Αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik "David Bowie"


Πέρα από την ύστερη δημοτικότητα του ομότιτλου τραγουδιού μετά την εκτέλεση των Nirvana στο MTV Unplugged (κάτι όμως που δεν οδήγησε σε εκ νέου ανακάλυψη του συνόλου του άλμπουμ), το πόνημα αυτό του David Bowie έλαβε τη δική του θέση μέσα στη δισκογραφία του. Αποτέλεσμα εκτενούς χρήσης κάνναβης και μαροκάνικων παραισθησιογόνων, έχει φάει βέβαια μια σχετική πόρτα από τον ίδιο σε πολλές συνεντεύξεις, ακριβώς επειδή θεωρούσε ότι παραείναι σαλεμένο. Και αυτό είναι αλήθεια. Οι αποχρώσεις επιστημονικής φαντασίας και των Υπεράνθρωπων του Νίτσε πάνε και έρχονται σε ολόκληρο τον δίσκο.

Επίσης, η μπάντα παίζει hard rock. Αναμφίβολα. Μπορείτε ασφαλώς να το δείτε με την επίφαση του glam, αλλά το hard rock στοιχείο –μπολιασμένο με κάμποσα art ψιμύθια (είχε αρχίσει το τρένο της αγγλικής σκηνής να γιγαντώνεται)– κάνει εμφανή την παρουσία του, όπως σε κανέναν άλλο δίσκο του Bowie. Τα τερετίσματα της ακουστικής κιθάρας που τόσο χαρακτήρισαν μετέπειτα το(ν) Ziggy Stardust και τις μίνι ηλεκτρικές του επαναστάσεις/θούριους, εδώ έχουν έναν προπομπό καμωμένο από πομπώδη και βαρύ ήχο. Το πομπώδες είναι σωστό ίσως να το βάλουμε ως ισότιμο του ιερατικού, μιας και γενικότερα στο άλμπουμ υπάρχει μια ρυθμολογία η οποία εμπλέκει λευκές τελετουργίες αποκρουστικού τύπου (είτε από την εβραϊκή Καμπάλα, είτε από μασονικές στοές) με χειμαρρώδη ακόρντα από την κιθάρα του Mick Ronson.



Στο The Man Who Sold The World συναντάμε και ένα από τα πλέον δραματικά τραγούδια του Bowie, το “All Τhe Madmen”. Στο οποίο γίνεται σαφής η θέση του, ως στιχουργού, πάνω στο θέμα των διαφοροποιημένων σε επίπεδο νόησης της πραγματικότητας, όπως και των ασύλων όπου κρατούνται ανάλογες δύστυχες ψυχές. Το δε τραγούδι που έφεραν οι Nirvana σε περίοπτη θέση στα charts κατά τα 1990s, απλά δεν διαθέτει ειρμό έτοιμο προς ερμηνεία: η νουβέλα του Robert A. Heinlein στην οποία βασίζεται έχει σημαντικές διαφοροποιήσεις από το απότοκο του Bowie –και ως ιστορία και ως persona– εκ της συμβάσεως. Πολλές έτσι οι εξηγήσεις των στίχων μέχρι στιγμής, η ίδια πάντως η ηχητική του τίτλου και η έννοια στάθηκαν από μόνες τους. Και ίσως μάλιστα η τελευταία να ταυτίστηκε και με το ειδικό βάρος της αμφιλεγόμενης ηθικότητας του ήρωα που την επωμιζόταν.

Από την άλλη, το συγκεκριμένο άλμπουμ είναι το πρώτο του Bowie όπου η λέξη «concept» μπορεί να επικολληθεί χωρίς να υπάρχει πρόβλημα λαθεμένης κατηγοριοποίησης. Η παραγωγή του Tony Visconti –τον οποίον βρίσκουμε και στο μπάσο– δίνει όχι μόνο όγκο, αλλά και μια ενιαία αισθητική που δεν υπήρχε στους προηγούμενους δύο δίσκους. Τους οποίους μάλλον θα πρέπει να δούμε ως συλλογές ασμάτων δομημένες γύρω από μερικά επιτυχημένα singles.



Το The Man Who Sold The World έχει επίσης και μία πρωτιά στη δισκογραφία του Bowie: καμία άλλη δουλειά του δεν έχει εκδοθεί με τόσο διαφορετικά εξώφυλλα, ζήτημα άλλοτε σεμνοτυφίας και άλλοτε διαφορετικής αντίληψης του κοινού ανά περιοχή. Μπορούμε να πούμε ότι εδώ κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του το ανδρόγυνο στυλ, οπότε το αυθεντικό εξώφυλλο με το ντιβάνι και τον ηδυπαθή David Jones πολύ απλά παραήταν τραβηγμένο για χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες (όπου αντικαταστάθηκε από ένα πραγματικά αναπάντεχο εξώφυλλο, με έναν παραισθητικό κυνηγό) ή η Ελλάδα, όπου προτιμήθηκε το καθαρόαιμο rocker artwork –με τον Bowie σε μια επί σκηνής πιρουέτα, αγκαλιά με την κιθάρα του.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, David Bowie, που κυκλοφόρησε το 2016.
Μπορείς να το αποκτήσεις πατώντας εδώ

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured