δανείστηκε την κεντρική του μελωδική γραμμή από τη «Σονατίνα σε Σολ Μείζονα» του αγγλοϊταλού συνθέτη Muzio Clementi, συγχρόνου του Mozart.

shangri-las_003a

Tο γυναικείο συγκρότημα των Shangri-Las βάσισε το τραγούδι του “Past, Present and Future” (1966) πάνω στην μελωδία της “Moonlight Sonata” του Beethoven.

Και από εδώ και στο εξής η όλη κατάσταση εξελίχθηκε… σκοινί κορδόνι: το γυναικείο συγκρότημα των Shangri-Las βάσισε το τραγούδι του Past, Present and Future(1966) πάνω στην μελωδία της Moonlight Sonata του Beethoven, την ίδια ακριβώς χρονιά που οι Βρετανοί The Move τραγουδάνε το “Night of Fear” που είναι δανεισμένο από το “1812 Overture” του Tchaikovsky. Λίγους μήνες μετά, κατά το Καλοκαίρι της Αγάπης του 1967, ένα άγνωστο βρετανικό συγκρότημα, οι Procol Harum, φτάνουν μέχρι την κορυφή των charts με το A Whiter Shade of Pale που είναι βασισμένο στην «Ορχηστρική Σουίτα αρ. 3 σε Ρε Μείζονα» (γνωστό κι ως “Air on a G String”) του J.S. Bach. Ο «Κανόνας σε Ρε Μείζονα» του Johann Pachelbel (θα μιλήσουμε παρακάτω αναλυτικά γι’ αυτόν) έδωσε την έμπνευση στον Βαγγέλη Παπαθανασίου για το πρώτο σπουδαίο τραγούδι των Aphrodite's Child, το Rain and Tears”, ενώ το συμφωνικό έργο «Πλανήτες» (1918) του βρετανού συνθέτη Gustav Holst προσέφερε έτοιμη μουσική «μαγιά» σε τουλάχιστον δύο περιπτώσεις: αφενός στο εξάλεπτο τραγούδι “Invocation & Ritual Dance of the Young Pumpkin” στο άλμπουμ Absolutely Free (1968) των Mothers Of Invention του Frank Zappa κι αφετέρου στο τραγούδι “Mars: The Bringer of War” από το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ Epitaph (1969) των King Crimson. Τέλος, το Im Sticking With You (1969) των Velvet Underground είναι βασισμένο πάνω στη μελωδία της άριας “Dove Sono” από τους «Γάμους του Φίγκαρο» του Mozart.

mccartney3

Ενδιάμεσα, ο Paul McCartney ήταν αυτός που, πρώτος απ’ όλους τους ποπ μουσικούς της εποχής, δοκίμασε να χρησιμοποιήσει μια ορχήστρα εγχόρδων δωματίου για τις ανάγκες της ηχογράφησης του τραγουδιού Eleanor Rigby”, ενώ η χρήση κλασικής ορχήστρας επεκτάθηκε και στις ηχογραφήσεις των “A Day In The Life” και “All You Need Is Love”. Αποδεικνύεται τελικά πως, παρά το αντισυμβατικό προφίλ του Lennon, o “Macca” ήταν στην πραγματικότητα αυτός που δεν φοβήθηκε στιγμή να προβεί σε μουσικές τομές και πειραματισμούς.

Ωστόσο, η κοσμοϊστορική κυκλοφορία που μέχρι σήμερα θεωρείται πως προλείανε το έδαφος για την έλευση αυτού του σφοδρού κύματος αγάπης των ‘70s απέναντι στους κλασικούς συνθέτες ήταν το άλμπουμ Switched Οn-Bach του Walter Carlos το 1968. Ο τότε παντελώς άγνωστος 29χρονος αμερικανός μουσικός δεν έβαλε απλώς τα έργα του Bach σε πολλά αυτιά της νεολαίας της εποχής, αλλά επίσης μας κατέστησε σαφές πως το μέλλον της μουσικής δεν βρίσκεται μόνο στις κιθάρες και τα τύμπανα, αλλά και σε ένα νέου τύπου συνθεσάιζερ που είχε κάνει την εμφάνιση του: το Moog. Με την κυκλοφορία του Switched Οn-Bach πάντως, η μουσική των ‘60s είναι πλέον έτοιμη να υποδεχτεί την κλασική μουσική στις ροκ παρτιτούρες της δεκαετίας του 1970…

 Κλέψε κι εσύ έναν κλασικό συνθέτη. Μπορείς!

 …και την υποδέχεται όντως με τον καλύτερο τρόπο: στα τέλη του 1969 οι Deep Purple θεωρείται ως η πρώτη μπάντα της εποχής που τολμάει να συνεργαστεί με μια ολόκληρη ορχήστρα, τη λονδρέζικη Royal Philarmonic Orchestra, για την ηχογράφηση του Concerto for Group and Orchestra [αν και τυπικά είναι η δεύτερη, καθώς έχουν ήδη προηγηθεί οι Moody Blues που το 1967 συνεργάστηκαν με την London Festival Orchestra για την ηχογράφηση του άλμπουμ Days Of Future Passed, αλλά άντε να το πεις αυτό στους φίλους των Purple…]. Το άλμπουμ των Deep Purple κυκλοφόρησε τις πρώτες ημέρες της νέας δεκαετίας, αποτελώντας το ιδανικό ορεκτικό γι’ αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει. Λίγο μετά, στο soundtrack της ταινίας «Το Κουρδιστό Πορτοκάλι» (αρχές του 1971) ο Walter Carlos χρησιμοποιεί ως ηχητική υπόκρουση των περιπετειών του Alex De Large μια σειρά από ηλεκτρονικές διασκευές του σε κομμάτια του 19ου και 18ου αιώνα, όπως την «Ενάτη Συμφωνία» του Beethoven, την ουβερτούρα της «Κλέφτρας Κίσσας» και του «Γουλιέλμου Τέλλου» του Gioachino Rossini και το “Pomp and Circumstance” (γνωστού κι ως «ο δεύτερος εθνικός ύμνος της Μεγάλης Βρετανίας») του Edward Elgar. Η μόδα με το «πάντρεμα» κλασικής και ροκ/ποπ ξεκινάει κι επισήμως και όλοι οι μουσικοί μοιάζουν σαν έτοιμοι από καιρό σαν θαρραλέοι να ανέβουν στο άρμα της. Και δεν μιλάμε μόνο για εκπρόσωπους της ροκ, που ούτως ή άλλως ήταν η πρώτη επιλαχούσα για να «παίξει» με τη κλασική μουσική, αλλά μέχρι και υπεράνω πάσης υποψίας βραζιλιάνους μουσικούς σαν τον Eumir Deodato, ο οποίος το 1972 κυκλοφόρησε μια jazz/tropicalia διασκευή του Also Sprach Zarathustra του γερμανού συνθέτη Richard Strauss. Έως και η disco ενέδωσε στη μόδα της υιοθέτησης κλασικών μοτίβων: στο soundtrack της ταινίας “Saturday Night Fever”, ο Walter Murphy επιχειρεί μια (εξαιρετική) ντίσκο βερσιόν της «Πέμπτης Συμφωνίας» του Beethoven, ενώ ο David Shire κάνει το ίδιο (αν και λιγότερο επιτυχημένα) με τη «Νύχτα στο Φαλακρό Βουνό» του Ρώσου Modest Mussorgsky.

manfred_mann

Οι Manfred Mann's Earth Band βάσισαν το τραγούδι τους “Joybringer” πάνω στο “Jupiter” από τους «Πλανήτες» του Holst.

Πολλά γνωστά τραγούδια των ‘70s βασίστηκαν πάνω σε κλασικές μελωδίες περασμένων δεκαετιών: το Joy των βραχύβιων Apollo 100 (τραγούδι που χρησιμοποιήθηκε με εξαιρετικό τρόπο στο soundtrack της ταινίας “Boogie Nights” -1997) βασίστηκε πάνω στο Jesu, Joy of Man's Desiring (“Jesus bleibet meine Freude") του Bach. Με τον τρόπο αυτό, μια μελωδία που γράφτηκε το 1723 κατάφερε μετά από ακριβώς 250 χρόνια να φτάσει μέχρι το Νο.2 των βρετανικών charts! Οι περισσότεροι γνωρίζουν ασφαλώς πως για τις ανάγκες της σύνθεσης τουAll Βy Myself”, ο Eric Carmen κατάκλεψε το «Πιάνο Κονσέρτο Νο2 σε Ντο Ελάσσονα» του Rachmaninoff, ενώ οι Manfred Mann's Earth Band βάσισαν το τραγούδι τους Joybringer πάνω στο Jupiter από τους «Πλανήτες» του Holst. Η πιο αστεία περίπτωση, όμως, είναι η εξής: το American Tune (1973) του Paul Simon βασίστηκε πάνω σε με μια από τις μελωδίες του έργου «Κατά Ματθαίον Πάθη» (1734) του Bach, ο οποίος με τη σειρά του είχε κλέψει τη μελωδία από το Mein G'müt ist mir verwirret (1601) του γερμανού μουσουργού Hans Leo Hassler! Εκτός από τα γνωστά αυτά, υπάρχει και τα λιγότερο προβεβλημένο παράδειγμα του “Burn” (1974) των Deep Purple, το κιθαριστικό ριφάκι του οποίου είναι ακριβής φωτοτυπία του πιανιστικού Fascinating Rhythm (1924) του George Gershwin. Και μετά είναι τυχαίο πως μέχρι σήμερα αποκαλούμε το ροκ της δεκαετίας του ’70… «κλασικό»;

 

Για τις ανάγκες της σύνθεσης του “All Βy Myself”, ο Eric Carmen κατάκλεψε το «Πιάνο Κονσέρτο Νο.2 σε Ντο Ελάσσονα» του Rachmaninoff.

Το “American Tune” (1973) του Paul Simon βασίστηκε πάνω σε με μια από τις μελωδίες του έργου «Κατά Ματθαίον Πάθη» (1734) του Bach.

Οι «προοδευτικές» δυνάμεις της ροκ συντάσσονται με τη κλασική

 Όπως προείπαμε, η κλασική μουσική υπήρξε ένα είδος που ουδέποτε το έπαιξε safe, δεχόμενο να πειραματιστεί και να κάνει το βήμα παραπέρα, ακόμη κι εις βάρος της ίδιας της κλασικής φόρμας. Πρωτοπόροι σε αυτό ήταν δυο ολλανδικά συγκροτήματα: οι Focus και οι Ekseption. Οι μεν πρώτοι κυκλοφορήσαν το 1974 το άλμπουμ Hamburger Concerto, ένα εξαιρετικό δείγμα «νέο-κλασικισμού στη ροκ», ενώ ο κιθαρίστας τους, ο Jan Akkerman, λίγους μήνες μετά κυκλοφόρησε το σόλο άλμπουμ Tabernakel, που κι αυτό μας πάει ένα ταξίδι στον 16ο και 17ο αιώνα, τότε που μεσουρανούσαν κλασικοί μουσουργοί όπως ο John Dowland. Οι δε Ekseption κυκλοφορήσαν το 1976 το άλμπουμ Back to the Classics που ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά της διαμάχης «μέχρι ποιο σημείο μπορεί ένας μουσικός της ροκ να πειράξει μια κλασική σύνθεση;». Από κοντά ακολουθούν και οι Βέλγοι γείτονές τους, οι Univers Zero, που επηρεάζονται κυρίως από τον Ούγγρο Bela Bartók και τον Stravinsky, ενώ και η ιταλική σκηνή δίνει κάποια εξαιρετικά δείγματα σύμπραξης ροκ και κλασικής, ειδικά στις περιπτώσεις των Murple (το άλμπουμ Io Sono Murple, 1974), των Premiata Forneria Marconi (τα άλμπουμ Storia Di Un Minuto και Per Un Amico, αμφότερα από το 1972) αλλά και των φοβερών New Trolls που κυκλοφορήσαν το καταπληκτικό Concerto Grosso το 1971.

universzero1977

Οι Βέλγοι Univers Zero επηρεάζονται κυρίως από τον Ούγγρο Bela Bartók και τον Stravinsky.

Μια από τις παρενέργειες της υπερβολικής ενασχόλησης με την κλασική μουσική είναι πως κάποιοι μουσικοί ξαφνικά την «είδαν»… Liszt: αρχής γενομένης από τον πιανίστα Keith Emerson που έφτιαξε το όνομά του με τους The Nice (το άλμπουμ Five Bridges Suite περιέχει διασκευές σε Tchaikovsky και Jean Sibelius) και στη συνέχεια με τους Emerson Lake and Palmer, με τους οποίους μάλιστα κυκλοφόρησε το 1971 ένα ολόκληρο ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ κλασικής μουσικής, το Pictures at an Exhibition, που περιέχει ροκ διασκευές σε έργα του Mussorgsky. Ο ανταγωνιστής του Emerson είναι ένας νεαρός ξανθός, μακρυμάλλης που παίζει τα πλήκτρα το ίδιο γρήγορα κι επιδέξια με αυτόν: ο Rick Wakeman, αφού πρώτα έχει δώσει τα μουσικά του διαπιστευτήρια ως μέλος των YES, αποκτάει τόση φήμη ώστε τον προσκαλούν οι Black Sabbath να συμμετάσχει στο άλμπουμ τους Sabbath Bloody Sabbath, το 1973, την ίδια ακριβώς χρονιά που κυκλοφορεί το υπέροχο άλμπουμ The Six Wives of Henry VIII. Το επόμενο έτος κυκλοφορεί ένα δεύτερο άλμπουμ τίγκα στην κλασική έμπνευση, με τίτλο Journey To The Centre Of The Earth, με τον ίδιο να συνεργάζεται με την London Symphony Orchestra και το English Chamber Choir.

Με πλήρη ορχήστρα συνεργάστηκαν και οι Procol Harum το 1972: το Live in Concert with the Edmonton Symphony Orchestra είναι ένα άλμπουμ-σταθμός για τη δισκογραφία τους, με την εκτέλεση του τραγουδιού “Conquistador”να αποτελεί ακόμη και σήμερα υπόδειγμα κλασικότροπης διασκευής. Την ίδια εποχή, οι Genesis το ρίχνουν στα αναγεννησιακά μαδριγάλια (ακούστε το “The Musical Box” από το άλμπουμ τους Nursery Cryme του 1971), ενώ στο πλευρό τους συντάχθηκαν και οι Electric Light Orchestra που την ίδια χρονιά κυκλοφορήσαν το ομώνυμο, παρθενικό τους άλμπουμ που αγαπήθηκε τόσο πολύ την εποχή εκείνη, ώστε η περσινή τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ ξεκίνησε με το καλύτερο κομμάτι από το δίσκο αυτό, το “10538 Overture”. Τόσο οι King Crimson, όσο και οι Van Der Graaf Generator επωφελήθηκαν κι αυτοί από το ξαφνικό αυτό κύμα κλασικό-φιλίας, καθώς τα περισσότερα ‘70s άλμπουμ τους (όπως τα LarksTongues In Aspic και Still Life, αντίστοιχα) τιμούν ιδιαιτέρως τις κλασικές επιρροές τους, ενώ ο David Bedford -το έτερο «πουλέν» της Virgin Records στη Βρετανία μετά τον Mike Oldfield- κυκλοφόρησε το συμφωνικό άλμπουμ Stars End (1974), κάτι μεταξύ avant-garde και κλασικής μουσικής στα χνάρια του Γάλλου Pierre Boulez. Και μιας και ο λόγος περί Boulez, η Γαλλία συμμετείχε στο νέο-κλασικιστικό ρεύμα με δυο μπάντες: τους Clearlight του Cyrille Verdeaux και τους Magma, των οποίων το άλμπουμ Mëkanïk Dëstruktï Kömmandöh αποτελεί τη νοητή συνέχεια του ανατριχιαστικού έργου “Atmospheres” (1961) του Ούγγρου Gyorgy Ligeti.

Ο Κανόνας που έγινε κανόνας

 Για να παραφράσουμε και τον George Orwell, «όλα τα τραγούδια είναι ίσα, όμως κάποια εξ’ αυτών είναι πιο ίσα από τα υπόλοιπα». Αυτό τουλάχιστον ισχύει στην περίπτωση του «Κανόνα σε Ρε Μείζονα» (“Kanon und Gigue für 3 Violinen mit Generalbass“) του Johann Pachelbel, ενός κομματιού που ναι μεν γράφτηκε το μακρινό 1694, αλλά ακούγεται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μέχρι τις μέρες μας, όπως θα δούμε παρακάτω. Σε έναν Κανόνα, δυο ή περισσότερες φωνές επαναλαμβάνουν την ίδια μουσική αλληλουχία, είτε σε ταυτοφωνία, είτε σε διάστημα οκτάβας, με το γαλλικό παιδικό τραγούδι “Frère Jacques” και το βρετανικό του αντίστοιχο Londons Burning να αποτελούν δυο τυπικότατα παραδείγματα. Κάπως έτσι, τα συνολικά οκτώ ακόρντα του Κανόνα του Pachelbel (κατά σειρά Ρε Μείζονα-Λα Μείζονα-Σι Ελάσσονα-Φα Δίεση Ελάσσονα-Σολ Μείζονα-Ρε Μείζονα-Σολ Μείζονα-Λα Μείζονα και φτου ξανά κι απ’ την αρχή) αποτέλεσαν ένα κυκλικό «ριφάκι» που στις αρχές του 18ου αιώνα γνώρισε μια μουσική δημοφιλία εφάμιλλη με το κιθαριστικό ριφ τουSmoke On The Water”. Ο Pachelbel, χωρίς να το γνωρίζει, άνοιξε μια μουσική «πόρτα», μέσα από την οποία πέρασαν πολλοί σύγχρονοι αλλά και μεταγενέστεροι του, καθώς πλην του “Rain and Tears”, πάνω στον Κανόνα του βασίστηκε το “Go West” των Village People (1979), το I Should Be So Lucky” της Kylie Minogue (1988), το “Basket Case” των Green Day (1994), το “Don't Look Back in Anger” των Oasis (1996) και πλείστα άλλα που δεν χωρούν σε αυτό το άρθρο.

Το παρόν και το μέλλον της κλασικής μουσικής στη ποπ κουλτούρα

 Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η κλασική μουσική γνώρισε ένα βραχύβιο διάστημα ακόμη μεγαλύτερης άνθησης στα -κυρίως βρετανικά και αμερικανικά μεσοαστικά- λαϊκά ακροατήρια, εκμεταλλευόμενη τις (τρισάθλιες) συλλογές Hooked on Classics, όπου γνωστά κλασικά κομμάτια διασκευάζονταν στον πιο δημοφιλή ρυθμό της εποχής, τη ντίσκο. Όμως, το τελικό αποτέλεσμα ξένισε τόσους πολλούς, ώστε αποτέλεσε την ταφόπλακα της κλασικότροπης αυτής στροφής, βάζοντας τίτλους τέλους στις στενές επαφές τρίτου τύπου της ροκ με την κλασική μουσική.

Έκτοτε, η κλασική μουσική συντηρείται στην ποπ κουλτούρα είτε με διάφορα samples που χρησιμοποιούνται σε δημοφιλή pop και r’n’b τραγούδια (από Janet Jackson μέχρι Beyonce), είτε με πιο ευφάνταστες απόπειρες, όπως τη χρήση μιας μελωδίας του Henry Purcell από την όπερα «Βασιλιάς Αρθούρος» του 1691 για το βασικό keyboard riff του πρόσφατου Love is a Bourgeois Constructτων Pet Shop Boys. Α, και τον ύμνο του… Champions League, μια σύνθεση του George Frideric Handel από το μακρινό 1727, με τίτλο Zadok The Priest”.

Τη θέση των «εμπορικών» κλασικών μουσουργών του 19ου αιώνα σήμερα την έχουν καταλάβει αφενός οι μινιμαλιστές μουσικοί τύπου Michael Nyman, Philip Glass και Wim Mertens, κι αφετέρου οι συνθέτες των κινηματογραφικών soundtrack. Στις μελωδίες του Danny Elfman αντηχούν τα έργα του Dvorak και οι «Πλανήτες» του Holst, ενώ ο έτερος σπουδαίος κινηματογραφικός συνθέτης, ο John Williams, έχει δηλώσει επανειλημμένα πως έχει επηρεαστεί από τις όπερες του Wagner και τα συμφωνικά ποιήματα του Liszt (λόγου χάρη, ακούστε το Hunnenschlacht του Liszt και μετά «καπάκι» το soundtrack του Indiana Jones ή εκείνο του Close Encounters Of The Third Kind).

Απομένει να δούμε αν τελικά θα συμβεί αυτό που προέβλεψε σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο βρετανός μουσικοκριτικός Paul Morley, ότι δηλαδή «η κλασική μουσική είναι σήμερα πολύ πιο επίκαιρη σε σχέση με αυτό που νομίζουμε, καθώς είναι γεμάτη φρέσκες και προβοκατόρικες ιδέες που μπορούν να αποτελέσουν οδηγό για τη μουσική του μέλλοντος». Γιατί, όπως άλλωστε είχε τραγουδήσει και στο “Let there be rock” κι ο μακαρίτης ο Bon Scott… “no one knew what they was gonna do, but Tchaikovsky had the news”.  

25 σημαντικά κλασικά-ροκ άλμπουμ 

  1. The NiceFive Bridges Suite (1970)
  2. Gershon Kingsley/Leonid Hambro Switched on Gershwin (1970)
  3. Deep Purple Concerto for Group and Orchestra (1970)
  4. Electric Light Orchestra Electric Light Orchestra (1971)
  5. ELP Pictures at an Exhibition (1971)
  6. Walter Carlos A Clockwork Orange OST (1971)
  7. Βarcley James Harvest Once Again (1971)
  8. New Trolls Concerto Grosso (1971)
  9. Procol Harum Live in Concert with the Edmonton Symphony Orchestra (1972)
  10. PFM Per Un Amico (1972)
  11. Apollo 100 Joy (1972)
  12. Rick Wakeman The Six Wives of Henry VIII (1973)
  13. Magma Mekanik Destruktiw Kommandoh (1973)
  14. King Crimson Larks’ Tongues In Aspic (1973)
  15. Focus Hamburger Concerto (1974)
  16. David Bedford Star’s End (1974)
  17. Jan Akkerman Tabernakel (1974)
  18. Isao Tomita Snowflakes Are Dancing (1974)
  19. Clearlight Symphony (1975)
  20. Renaissance Scheherazade and Other Stories (1975)
  21. Van Der Graaf Generator Still Life (1976)
  22. The Enid In the Region of the Summer Stars (1976)
  23. Ekseption Back to the Classics (1976)
  24. Univers Zero 1313 (1977)
  25. Darryl Way Concerto For Electric Violin (1978)

Οι μουσικοί της εποχής εκείνης, όλοι τους γεννημένοι τη δεκαετία του ‘30 ή του ‘40, ήταν απολύτως λογικό να έχουν τη κλασική μουσική ως σημείο αναφοράς: οι γονείς τους άκουγαν αποκλειστικά κλασική μουσική...

 Aπό τις αρχές του 19ου αιώνα και μετά, η κλασική μουσική ήταν τα «μπουζούκια» της εποχής, ένας τρόπος διασκέδασης που ο φτωχός ή πιο εύπορος κοσμάκης επέλεγε για να ξεσκάσει.

 Ο «Κανόνας σε Ρε Μείζονα» του Johann Pachelbel έδωσε την έμπνευση στον Βαγγέλη Παπαθανασίου για το πρώτο σπουδαίο τραγούδι των Aphrodite's Child, το “Rain and Tears”.

 Ο Pachelbel, χωρίς να το γνωρίζει, άνοιξε μια μουσική «πόρτα», μέσα από την οποία πέρασαν πολλοί σύγχρονοι αλλά και μεταγενέστεροι του, καθώς πάνω στον Κανόνα του βασίστηκε το “Go West” των Village People (1979), το “I Should Be So Lucky” της Kylie Minogue (1988), το “Basket Case” των Green Day (1994), το “Don't Look Back in Anger” των Oasis (1996) κ.α.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured